Γιατί αρχηγέ εγώ, που με βρήκες φτωχό, απελπισμένο, φοβισμένο, αγράμματο, λούμπεν, ίσως και λίγο βλάκα, μια χαρά τα'χα με τη συνείδησή μου.
Ήξερα πως κάτι μου φταίει, δεν ήξερα τι ακριβώς, αλλά εσύ, αρχηγέ, μου τον βρήκες τον εχθρό μου. Έτσι κι αλλιώς να μισείς είναι πιο εύκολο από το να σκέφτεσαι.
Άρα κι εγώ αποφάσισα να μου φταίει για τη φτώχεια, την απελπισία, το φόβο μου ο αιγύπτιος του διπλανού μαγαζιού και όχι αυτός της Τράπεζας. Γιατί ο τραπεζίτης είναι Έλλην. Άρα φίλος.
Και κοίτα να δεις, αρχηγέ, αυτό που εμένα με κάνει ό,τι είμαι, είναι πως κουβαλάω και μαχαίρι, κι άμα λάχει το μπήγω και σε κανέναν μετανάστη, να πούμε. Μη νομίζεις δηλαδή πως κι εγώ δεν προσπάθησα να γίνω αυτό που ονειρεύτηκες. Έτσι αρχηγέ;