to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

10:11 | 29.07.2012

πηγή: https://left.gr/101

Πολιτική

Από την «επανάσταση του αυτονόητου» στη «μάχη του πρωτοφανούς»

Του Γιώργου Κατσαμπέκη



Η πρώτη μάχη που πρέπει να δώσει αυτή η κυβέρνηση είναι η μάχη του προφανούς, του αυτονόητου.


Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Αντώνη Σαμαρά και προέρχονται από την ομιλία του στις προγραμματικές δηλώσεις της (συγ)κυβέρνησης των «τριών προθύμων». Μια ομιλία η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει τον υπότιτλο «η αφόρητη πλήξη της νεοφιλελεύθερης κοινοτοπίας». Γιατί, αλήθεια, τι καινούριο μας είπε ο πρωθυπουργός, το οποίο να μη μας το έχουν ξαναπεί και οι προκάτοχοί του τα τελευταία 15-20 χρόνια; Ήδη από την οχταετία του «εκσυγχρονισμού» (για να μην επιστρέψουμε ως την τριετία Μητσοτάκη) οι κυβερνήσεις της σύγχρονης ελληνικής μεταδημοκρατίας (της «ύστερης» μεταπολίτευσης, όπως εύστοχα την οριοθετεί ο Χριστόφορος Βερναρδάκης στο τελευταίο του βιβλίο, Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010), η μία μετά την άλλη, δίνουν τη μάχη του «αυτονόητου», του «στεγνού» πραγματισμού και της αλήθειας ενάντια στο υπερφίαλο ψεύδος και τον οραματικό ουτοπισμό των ανεύθυνων λαϊκιστών.



Με τα λόγια του Α. Σαμαρά: «Ο λαός έχει ανάγκη σήμερα από τέσσερα πράγματα: Από αλήθεια. Από Προοπτική. Από Ελπίδα. Κι από κουράγιο. Από ολόκληρη την αλήθεια, όχι από “μισές αλήθειες” […]. Από χειροπιαστή προοπτική, όχι από λαϊκίστικες χίμαιρες». Μια ακόμα επανάληψη λοιπόν της γνωστής τέχνης της εκ των προτέρων υποβάθμισης της διαφωνίας και της αντιπολίτευσης σε «λαϊκισμό». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, σε αυτή τη φράση, το χειροκρότημα των βουλευτών της ΝΔ προς τον μέχρι χθες μισητό τους πολιτικό αντίπαλο, εμπνευστή αναποτελεσματικών και «υφεσιακών» πολιτικών (όπως τον χαρακτήριζε η Ν.Δ.), Ευ. Βενιζέλο, συναντά συμβολικά, αλλά και ουσιαστικά, την ολική προσχώρηση του Α. Σαμαρά και της Ν.Δ. στην οιονεί υπερβατική «αλήθεια» και τον «ορθολογισμό» των «θεραπευτικών» μνημονιακών πολιτικών.[1]



Η υπόσχεση περί «γενναίας επαναδιαπραγμάτευσης», ραχοκοκαλιά της προεκλογικής εκστρατείας της ΝΔ (αλλά και των κυβερνητικών της εταίρων) ενταφιάζεται με συνοπτικές διαδικασίες και τη θέση της παίρνει το εγχείρημα των μαζικών και άμεσων ιδιωτικοποιήσεων. Η αναγγελία μιας «πιο επιθετικής προσέγγισης» φαίνεται πως εξαντλεί την πυγμή της εδώ, δίνοντας έμφαση σε τρία στοιχεία: ιδιωτικοποιήσεις, ιδιωτικοποιήσεις και πάλι ιδιωτικοποιήσεις· ακόμα πιο πλατιές, ακόμα πιο γρήγορα, ακόμα πιο «γενναία» και ανυποχώρητα, ώσπου να μην υπάρχει πια δημόσιο αγαθό, ώσπου να απαξιωθεί εντελώς η έννοια του «κοινού». Παραβλέπεται εδώ πως ήδη από την οχταετία του «εκσυγχρονισμού» (1996-2004) ακολουθούμε έναν μάλλον ταχύ ρυθμό ιδιωτικοποιήσεων, ο οποίος διόλου δεν ανακόπηκε την πενταετία Καραμανλή (2004-2009). Ποια ήταν άραγε τα κέρδη για τον λαό; Το επίσης κοινότοπο επιχείρημα πως το νεοφιλελεύθερο δόγμα της απελευθέρωσης και της απορρύθμισης δεν εφαρμόστηκε με αρκετή συνέπεια και πυγμή προβάλλει μονότονα ως ανεπαρκής δικαιολόγηση της αναποτελεσματικότητας ενός ιστορικά αποτυχημένου μοντέλου, που φέρνει τη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων, κοινωνική εξαθλίωση,  ύφεση και ανεργία. Η Ελλάδα των Μνημονίων συνιστά ήδη ζωντανό παράδειγμα προς αποφυγή — κάτι που επιφανείς οικονομολόγοι, που μόνο ως «αριστεριστές» δεν θα χαρακτήριζε κανείς, το έχουν σημειώσει επανειλημμένα.



Πώς να κατανοήσουμε όμως αυτό τον αναμηρυκασμό κοινοτοπιών από τη νέα κυβερνώσα ελίτ και πώς μπορεί να εξηγηθεί η σπασμωδικότητα των πρώτων ημερών της; Ένας κρίσιμος παράγοντας είναι ο φόβος. Οι σημερινοί διαχειριστές της εξουσίας δείχνουν φοβισμένοι. Και οι πρώτες ημέρες της διακυβέρνησής τους είναι εξόχως αποκαλυπτικές επί τούτου: παραιτήσεις υπουργών και υφυπουργών, άστοχες κινήσεις ως προς την εκπροσώπηση της χώρας στη Σύνοδο Κορυφής, αντιφατικές (και σε ορισμένο βαθμό αλληλοαναιρούμενες) δηλώσεις των τριών πολιτικών αρχηγών και του Γ. Στουρνάρα, κυνικές ομολογίες για τα προεκλογικά τους ψεύδη («δεν καταργούμε το χαράτσι», «δεν επαναδιαπραγματευόμαστε» κ.λπ.). Δείχνουν φοβισμένοι και βιάζονται να εφαρμόσουν ό,τι προλαβαίνουν από τα Μνημόνια, καθώς πιθανότατα αναγνωρίζουν έναν –υπό συγκρότηση– απειλητικό κοινό εχθρό. Και αν κατονομάζουν ως εχθρό τον «ανεύθυνο» ΣΥΡΙΖΑ και την κοινωνική δυναμική που φαίνεται να τον ενισχύει το τελευταίο διάστημα, αυτό μας δίνει μόνο ένα κομμάτι της πηγής τούτου του φόβου.



Ο πραγματικός εχθρός των δυνάμεων της τάξης και της υπευθυνότητας, των δυνάμεων της συντήρησης με την αυστηρή έννοια του όρου, είναι μια υπό διαμόρφωση νέα κοινωνική πλειοψηφία. Μια πλειοψηφία που χτίζει (ή επιχειρεί να χτίσει) τον κοινό της δεσμό στη βάση κοινών ελλείψεων και ματαιώσεων· που συγκροτείται (ή παλεύει να συγκροτηθεί) στη βάση μιας δύσκολης συνεύρεσης και προχωρά, συχνά σκοντάφτοντας, αλλά με πείσμα, με τις αβεβαιότητες και τις ανασφάλειές της, με πολλές αντιφάσεις, αλλά και με τη γλυκιά αισιοδοξία εκείνων που δεν έχουν πια να χάσουν τίποτα και ζητάνε το «αδύνατο» ακριβώς επειδή είναι ρεαλιστές. Ζητάνε να εισβάλλουν στην πολιτική· σε ένα πεδίο από το οποίο χρόνια τώρα τους έχει εκτοπίσει η μεταπολιτική κουλτούρα του κυρίαρχου λόγου. Θα μπορούσαμε ακόμα να κατανοήσουμε αυτό το υπό διαμόρφωση συλλογικό υποκείμενο ως εκείνο που ο Ρανσιέρ περιγράφει ως «μέρος χωρίς μέρος», ως την αξερίζωτη δυνατότητα διατάραξης κάθε παγιωμένης τάξης (order) από συλλογικά υποκείμενα που δεν αρκούνται απλώς να υποβάλλουν αιτήματα σε μιαν ανώτερη αρχή, αλλά ζητάνε να την ανατρέψουν, ζητάνε μια ριζική αλλαγή παραδείγματος και επιδιώκουν τη ρήξη· απαιτούν πια το μέρος τους και το απαιτούν για όλους.



Η υπάρχουσα πολιτική τάξη, ο τρεκλίζων συνασπισμός εξουσίας που στη βαθιά μεταδημοκρατική του μετάλλαξη φέρνει στην ίδια κυβερνητική στέγη πρώην τσεκουροφόρους της Ακροδεξιάς και νοσταλγούς της Χούντας με πολιτικούς που μέχρι χθες στεκόντουσαν απέναντι στον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, μιλώντας για τον δημοκρατικό/σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας, όχι μόνο θέτει πλατιές κοινωνικές ομάδες στο κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο, αλλά φτάνει να απειλήσει και την ίδια τους την επιβίωση· προβάλλει, θα λέγαμε, μια ριζική άρνηση στους απόκληρούς του. Αρκεί μια ματιά στους χιλιάδες άστεγους, τους τοξικομανείς που δύσκολα βρίσκουν πια διέξοδο στις δομές των σκληρά πληττόμενων ΚΕΘΕΑ και ΟΚΑΝΑ και περιφέρονται ως «ζωντανοί νεκροί» σε πλατείες και σοκάκια της πόλης («βρωμίζοντας», όπως λένε κάποιοι με περισσή αναλγησία, τις κάποτε «καθαρές» γειτονιές μας), στους μετανάστες που αναζητώντας ένα πιο ανθρώπινο αύριο στην «ευρωπαϊκή» Ελλάδα κατέληξαν κυνηγημένοι από τους μαχαιροβγάλτες της νεοναζιστικής ακροδεξιάς. Αρκεί να μετρήσει κανείς τις καθημερινές πλέον αυτοκτονίες συμπολιτών μας για οικονομικούς λόγους ή λόγους αξιοπρέπειας, τους άνεργους στις ατέλειωτες ουρές του ΟΑΕΔ, τους ασφαλισμένους που στερούνται δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κι ας πλήρωναν χρόνια τώρα τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Κι ας μην ξεχνάμε, τέλος, τα εκκαθαριστικά που αυτές τις μέρες εισβάλλουν στα σπίτια ζητώντας απίστευτα ποσά από οικογένειες που μετά βίας τα βγάζουν πέρα, την ίδια στιγμή που ο κάθε εκατομμυριούχος εφοπλιστής μπορεί εκ τους ασφαλούς να δηλώνει «Φορολογήστε με, αν με βρείτε!».



Αυτό το «τραύμα του πραγματικού» όμως, αυτή η ανοιχτή κοινωνική «πληγή», δεν ενσωματώνεται εύκολα πλέον στον κυρίαρχο λόγο, ο οποίος βιώνει τη βαθιά και ριζική του εξάρθρωση. Δεν αρκεί σήμερα ούτε η από «τα πάνω» διασπορά της συλλογικής ενοχής («όλοι μαζί τα φάγαμε»), ούτε το χάπι/όπιο του πατριωτισμού και της «εθνικής συν-ευθύνης», ούτε οι μαζικές/μηντιακές εκστρατείες φόβου και κατατρομοκράτησης των «από κάτω». Στερεύουν, με άλλα λόγια, τα εργαλεία βιοπολιτικού ελέγχου και πειθάρχησης που επιστράτευσε συστηματικά τα τελευταία χρόνια η άρχουσα τάξη.



Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως η συμπιεσμένη συλλογική οργή και αγανάκτηση θα μας βγει κατ’ ανάγκην σε καλό. Δεν σημαίνει πως προδικάζεται η εκ βάθρων ανατροπή του status quo σε μια ριζικά εναλλακτική δημοκρατική/προοδευτική κατεύθυνση, προς τη χειραφέτηση των πολλών και την εμπέδωση της ισοελευθερίας. Και κάπου εδώ συναντιόμαστε με ένα σημαντικό στοίχημα για όλους και όλες μας: Πώς να διοχετευτεί το υπαρκτό συλλογικό «θυμικό απόθεμα» της κοινωνίας σε θετικά/δημιουργικά προτάγματα, πώς να μπολιαστεί το συλλογικό φαντασιακό εκ νέου με τις αξίες της ισότητας, της αλληλεγγύης και του δημοκρατικού αγωνισμού, πώς να μετουσιωθεί η οργή και η εχθρότητα σε δύναμη συμμετοχής και συμπερίληψης, πώς να πείσουμε τον κόσμο να αρνηθεί την εύκολη εκτόνωση σε ανυπεράσπιστους αποδιοπομπαίους τράγους, πώς να προλάβουμε καταστροφικούς κοινωνικούς αυτοματισμούς, πώς να «ανακαταλάβουμε» (όχι τις πόλεις, αλλά) τις ζωές μας. Να ένα στοίχημα (στην πραγματικότητα, η σύνθεση πολλών στοιχημάτων) που αξίζει και πρέπει να κερδηθεί.



Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος δρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ



Φωτογραφία: Μαν Ρέι, “Το ποτάμι”, 1912

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)