to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ασκήσεις προληπτικής καταστολής

Ο εμπρησμός του υποκαταστήματος της Marfin Bank στη Σταδίου το μεσημέρι της 5ης Μαΐου 2010, την ώρα που περνούσε από μπροστά μια από τις συγκλονιστικότερες εργατικές διαδηλώσεις των μεταπολιτευτικών δεκαετιών, υπήρξε μια ενέργεια διπλά εγκληματική.


Από στοιχειωδώς ανθρώπινη, κατ’ αρχήν, άποψη: η επιμελημένη πυρπόληση ενός γεμάτου κτιρίου (και μάλιστα όχι με απλές μολότοφ, αλλά με μπιτόνι εμπρηστικού μίγματος που αχρήστευε τους πυροσβεστήρες), μέσα στο οποίο βρήκαν τον θάνατο τρεις υπάλληλοι της τράπεζας από ασφυξία, είναι από μόνη της μια πράξη αυτόχρημα αποτρόπαιη. Εξίσου εγκληματική αποδείχθηκε όμως κι απέναντι στα θύματα των αντιλαϊκών μέτρων που ακολούθησαν, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια όσων αντιστέκονταν στην επιβολή του πρώτου μνημονίου, που συζητιόταν τότε στη Βουλή και έθεσε τις βάσεις για την κοινωνική καταστροφή των επόμενων χρόνων.

Μόλις η είδηση διαδόθηκε στόμα με στόμα, το πελώριο μαχητικό συλλαλητήριο των 200.000 εργαζομένων που είχε κατακλύσει το κέντρο της Αθήνας, πολιορκούσε τη Βουλή κι αντιστεκόταν δυναμικά στις προσπάθειες της αστυνομίας να το διαλύσει, εξατμίστηκε κυριολεκτικά. Το απόγευμα της επομένης, ενώ το μνημόνιο ψηφιζόταν από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ (πλην τριών), του ΛΑΟΣ και την Ντόρα Μπακογιάννη, οι διαδηλωτές στην Αμαλίας αριθμούσαν πια λίγες μόνο χιλιάδες, μ’ ένα ηθικό που κάθε άλλο παρά εγγυόταν την αποτελεσματική συνέχιση του αγώνα.

Οποιοι κι αν ήταν οι δράστες του φονικού, που από ορισμένους αυτόπτες μάρτυρες περιγράφηκαν σαν πολύ νεαρά άτομα κι από κάποιους άλλους σαν ομάδα με στρατιωτική πειθαρχία, οι σχεδιαστές της επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας πρέπει να τους είναι εσαεί ευγνώμονες.

Η δικαστική εκκαθάριση της υπόθεσης κινήθηκε τα επόμενα χρόνια σε δύο παράλληλα επίπεδα.

Αν και οι εμπρηστές ουδέποτε εντοπίστηκαν, ένας τριαντάχρονος αναρχικός διώχθηκε επί Σαμαρά με «αποδεικτικό» στοιχείο μια... ανώνυμη επιστολή προς την αστυνομία −κι αθωώθηκε πανηγυρικά από το δικαστήριο (31/10/2016), με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, όταν επιβεβαιώθηκε (από φωτογραφίες) ότι μετείχε μεν στο ιστορικό εκείνο συλλαλητήριο, σε άλλο όμως μπλοκ και με διαφορετικά ρούχα!

Διαφορετικής τάξης -και σημασίας- υπήρξε η δίκη για τη συντρέχουσα ευθύνη της ίδιας της τράπεζας στον χαμό των τριών υπαλλήλων της. Οπως διαπίστωσε το πόρισμα που συνέταξαν (κατόπιν εορτής) οι επιθεωρητές του υπουργείου Εργασίας, το κτίριο δεν είχε πιστοποιητικό ούτε πληρούσε τους όρους πυρασφάλειας, καθώς η μοναδική έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη κι άνοιγε μονάχα με τηλεχειριστήριο που κατείχε η (απούσα) προϊσταμένη. Τρία στελέχη της «Μαρφίν» καταδικάστηκαν έτσι στις 22/7/2013 σε ποινές κάθειρξης 5-22 ετών για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, δίχως βέβαια να οδηγηθούν στη φυλακή.

Αν και το 2015 η τράπεζα καταδικάστηκε επίσης να καταβάλει αποζημιώσεις συνολικού ύψους 1.820.000 ευρώ στους συγγενείς των νεκρών και στους επιζήσαντες παθόντες, τον Ιανουάριο του 2019 ο Αρειος Πάγος αναίρεσε τη σχετική απόφαση, με το σκεπτικό πως ο θάνατος των τριών τραπεζοϋπαλλήλων (και οι τραυματισμοί κάποιων άλλων) δεν άξιζαν -ως εργατικό ατύχημα- μια τόσο σοβαρή επιβάρυνση του «αμελούς» εργοδότη!

Ανάλογες αποζημιώσεις επιδικάστηκαν το 2018-2019 και στο Δημόσιο για την εγκληματική απουσία των προβλεπόμενων ελέγχων, σε μια δίκη που θα κριθεί τελεσίδικα τον ερχόμενο μήνα.

Μολονότι ποινικά αδιάφορη, εξίσου μοιραία αποδείχθηκε η πίεση της εργοδοσίας προς τους υπαλλήλους της να μην απεργήσουν, σε μια συγκυρία κατά την οποία το αφεντικό τους, ο τραπεζίτης και μεγαλοεπιχειρηματίας Ανδρέας Βγενόπουλος (Vivartia, «Υγεία», «Λητώ», «Μητέρα», Blue Star Ferries, Singular Logic κ.ά.), όχι μόνο πρωτοστατούσε στη δημόσια εκστρατεία δυναμικής επιβολής του μνημονίου αλλά είχε αναγορευθεί από τα ιδιωτικά κανάλια -προεξάρχοντος του ΣΚΑΪ- και την «Καθημερινή» σε υποψήφιο εθνοσωτήρα, έτοιμο να «σπάσει αυγά» με «μια πλατφόρμα πολιτικής κάθαρσης», επικεφαλής μιας εξωκοινοβουλευτικής «επιτροπής εθνικής σωτηρίας».

Ανακατεμένος σε όλες σχεδόν τις μέχρι τότε μεγάλες υποθέσεις εκποίησης δημόσιας περιουσίας (ΟΤΕ, Ολυμπιακή, Βατοπέδι κ.λπ.), ο «εθνικός αναγεννητής» έμεινε πάντως τελικά στην εφεδρεία −ώσπου το 2012 η τράπεζά του κατέρρευσε παταγωδώς, ο ίδιος είχε προβλήματα με τον (ελληνοκυπριακό) νόμο και στις 5/11/2016 μια καρδιακή προσβολή τον έστειλε στον άλλο κόσμο σε ηλικία 63 ετών.

Αυτά όσον αφορά το τότε. Σήμερα, όμως; Η κυβερνητική πρωτοβουλία για την πανηγυρική αποκάλυψη της αναμνηστικής πλάκας έξω από το μοιραίο κτίριο (κατάστημα, πλέον, αθλητικών ειδών) και η συνακόλουθη δημόσια συζήτηση που πυροδοτήθηκε απ’ αυτή την κίνηση δεν έχουν, φυσικά, επετειακό μόνο χαρακτήρα: κάθε δημόσια τελετουργία μνήμης είναι μια επιλεκτική σταχυολόγηση του παρελθόντος που αφορά πολύ λιγότερο αυτό το τελευταίο απ’ ό,τι το παρόν και το μέλλον.

Επίσημο σκεπτικό του διαβήματος, αποτυπωμένο τόσο στην ίδια την πλάκα όσο και στις σχετικές δηλώσεις πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας, ήταν η καταδίκη τεσσάρων παραπληρωματικών απειλών: της «βίας» και του «τυφλού μίσους» που γεννούν ο «πολιτικός φανατισμός» και -κυρίως- ο «διχασμός».

Πόσο ειλικρινές είναι όμως κάτι τέτοιο −και πώς ακριβώς μεταφράζεται αυτή η καταδίκη στη συγκεκριμένη συγκυρία που την υπαγόρευσε;

Καταδίκη ποιας βίας;

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: η ομόθυμη «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» (και του «μίσους» ή του «φανατισμού» που υπαγορεύουν την άσκησή της) είναι ένα χοντροκομμένο κατά συνθήκη ψεύδος. Στην πραγματικότητα, για το ελληνικό κράτος (όπως και για κάθε συντεταγμένη πολιτεία ή πολιτική συλλογικότητα), η βία -ακόμη και στην πιο τυφλή ή αποτρόπαιη μορφή της- δεν είναι ποτέ εξ ορισμού «κακή»· αποτελεί εργαλείο, η στόχευση κι η αποτελεσματικότητα του οποίου καθορίζουν κατά κανόνα τον βαθμό αποδοχής ή ακόμη και τη θεσμική εξιδανίκευσή του.

Λίγες δεκάδες μέτρα από την πρώην «Μαρφίν», ο διαβάτης συναντά λ.χ. την πλατεία Κολοκοτρώνη και τον έφιππο ανδριάντα του Γέρου του Μοριά. Οποιος έχει ξεφυλλίσει τα απομνημονεύματα του τελευταίου, είναι αδύνατο να ξεχάσει τις περιγραφές του για τις μεθόδους με τις οποίες επιβλήθηκε κι επιβίωσε η επανάσταση −το ιδρυτικό δηλαδή γεγονός του ελληνικού κράτους, στο οποίο ο ίδιος συνέβαλε τα μάλα και οφείλει τη δημόσια αναγνώριση κι υστεροφημία του.

Η βία είναι εκεί πανταχού παρούσα, άλλοτε στοχευμένη -όπως η επαναστατική τρομοκρατία («τσεκούρι και φωτιά») σε βάρος όσων ομοεθνών ήταν απρόθυμοι να ξεσηκωθούν το 1821 ή προσκύνησαν τον Ιμπραήμ το 1826- κι άλλοτε τυφλή, όπως στη φοβερή άλωση της πρωτεύουσας του Μοριά: «Το ασκέρι που ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτζάς. [...] Το άλογό μου από τα τείχη ώς τα σεράγια δεν επάτησε γη» («Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής», Αθήνησιν 1846, σ. 106). Τα περισσότερα απ’ αυτά τα θύματα δεν ήταν λιγότερο αθώα, ούτε υπέκυψαν σε μια βία λιγότερο τυφλή κι αποτρόπαιη απ’ ό,τι οι τρεις αδικοχαμένοι τραπεζοϋπάλληλοι της «Μαρφίν».

Οι εμπρηστές της τελευταίας δεν είχαν, προφανώς, τίποτα το κοινό με τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους ήρωες του πολέμου της ανεξαρτησίας. Αν κάτι πιστοποιεί η παραπάνω υπενθύμιση, αυτό είναι πως η απόδοση τιμών (ή, αντίστροφα, η καταδίκη) από την πολιτεία δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον υποτιθέμενο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής, αλλά υπακούει σε παντελώς διαφορετικά κριτήρια. Λιγότερο ακραία, αλλά εξίσου αποκαλυπτική αποδεικνύεται και η αντίστροφη σύγκριση: των πεσόντων της «Μαρφίν» με εκείνα τα θύματα της τυφλής βίας και του πολιτικού φανατισμού που η θεσμική συλλογική μας μνήμη κατά κανόνα παρακάμπτει ή απωθεί.

Δύσκολα φανταζόμαστε π.χ. τον κ. Μητσοτάκη να οργανώνει παρόμοια τελετή για τον αγρίως δολοφονημένο Πακιστανό μετανάστη Σαχζάτ Λουκμάν, που μαχαιρώθηκε στα καλά καθούμενα τον Ιανουάριο του 2013 από δύο εποχούμενους χρυσαυγίτες ενώ πήγαινε στη δουλειά του. Μπορεί ο φόνος του να συνιστά εμβληματική περίπτωση τυφλού εγκλήματος υπαγορευμένου από τον πολιτικό φανατισμό, καθώς εξακριβώθηκαν πλήρως τόσο η ταυτότητα όσο και τα ρατσιστικά κίνητρα των δραστών· μια τέτοια συμβολική ανάδειξη θα ήταν όμως άκρως αντιδημοφιλής στο ακροατήριο της εγχώριας Δεξιάς. Ακόμη και η ελληνική Δικαιοσύνη δεν παρέλειψε άλλωστε να ρίξει τους δολοφόνους του στα (όσο γινόταν πιο) μαλακά, αναγνωρίζοντάς τους στο Εφετείο το αδιανόητο ελαφρυντικό της «μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς»!

Ακόμη πιο απίθανο είναι να δούμε τον πρωθυπουργό και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αποκαλύπτουν αναθηματική πλακέτα προς τιμήν του εικοσάχρονου Αλβανού μετανάστη Γκράμος Παλούσι, που μαχαιρώθηκε από εθνικά ευαίσθητο συμπατριώτη μας κατά τη διάρκεια του αντιαλβανικού πογκρόμ της 4ης Σεπτεμβρίου 2004, επειδή διέπραξε το θανάσιμο λάθος να πανηγυρίσει για τη νίκη της εθνικής του ομάδας επί των δικών μας χρωμάτων.

Ο «διχασμός» που δικαιώνεται

Εξίσου προβληματική, αλλά απείρως διαφωτιστικότερη είναι η ανάδειξη των θυμάτων της «Μαρφίν» σε σύμβολα καταγγελίας του (ενδοελληνικού) «διχασμού». Ο εθνικοενωτικός αυτός στόχος επέβαλε, υποθέτουμε, τη διακριτική απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη δικαστικά πιστοποιημένη ενοχή της ίδιας της τράπεζας για τη δραματική τροπή της πυρκαγιάς. Ευθύς εξαρχής, ο εμπρησμός της «Μαρφίν» σημαδεύτηκε, όμως, από την επίμονη προσπάθεια της σκληρής μνημονιακής Δεξιάς να στιγματίσει ως υπαίτιους όλους όσοι αντιδρούσαν στη «σωτηρία» μας από το ΔΝΤ.

Ο αρχηγός του ΛΑΟΣ., Γιώργος Καρατζαφέρης, κατήγγειλε λ.χ. αμέσως στη Βουλή ως υπαίτιο του φονικού το... ΚΚΕ: «Κάποιοι που πόνταραν στο χάος πήραν σήμερα μια αιματηρή προκαταβολή. [...] Τώρα πλέον δεν απειλείται μόνο η οικονομία μας, αλλά ενδεχομένως η Δημοκρατία και το Σύνταγμα. Ο,τι δεν κατόρθωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα επί Γεωργίου Παπανδρέου του πρεσβυτέρου, το προσπαθεί και πάλι τώρα, επί Γεωργίου Παπανδρέου του νεωτέρου».

Στη δική του ανακοίνωση, ο φέρελπις εθνοσωτήρας Βγενόπουλος έσπευσε πάλι να «εκφράσει την οργή του» -ως επιχείρηση- «κατά της πολιτείας», που άφηνε ασύλληπτους έξω από το μαγαζί του «διαδηλωτές ή και αναρχικούς», για να επικεντρωθεί τελικά -και αυτός- στον πραγματικό εχθρό: «Οι αυτουργοί μακάρι να συλληφθούν και να τιμωρηθούν. Τη μεγαλύτερη ευθύνη όμως έχουν οι ηθικοί αυτουργοί, που δυστυχώς δεν θα τιμωρηθούν ποτέ».

Αποτελεσματικότερος απ’ αυτές τις φαιδρότητες αποδείχθηκε, πάντως, σταδιακά ένας αστικός μύθος: ο υποτιθέμενος ενθουσιασμός χιλιάδων διαδηλωτών εκείνης της ημέρας από τον επικείμενο θάνατο των εγκλωβισμένων απεργοσπαστών. Με μοναδικό αμάχητο τεκμήριο τη μεμονωμένη, υστερική κραυγή μιας νεαρής γυναίκας, που ακούγεται σε κάποιο βίντεο να ουρλιάζει «κάψτε τους όλους!», τα ιδιωτικά ΜΜΕ απλώνουν τη ρετσινιά σε 200.000 ανθρώπους.

Για την ακρίβεια των σχετικών περιγραφών, ακόμη κι όταν προέρχονται από κάποιους εγκλωβισμένους, αποκαλυπτική είναι πάντως η κατάθεση μιας υπαλλήλου της «Μαρφίν» στη δίκη του 2016: μπαίνοντας εκείνο το πρωί στο υποκατάστημα, κατέθεσε, είδε στη δεξιά τζαμαρία του γραμμένο το σύνθημα «φωτιά στους υπαλλήλους» (newsit.gr, 14/10/2016). Θεωρώντας μια τέτοια διατύπωση πολύ περίεργη ακόμη και για τα τότε δεδομένα, αναζητήσαμε στα ειδησεογραφικά πρακτορεία λήψεις της ίδιας ημέρας, προτού η επίμαχη βιτρίνα καταστραφεί από τους εμπρηστές.

Το αποτέλεσμα ήταν διαφωτιστικό για τις παγίδες της λεγόμενης «προφορικής ιστορίας»: το επίμαχο σύνθημα δεν απειλούσε τους «υπαλλήλους» αλλά τους «τοκογλύφους» −συμπύκνωνε, δηλαδή, συμβολικά ένα αντικαπιταλιστικό πρόταγμα κι όχι κάποια ανθρωποκτόνα διάθεση. Σε παρεμφερή παιχνίδια του ανθρώπινου μυαλού οφείλονται λογικά και οι «μαρτυρίες» περί χιλιάδων διαδηλωτών που (υποτίθεται πως) ζητούσαν μεγαλόφωνα τον θάνατο των εγκλωβισμένων.

Στην πραγματικότητα, τα διαθέσιμα βίντεο καταγράφουν απεγνωσμένες φωνές συμπάθειας για τους παγιδευμένους ή, στη χειρότερη περίπτωση, την αδιαφορία των περαστικών για το τυλιγμένο στους καπνούς κτίριο· στοιχειώδης φρόνηση υπαγορεύει άλλωστε συνήθως σε κάθε διαδηλωτή τη γρήγορη απομάκρυνσή του από κάθε θέατρο βιαιοτήτων στις οποίες ο ίδιος δεν έχει ανάμιξη.

Αν οι άνθρωποι που είδαν τον χάρο με τα μάτια τους είναι εύλογο να διατηρούν μια εικόνα των γεγονότων παραμορφωμένη από τον τρόμο εκείνων των στιγμών, δεν ισχύει φυσικά το ίδιο για όσους έκαναν πολιτική σπέκουλα με την κατασκευή αυτής της απωθητικής εικόνας. Το χαρακτηριστικότερο ίσως δείγμα τέτοιας διαστρέβλωσης στον βωμό της πολιτικής προπαγάνδας αποτελεί η επετειακή ανάρτηση του Σταύρου Θεοδωράκη στο facebook, προ διετίας (5/5/2018). Τη «Μαρφίν» την «έκαψαν πολλοί», αποφαίνεται, «στρατιώτες ενός ακήρυχτου εμφυλίου» και «κομπάρσοι στην αρένα της διχαστικής μας δημοκρατίας».

Ακολουθεί η γκροτέσκα στοχοποίηση των χιλιάδων διαδηλωτών, ως εσμού αιμοχαρών σαδιστών: «Δεν με νοιάζουν οι εμπρηστές. Πάντα θα υπάρχουν ένας, δυο, τρεις, τέσσερις που θα κάνουν ένα έγκλημα. Μπορεί σήμερα να το έχουν μετανιώσει. Μπορεί και όχι. [...] Ο μεγάλος μου θυμός δεν είναι γι' αυτούς. Είναι για τους πολλούς που φώναζαν στην Αγγελική -στην έγκυο Αγγελική-, στη Βιβή, στον Επαμεινώνδα “να καείτε”. […] Αυτοί που μούτζωναν τα παιδιά στα μπαλκόνια. Αυτά προσπαθούσαν να αναπνεύσουν, γονάτιζαν για μια ανάσα, και αυτοί γιούχαραν, έβριζαν και σε λίγο μπορεί να γέλαγαν ανάβοντας τσιγάρο. Οτι ξέμπλεξαν και με αυτούς τους προδότες που εκείνη την ημέρα δούλευαν αντί να διαδηλώνουν».

Την άνοιξη του 2010, ο μετέπειτα ιδρυτής του «Ποταμιού» δεν ήταν βέβαια κάποιος ουδέτερος παρατηρητής των εξελίξεων. Στο δικό του πόρταλ, το protagon.gr, διατυπώθηκε δημόσια (28/4) το αίτημα αναστολής της ισχύος του Συντάγματος από μια διευρυμένη «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», προκειμένου να παταχθούν αποτελεσματικά οι αντιδράσεις στα εθνοσωτήρια μέτρα των επερχόμενων τότε μνημονίων.

Δέκα χρόνια μετά, το φόβητρο μιας επιστροφής στο 2010-2012 φαίνεται να στοιχειώνει τη σκέψη (και την προπαγάνδα) των κυβερνώντων. Εν μέσω απελευθέρωσης των απολύσεων κι ενόψει δραστικών περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, η επίκληση των θυμάτων της «Μαρφίν», αποκαθαρμένη από κάθε συμφραζόμενο εργοδοτικής αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας, φαντάζει σαν το βολικότερο μέσο εξορκισμού που διαθέτει η σημερινή πολιτική και κοινωνική τάξη απέναντι στο φάντασμα της κοινωνικής αναταραχής που προδιαγράφεται στον ορίζοντα. Οι συνακόλουθοι δε αστικοί μύθοι επιστρατεύονται ξανά, ως γενικά παραδεκτές τάχα μου «αλήθειες», για να υπαγορεύσουν τα επιθυμητά συμπεράσματα.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ στον τόπο του εγκλήματος», τιτλοφορεί έτσι το άρθρο του στην «Καθημερινή» ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (7/5), περιγράφοντας την αξιωματική αντιπολίτευση σαν συλλογικό δολοφόνο: «Ακόμη και αν παραδεχθώ», γράφει, «ότι [ο ΣΥΡΙΖΑ] δεν καθοδήγησε τους δράστες -αν και η βλακεία και οι γκάφες δεν είναι πρώτη φορά που αποδεικνύονται δολοφονικές-, δυσκολεύομαι να αποδεχθώ ότι οι διαδηλωτές που εμπόδιζαν την πυροσβεστική και φώναζαν “αφήστε τους να καούνε”, δεν ήταν επηρεασμένοι από τη ρητορική μίσους της αντιπολίτευσης του “τότε”. Γνωρίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για τον φόνο, συμμετέχουν σε αυτόν εκ του ασφαλούς».

Δυο μέρες μετά, το σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη στην ίδια εφημερίδα βάζει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αναρωτιέται «με ποια μούτρα» θα μπορούσε τα προηγούμενα χρόνια να καταθέσει -δίχως μάσκα- στεφάνι στον τόπο του φονικού.

Μίλησε κανείς για «διχασμό»;

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)