Η κόρη μου, ενός έτους, ακόμα δεν γνωρίζει τους συμβολικούς κώδικες της γλώσσας. Βρίσκεται ωστόσο στην ηλικία να εκστασιάζεται από τον γύρω κόσμο. Οι δρόμοι, οι άνθρωποι, οι παιδικές χαρές, τα αυτοκίνητα, τα άλλα παιδιά, όλα αποτελούν αντικείμενα προς κατανόηση, διάδραση, έρευνα. Με δεδομένη την έλλειψη της γλώσσας, η Ισαβέλλα προσπαθεί να επικοινωνήσει, να εκφράσει συναισθήματα και επιθυμίες σε μια ακατάληπτη διάλεκτο σε εμένα, αλλά όχι για αυτήν:
- Κο-κο-κο-κο… τατατα… μπρου… ουου, οοοο, αααα, κσςςςς- κσςςςς… άτα-άτα!
Που και που, ιδιαίτερα όταν της εξηγώ καθημερινά πράγματα, αναφωνεί:
- Αβάβατα!
Σκέφτομαι…
Όσα και να ξέρεις, όσα και να έχεις διαβάσει, όσες βεβαιότητες και να έχεις (και με άλλες τόσες που έχουν καταρρεύσει), έχοντας πολλές δεκαετίες στην πλάτη σου, καταλήγεις πάντα στην ίδια εικόνα. Ο γύρω κόσμος παραμένει ένα αδιαπέραστο θέατρο σκιών. Είμαστε δεσμώτες σε μια σκοτεινή σπηλιά όπου το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ψηλαφίσουμε τα τοιχώματά της, κάνοντας υποθέσεις για το πώς είναι η σπηλιά και που οδηγεί. Και οι υποθέσεις στο τέλος πάντα μοιάζουν τεχνητές και α-νόητες [χωρίς νόημα]. Και, παρ’ όλα αυτά, πλήρεις νοημάτων.
Αβάβατα, λοιπόν, Ισαβέλλα. Πολύ σωστά…