to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Απλή αναλογική, σύνθετες πλειοψηφίες

Η πολιτική συμμαχιών είναι ανάγκη να μην παρακολουθεί παθητικά πού «θα κάτσει η μπίλια». Οφείλει να είναι παρεμβατική σε όλα τα επίπεδα, ώστε να διαμορφώνει τις εν δυνάμει σύμμαχες πολιτικές δυνάμεις.


Την τελευταία φορά που η αριστερά είχε, θεωρητικά τουλάχιστον, τη δυνατότητα να νομοθετήσει την απλή αναλογική, που ανέκαθεν διεκδικούσε ως εκλογικό σύστημα, κατέληξε να ισχυριστεί ότι «δεν πρόκανε» να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της (διά στόματος Χαρίλαου Φλωράκη). Απ’ ό,τι διαφαίνεται, αυτή τη φορά η κυβερνητική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγοι προσανατολίζεται να αλλάξει τον εκλογικό νόμο προς την κατεύθυνση της απλής αναλογικής. Όσο πιο κοντά φτάσει σ’ αυτή, τόσο πιο πιστή θα αποδειχθεί στις επαγγελίες που τη χαρακτήριζαν, όταν δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα διεκδικούσε την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο.

Θα πρότεινα να μην ασχοληθούμε εδώ με την ακριβή μορφή που θα όφειλε να έχει ο νέος εκλογικός νόμος. Όχι επειδή δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες, εκεί άλλωστε κρύβεται συνήθως ο διάβολος, αλλά γιατί υπάρχει ένα μείζον προαπαιτούμενο. Το εξής απλό: η απλή αναλογική –περισσότερο από κάθε άλλο σύστημα– προϋποθέτει τη σοβαρή και έγκαιρη επεξεργασία μιας πολιτικής συμμαχιών άξιας του ονόματός της και όχι της τελευταίας στιγμής.

Όχι πως η αριστερά δεν οφείλει σε κάθε εκλογική αναμέτρηση να επιζητεί την καλύτερη δυνατή καταγραφή της δύναμής της ή ακόμα και να διεκδικεί στην πράξη την πλειονότητα του εκλογικού σώματος και την πλειοψηφία στη βουλή, καθώς και μέσα στην κοινωνία η επιδίωξή της είναι να επιτύχει πλειοψηφική συσπείρωση κοινωνικών δυνάμεων. Και οφείλει να το κάνει αυτό με τον πιο σαφή και πολιτικό τρόπο, δηλαδή να το αιτείται από την κοινωνία και το εκλογικό σώμα ως προϋπόθεση για την πιστότερη εφαρμογή τού προγράμματός της.

Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει πως ένα σύστημα απλής αναλογικής συνήθως δεν δίνει βουλή με αυτοδυναμίες ή σχεδόν αυτοδυναμίες. Αντίθετα, ευνοεί –και επιτρέπει– και στις μικρότερες πολιτικές δυνάμεις να εκπροσωπηθούν στη βουλή και, επομένως, να διεκδικήσουν και να έχουν ρόλο στο σχηματισμό της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Υπάρχει πολιτική συμμαχιών;

Τι βάζουμε, όμως, κάτω από τον τίτλο «πολιτική συμμαχιών»; Προφανώς, κάτι πολύ περισσότερο από ένα πρόχειρο σχέδιο πιθανών συνεργασιών με στόχο την επίτευξη του μαγικού αριθμού 151 εδρών. Πρώτα πρώτα, κάτω από αυτό τον τίτλο μπαίνει το πρόγραμμα του κόμματος της αριστεράς που επεξεργάζεται την πολιτική των συμμαχιών. Ακέραιο το πρόγραμμά του. Τόσο για να το γνωρίζουν οι πολίτες, όσο και για να το έχουν υπόψη τους οι πιθανοί αυριανοί σύμμαχοί του. Με βάση αυτό κατεβαίνει στην εκλογική μάχη και διεκδικεί την πλειοψηφία. Διευκρινίζοντας με ανάλογη σαφήνεια ότι κάθε μονάδα που χάνει, είναι ίσως και μια απώλεια στο προγραμματικό πεδίο.

Κάτω από τον ίδιο τίτλο μπαίνει, επίσης, και η σαφής δήλωση πρόθεσης ότι, σε κάθε περίπτωση, το κόμμα της αριστεράς είναι ανοιχτό σε συνεργασίες μετεκλογικές με δυνάμεις που θέλουν υπό όρους να συμπράξουν μαζί του για την αποτελεσματική προώθηση της εφαρμογής ενός κοινού προγράμματος –ακόμη κι αν έχει εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη. Πολύ περισσότερο αν χρειάζεται και τη συμβολή άλλου ή άλλων κομμάτων για την εξασφάλισή της. Σ’ αυτό το πεδίο, ένα κόμμα της αριστεράς που διεκδικεί την κυβέρνηση, οφείλει να καταγράψει και να κάνει ευρύτατα γνωστές τις θέσεις του που θεωρεί αδιαπραγμάτευτες και τις θέσεις εκείνες που μπορεί να θέσει υπό συζήτηση, προκειμένου να υπάρξει μια αναγκαία συνεργασία.

Διαμορφώνοντας τους συμμάχους

Όμως, μια ενεργός πολιτική συμμαχιών δεν μπορεί να αρκεστεί σε αυτά. Ιδιαίτερα σε συγκυρίες σαν τη σημερινή, όπου η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού δεν είναι θεωρητική υπόθεση αλλά ζέουσα πραγματικότητα, που αντανακλά κοινωνικές μετακινήσεις και ιδεολογικές μετατοπίσεις, η πολιτική συμμαχιών είναι ανάγκη να μην παρακολουθεί παθητικά πού «θα κάτσει η μπίλια». Οφείλει να είναι παρεμβατική σε όλα τα επίπεδα, ώστε να διαμορφώνει τις εν δυνάμει σύμμαχες πολιτικές δυνάμεις. Να αποτρέπει τις δυσμενείς μετακινήσεις δυνάμεων προς τα δεξιά, να βάζει φραγμό στις προσπάθειες της δεξιάς να βάλει πόδι σε διεκδικούμενους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, ή να υπονομεύσει συσπειρώσεις διαθέσιμες να συνεργαστούν με την αριστερά.

Για παράδειγμα, δεν πρόλαβε να βγει νέος πρόεδρος της ΝΔ ο κ. Μητσοτάκης, που διεκδικεί να εκφράσει και τμήμα του κέντρου, και καταγράφηκαν ήδη δύο σαφείς τάσεις στον ενδιάμεσο μεταξύ δεξιάς και αριστεράς χώρο: η μία επιλέγει τη σύμπλευση με τη ΝΔ ως μεταρρυθμιστική δύναμη, η άλλη επιχειρεί να οριοθετήσει βασικά τμήματα του χώρου αυτού και να υπερασπίσει το έδαφός τους από τις επιθέσεις της ΝΔ. Χαρακτηριστικές από την άποψη αυτή ήταν οι αντιδράσεις τόσο της κ. Γεννηματά στα «καλά λόγια» του κ. Γρηγοράκου για τον νέο πρόεδρο της ΝΔ, όσο και η ακριβώς αντίθετη αντίδραση του κ. Φωτήλα από το Ποτάμι, που βιάστηκε να δηλώσει τις προτιμήσεις του («πρέπει να βοηθήσουμε και να ενισχύσουμε τον Κυριάκο, αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερο από αυτά που μας χωρίζουν». Στάση που επικρότησε και ο κ. Θεοδωράκης κατά την πρώτη συνάντησή του με τον νέο πρόεδρο της ΝΔ.

Δηλωτικές των προθέσεων του, όμως, ήταν και οι δηλώσεις του κ. Βενιζέλου, που φαίνεται να ανησύχησε από την αποστροφή της κ. Γεννηματά ως προέδρου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης: «Μας χωρίζει άβυσσος από τη ΝΔ». Ο κ. Βενιζέλος, πιστός στην πολιτική που ακολούθησε τα τελευταία χρόνια, επιχειρεί να ανατρέψει αυτή τη στάση λέγοντας ότι «άβυσσος μας χωρίζει από τη ΧΑ, τις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, από το λαϊκισμό», ανοίγοντας έτσι την πόρτα στη διαιώνιση της συνεργασίας με τη ΝΔ με στόχο «μια κυβέρνηση ευρύτατης συνεργασίας των δημοκρατικών, φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων χωρίς αποκλεισμούς», δηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την πρόθεσή του να προσαρτήσει το κέντρο στη ΝΔ στη βάση μιας στρατηγικής συνεργασίας και όχι ευκαιριακής, για «τη σωτηρία της χώρας», όπως ισχυριζόταν ως τώρα.

Σκηνές από το άμεσο μέλλον

Όλα αυτά αποτελούν μια πρόγευση από όσα πρόκειται να συμβούν το αμέσως επόμενο διάστημα, καθώς εντείνονται οι διεργασίες και οι ζυμώσεις και αντιπαραθέσεις σ’ αυτό τον ευμετάβλητο χώρο. Μια σοβαρή, δημοκρατικά συζητημένη και επεξεργασμένη παρεμβατική πολιτική συμμαχιών της αριστεράς οφείλει όχι απλώς να παρακολουθεί αυτές τις εξελίξεις, αλλά και να τις διαμορφώνει όσο μπορεί με τις πρωτοβουλίες της. Πρωτοβουλίες που δεν μπορεί να περιορίζονται στη φιλοδοξία να αποκομίσει και η αριστερά ένα κόκαλο από το διαμελισμό των κεντρώων σχημάτων, αλλά να χαρακτηρίζονται από τη στρατηγική στόχευση της διάνοιξης ιδεολογικής και πολιτικής τάφρου ανάμεσα στις επιδιώξεις της νεοφιλελεύθερης δεξιάς υπό την ηγεσία του κ. Μητσοτάκη και της υπό διαμόρφωση κεντρώας παράταξης, που, σε αντίθεση με την πρόσφατη περίοδο, στην Ελλάδα και την Ευρώπη είχε παράδοση συνεργασίας με την αριστερά.. Αντίστοιχα ζητήματα μπορεί να εντοπιστούν και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος για συνεργασίες με μικρότερες δυνάμεις της αριστεράς, που μόνο αυτονόητες δεν είναι. Αν δεν δημιουργήσεις εσύ τη μοίρα σου, θα τη γράψουν άλλοι για λογαριασμό σου.

Πόσο σημαντικό, θεμελιακό και στοιχειώδες είναι αυτό, μπορεί να το αντιληφθεί κάποιος, αν σκεφτεί ότι είναι καταφανώς αναντίστοιχο με τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης να στηρίζεται η αριστερά του 35% σε ένα θηριώδες μπόνους και ταυτόχρονα να επιχειρεί ανατροπές που συχνά βρίσκουν απέναντι το υπόλοιπο 64% του πολιτικού φάσματος. Οι εφευρέτες εκλογικών συστημάτων μπορεί να λύνουν συγκυριακά προβλήματα, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης. Αυτοί ανατρέπονται με τη βοήθεια της άσκησης ηγεμονικής πολιτικής και στο πεδίο της πολιτικής συμμαχιών.

Είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις κυβερνησιμότητας για την αριστερά που θέλει να αφήσει το ίχνος της και όχι απλώς να διεκδικεί μερίδιο νομής της εξουσίας.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)