to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Αντίποδες: ένας κόμβος βιβλίων, ιδεών, ανθρώπων

Με την ευκαιρία της γιορτής των Αντιπόδων για τον έναν χρόνο λειτουργίας τους, ο Κώστας Σπαθαράκης συνομιλεί με τον Στρατή Μπουρνάζο για τον εκδοτικό τους οίκο, που μέσα σ' ένα χρόνο κατάφερε να αποκτήσει στίγμα και ταυτότητα και να κερδίσει τους αναγνώστες, για τη συγκυρία, την ελληνική λογοτεχνία, τα συλλογικά εγχειρήματα και τους αναγκαίους κόμβους διαλόγου, για τα μελλοντικά σχέδια των Αντιπόδων και άλλα πολλά...


Φαντάζομαι ότι θα έχετε ακούσει τα ονόματα του Θοδωρή Δρίτσα και του Κώστα Σπαθαράκη. Αν όχι, θα ξέρετε τους Αντίποδες, τον εκδοτικό τους οίκο· και αν δεν τον ξέρετε (εδώ θα αρχίσω να γίνομαι καχύποπτος), σίγουρα θα έχετε διαβάσει το Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, το Περί βάθους του Αλεξάντερ Πόουπ, τον Κύριο Δ* του Άγη Πετάλα, το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ του Γκαζντάνοφ ή θα έχει πέσει στα χέρια σας (καθώς μόλις κυκλοφόρησαν) η Δύσκολη τέχνη του Δημήτρη Ελευθεράκη, τα Αυτόματα του Κώστα Περούλη ή το Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι του Τζωρτζ Στάινερ. Πέρα από τις εξαιρετικές μεταφράσεις και την απέριττη έκδοση, είναι κάτι άλλο εκείνο που κάνει αυτό τον εκδοτικό οίκο να ξεχωρίζει και να τον αγαπάμε. Διαβάζοντας όσα μου είπε ο Κώστας Σπαθαράκης (μεταξύ άλλων, παλιός φίλος και παλιό μέλος της Συντακτικής των «Ενθεμάτων»), νομίζω θα νιώσετε αυτήν τη φλόγα που καίει και κάνει τους Αντίποδες να λάμπουν και να βγάζουν τέτοια βιβλία.

Στρ. Μπ.

Θα ξεκινήσω, κατευθείαν (και θα πούμε μετά πώς ξεκινήσατε κλπ.) λέγοντας πόσο ωραίο και σημαντικό θεωρώ αυτήν τη δύσκολη εποχή να υπάρχουν καινούργιοι εκδοτικοί οίκοι, σαν τους Αντίποδες, που βγάζουν καλά και ωραία βιβλία.

Προφανώς είναι σημαντικό να έχουμε, σε μια κατάσταση καταθλιπτική και πιεστική, καταφύγια ή σημεία παρηγοριάς. Είναι όμως λίγο περίεργο όταν το κάνεις εσύ αυτό, όταν έχεις μια σχεδόν ιδιοτελή χαρά από αυτό. Γιατί αυτή δηλητηριάζεται ή έχει κάτι μάταιο, αφού το να αντλείς αισθητική απόλαυση από τη λογοτεχνία ή από ένα εξώφυλλο –που ασφαλώς αντλείς–, τη στιγμή που δίπλα σου πνίγονται άνθρωποι έχει, κατά βάθος, κάτι το ανήθικο. Ή, για να το πω αλλιώς, είναι σίγουρα προβληματικό το να έχεις συνεχώς το νου σου στα βιβλία, στις διορθώσεις, στα εξώφυλλα, στα οπισθόφυλλα, στην επιμέλεια ενός κειμένου, ενώ γύρω σου ανοίγονται ρήγματα και χάσματα και τα πράγματα δυσκολεύουν για πολλούς. Υπάρχει εδώ ένα εστέτ στοιχείο, το οποίο δεν μας εκφράζει και δεν είναι η λογική μας. Ισχύει ότι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες πρέπει να συνεχίσεις να κάνεις σωστά τη δουλειά σου, όταν όμως επίκειται το ναυάγιο, είναι λίγο άχαρο να κάνεις σαν την μπάντα του Τιτανικού, που παίζει βαλσάκια μέχρι την τελευταία στιγμή. Το επόμενο βιβλίο μας, Ναυάγιο με θεατή του Χανς Μπλούμενμπεργκ, πραγματεύεται ακριβώς αυτό αναλύοντας την ιστορία της μεταφοράς του ναυαγίου.

Εμείς πάντως κρατηθήκαμε και ψυχικά απ’ αυτήν τη δουλειά. Το να βγάζεις βιβλία δίνει ένα σημάδι φωτεινό και μια δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους, η οποία ανοίγεται ξαφνικά. Πώς το διαχειριζόμαστε; Η στάση μας αλλάζει συνεχώς, δεν είναι σταθερή, μπορώ όμως να σου πω ότι προσπαθεί κανείς να απορροφηθεί όσο περισσότερο γίνεται απ’ αυτό που κάνει, κλείνοντας λίγο τα μάτια στα γύρω-γύρω και μετά, όταν τα ξανανοίξει, τρομοκρατείται και τα ξανακλείνει· βρίσκεται κανείς μονίμως σε αυτήν τη διελκυστίνδα.

Είπες πριν ότι κρατηθήκατε ψυχικά. Ωστόσο πέρσι τον Δεκέμβρη, όταν ξεκινούσατε, ζούσαμε σε άλλο κλίμα, ελπίδας, προσμονής, με την επικείμενη έλευση του ΣΥΡΙΖΑ. 

Σίγουρα, υπήρχε μια μεγάλη προσδοκία η οποία δεν αφορούσε μόνο τα κυβερνητικά πράγματα. Η προσδοκία ήταν ότι θα δούμε να παίζουν ρόλο και να κινητοποιούνται δυνάμεις και χώροι τους οποίους θεωρούμε πιο δημιουργικούς, πιο επαρκείς στη δουλειά τους, με μια διαφορετική λογική. Αυτό δεν το είδαμε, και αντ’ αυτού είδαμε να αποστρατεύονται άνθρωποι, να απογοητεύονται, να βουλιάζουν στο τέλμα που γνωρίζουμε πολύ καλά όλα τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει μια αίσθηση ματαιότητας, η οποία διαποτίζει κατεξοχήν τα γράμματα, ένα χώρο που, παρά τις περί του αντιθέτου προκαταλήψεις, είναι πολύ ευαίσθητος σε σχέση με όσα συμβαίνουν. Από την άλλη, η γενικότερη κρίση στο χώρο του βιβλίου, των τεχνών και του πολιτισμού εν γένει έστρεψε τα φώτα και σε μικρότερα εγχειρήματα.

Πώς το εννοείς αυτό; 

Πρώτα από όλα, η κρίση που επηρέασε τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους άφησε λίγο χώρο στον πάγκο και για άλλους τίτλους εκτός από τους δικούς τους. Ωστόσο, πρόκειται για κάτι πιο βαθύ: έχει κανείς την αίσθηση ότι έσπασαν οι δεσμοί που συνέδεαν ένα κομμάτι του αναγνωστικού κοινού με τις επιλογές και τις κατευθύνσεις των παραδοσιακών εκδοτικών οίκων, και έτσι διανοίχθηκε ένας χώρος, αισθητικός και πνευματικός, που μπορεί να καλλιεργηθεί.

Το δεύτερο είναι ότι, και αγοραστικά και αναγνωστικά, το διαθέσιμο εισόδημα και ο διαθέσιμος χρόνος έπρεπε να στραφεί σε πράγματα που είναι απαραιτήτως καλά. Γίναμε όλοι λίγο πιο απαιτητικοί αναγνώστες, λίγο πιο ζόρικοι με τα πράγματα που μας αφήνουν αδιάφορους, που τα βαριόμαστε κ.ο.κ. Δεν έχουμε την ανεκτικότητα να πούμε «καλό κι αυτό»· αναζητάμε κάτι που πραγματικά έχει αξία ή που μας δίνει μια καινούρια προοπτική. Άρα, εκεί υπάρχει για μας ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, να το πω έτσι, γιατί μπορούμε να κινηθούμε πιο πολύ διαισθανόμενοι τη συγκυρία, ψάχνοντας όσα γίνονται γύρω μας, προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τις υπόγειες διαδρομές. Νομίζω το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου ήταν μια τέτοια επιβεβαίωση αυτής της διαίσθησης.

Με πανηγυρικό τρόπο, θα έλεγα. Διαβάστηκε, συζητήθηκε, αγαπήθηκε, βρίσκεται ήδη στην έκτη του έκδοση, έγιναν παρουσιάσεις του σε όλη την Ελλάδα…

Ναι, υπήρξε μια κινητικότητα γύρω από το βιβλίο, η οποία δεν περιορίστηκε στην Αθήνα. Το θέλαμε, γιατί δημιουργεί κανείς δεσμούς με ανθρώπους, με βιβλιοπωλεία και αναγνώστες και εκτός Αθήνας. Και το θεωρούμε σημαντικό να βγαίνουμε από τον κλειστό κύκλο μεταξύ Εξαρχείων και Κολωνακίου, από το χώρο δηλαδή που παραδοσιακά κινούμαστε. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Παπαμάρκος μεγάλωσε στη Μαλεσίνα. Πολλοί από τους νεότερους λογοτέχνες προέρχονται από την επαρχία. Υπάρχει εκεί μια δυναμική η οποία δεν εκφράζεται όπως παλιότερα με περιοδικά ή με μια γενικότερη πνευματική κινητικότητα, ωστόσο έχει δημιουργικές εκρήξεις, παρότι αυτές εντέλει εκφράζονται –και εκδίδονται– στην Αθήνα. Δεν λέω ότι γίνεται καμιά κοσμογονία, αλλά υπάρχει κάτι με το οποίο δεν έχουμε πραγματικά επαφή.

Ποια στοιχεία αυτού του δυναμικού πιστεύεις ότι έδωσαν ώθηση στο Γκιακ

Το Γκιακ επιβεβαίωσε κατά κάποιον τρόπο τις δικές μας διαισθήσεις. Παρότι δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το εύρος της επιτυχίας του, πιστεύαμε στο βιβλίο αυτό, με την εξής έννοια: θεωρούσαμε ότι θα συγκεντρώσει και θα κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός μέρους του αναγνωστικού κοινού που δεν διαβάζει νεοελληνική λογοτεχνία. Και αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό: σημαντικό κομμάτι της κίνησης γύρω από το βιβλίο είναι οι νεότεροι αναγνώστες, οι λιγότερο ψημένοι στην ελληνική λογοτεχνία. Θεωρώ ότι αποτέλεσε έναν κρίκο στην αλυσίδα καλών βιβλίων ελληνικής λογοτεχνίας που υπάρχει τα τελευταία χρόνια. Γενικότερα υπάρχει αυτήν τη στιγμή ένα ενδιαφέρον για τα πράγματα που γράφονται σήμερα στην Ελλάδα. Έχω μια εξήγηση γι’ αυτό, παρότι το Γκιακ πολύ έμμεσα εντάσσεται σ’ αυτήν: υπάρχει ένα αίτημα κατανόησης, κατανόησης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος, η κοινωνία μας και η ιδιωτικότητά μας. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, γιατί βρισκόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση και, τέλος πάντων, να βρούμε πατήματα και εξηγήσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Δεν είναι δηλαδή μόνο το αισθητικό κομμάτι, υπάρχει πλέον ένα γνωστικό αίτημα, που απευθύνεται στη λογοτεχνία και αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε από την αντίδραση των αναγνωστών.

Το αίτημα αυτό είναι γνωστικό, επειδή δεν περιορίζεται στην απεικόνιση της πραγματικότητας γύρω μας, δεν ικανοποιείται με την περιγραφή και την καλή ιστορία. Περισσότερο αφορά την αποτύπωση των αισθήσεων και της ατμόσφαιρας που μας περιβάλλει, αλλά σπάνια τη βλέπουμε να αποτυπώνεται λογοτεχνικά. Η αποτύπωση αυτή υιοθετεί πιο έμμεσους τρόπους, δεν συγκροτείται θεματικά, δεν επικεντρώνεται στη ρεαλιστική απεικόνιση, ούτε περιορίζεται σε ένα είδος λογοτεχνίας της κρίσης· ακολουθεί παρακαμπτήριες οδούς.

Είναι ένα ερώτημα, γιατί ελκύει, και μάλιστα νέους αναγνώστες, ένα βιβλίο που μιλάει για το 1922; Είναι άραγε οι μνήμες της Μικρασίας; Νομίζω ότι πολύ περισσότερο είναι μια μεταφορά τους στο σήμερα, όπως την κάνει κάθε αναγνώστης στο μυαλό του. Και να σου πω ότι έχω φίλους, πιστούς αναγνώστες του, που αναρωτιούνται «πότε θα γράψει ο Παπαμάρκος τη συνέχεια, για τον 21ο αιώνα».

Ο Παπαμάρκος λέει ότι η Mικρασία είναι ένα μεταιχμιακό σημείο. Η ελληνική κοινωνία βγαίνει από μια κατάσταση και εισέρχεται σε μια άλλη μέσω του πολέμου και μέσω της εμπειρίας του τραύματος. Αυτή την αίσθηση της τραυματικής ιστορικότητας την έχουν πολλοί γύρω μας, όλοι επιστρέφουμε κατά κάποιο τρόπο από μια χαμένη μάχη. Προφανώς δεν συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο που η τριλογία του Τσίρκα απεικονίζει την ιστορία της Αντίστασης στη Μέση Ανατολή, δεν είναι άμεση η σύνδεση. Αυτό όμως που προσπαθώ να πω είναι ότι σε μεγάλο βαθμό η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας δεν έχει κατορθώσει ως τώρα να δώσει αυτό το στοιχείο εμπλοκής που απαιτείται για να είναι πειστική. Το βιβλίο του Άγη Πετάλα Η δύναμη του κυρίου Δ.* θα έλεγε κανείς ότι είναι πολύ πιο κοντά σε ό,τι θα ονομάζαμε λογοτεχνία της κρίσης. Και σε αυτό όμως βλέπει κανείς ότι ο τρόπος της απεικόνισης δεν είναι άμεσος, συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο: μια ακραία αποστασιοποίηση, μέσα από την οποία ξαναμπαίνουν θέματα που μας είναι οικεία από την καθημερινότητα ή τη συγκυρία.

Για να μείνω στα της σύγχρονης παραγωγής, έχει ενδιαφέρον ότι όταν μιλάμε για την ελληνική λογοτεχνία κομπιάζουμε ήδη στον όρο. Μιλάμε για «νεοελληνική λογοτεχνία», για «σύγχρονη παραγωγή», για «νέους συγγραφείς» ή συζητάμε για την «ελληνική λογοτεχνία» εν γένει, πράγμα εξίσου ασαφές με τα προηγούμενα. Δεν υπάρχει ένα οριοθετημένο πεδίο. Είναι ένας χώρος πολύ ρευστός, ο οποίος καλύπτεται πίσω από τους όρους της «γενιάς», της «φουρνιάς» κ.ο.κ., των «νέων συγγραφέων», που μπορεί να αφορά είτε νέους ηλικιακά είτε ανθρώπους που εκδίδουν για πρώτη φορά, κι ας είναι πενήντα χρονών…

Σε όλο αυτό το σώμα της παραγωγής, υπάρχουν αποκλίνουσες γραμμές, τα βιβλία δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι λοιπόν αναγκαίο να αρχίσουμε να συζητάμε με όρους αισθητικούς και όχι γραμματολογικούς. Αντί δηλαδή για το κλασικό σχήμα μιας νέας γενιάς δημιουργών που έχει κοινά χαρακτηριστικά, πρέπει να αρχίσουμε να δημιουργούμε στο κεφάλι μας σχήματα τα οποία θα μας βοηθήσουν περισσότερο και να ερμηνεύσουμε φαινόμενα σαν το Γκιακ ή βιβλία που θεωρούμε σημαντικά ή μας έδωσαν κάτι καινούριο. Το καινούριο δεν είναι ηλικιακό ή γενεακό, προέρχεται από την προσπάθεια αξιοποίησης και διερεύνησης δρόμων που δεν είχαν ως τώρα δουλευτεί αρκετά…

Πώς επικοινωνεί το εκδοτικό σας εγχείρημα με αυτό το δυναμικό; 

Κάτι που διαπιστώνουμε εμπειρικά γύρω μας συνεχώς είναι πως υπάρχει ένα πνευματικό δυναμικό το οποίο αναζητά χώρους έκφρασης. Κατά κανόνα, ναι, οι άνθρωποι στους οποίους αναφέρομαι είναι νέοι. Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι προφανώς έχουν βρει τις διόδους και τους εκφραστικούς τους δρόμους, ενώ εδώ μιλάμε για κάτι τελείως αδιαμόρφωτο ακόμα, κάτι το οποίο είναι όντως εν τη γενέσει.

Νιώθουμε ότι είμαστε κομμάτι αυτής της ατμόσφαιρας, δεν στεκόμαστε απέξω, παρακολουθώντας απλώς και επιλέγοντας. Έχουμε μια εμπλοκή εσωτερική και τα βιβλία που εκδίδουμε δεν τα αντιμετωπίζουμε μόνο με όρους αφηρημένης «ποιότητας». Έχουν δημιουργηθεί μέσα από ένα περιβάλλον που μας είναι πολύ οικείο πνευματικά, κοινωνικά, εργασιακά. Η λογική μας δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα του εκδότη που περιδιαβαίνει στον κήπο της λογοτεχνίας, κορφολογώντας και διαλέγοντας τα ωραιότερα άνθη, προκειμένου να τα εκδώσει. Είναι πιο ενεργητική η εμπλοκή που έχουμε και η εμπλοκή που ζητάμε από τους συγγραφείς μας. Θέλουμε να λειτουργούμε και ως παραγγελιοδότες, να ζητήσεις από τον άλλο αυτό που θέλεις.

Δεν έχουμε σήμερα αυτές τις διευρυμένες πνευματικές παρέες, τις λογοτεχνικές συντροφιές του παρελθόντος. Σε αυτό το αδιαμόρφωτο πεδίο οι άνθρωποι ψάχνουν σημεία προσανατολισμού και κυρίως κόμβους επικοινωνίας. Εμείς εξαρχής φιλοδοξήσαμε να λειτουργήσουμε ως ένας τέτοιος κόμβος. Θέλουμε οι Αντίποδες να είναι σημείο συνάντησης προσώπων ή ρευμάτων που προέρχονται από διαφορετικούς χώρους και διαφορετικές κατευθύνσεις.

Είναι άλλωστε πιο εύκολο να πειραματιστεί κανείς με ένα τέτοιο υλικό. Δεν πειράζει αν ένα βιβλίο δεν πάει πάρα πολύ καλά. Αν εντάσσεται σ’ αυτό το σχήμα μιας λογοτεχνίας που απευθύνεται στον δημόσιο χώρο και δεν είναι κάτι εσωτερικό ή ένας λογοτεχνικός ναρκισσισμός, εμάς μας ενδιαφέρει.

Η αρχική ιδέα –που σταδιακά θα λάβει μορφή όσο θα αυξάνονται τα βιβλία και θα μπαίνει το ένα δίπλα στο άλλο– ήταν ότι το δοκίμιο, η θεωρία, η ιστορία, πρέπει να βρουν μια θέση δίπλα στη λογοτεχνία, όπως αυτή που της επιφυλάσσουμε στο κομοδίνο μας. Τα βιβλία πρέπει δηλαδή να βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο (και μάλιστα με το ίδιο σχήμα και εμφάνιση) και γι’ αυτό ακριβώς δεν διαιρέσαμε την παραγωγή μας σε σειρές. Αυτό δεν έχει να κάνει με το μικρό μέγεθος του εκδοτικού οίκου ή με τον περιορισμένο κατάλογο, είναι μια κεντρική επιλογή. Σκεφτόμασταν εξαρχής ότι η λογοτεχνία, η θεωρία και η ιστορία πρέπει να συνυπάρχουν αναγνωστικά και ότι το κοινό έχει πλέον μια ωριμότητα απέναντι σ’ αυτό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν ισχύον πλέον οι κλασικοί ειδολογικοί διαχωρισμοί, και οι ίδιοι αναγνώστες κινούνται σε όλο το φάσμα του βιβλίου. Ο διαχωρισμός σε σειρές που λέει ότι αυτά είναι γι’ αυτούς και τα άλλα είναι για τους άλλους κατά κάποιο τρόπο νιώθουμε ότι δεν λειτουργεί πια.

Και τώρα θα κάνω την ερώτηση που κανονικά θα έκανα στην αρχή: Πώς ξεκινήσατε; 

Η ιδέα υπήρχε αρκετά χρόνια πριν. Όχι τόσο ότι θα φτιάχναμε ένα εκδοτικό οίκο, αλλά μάλλον ότι θα εκδίδαμε κάποια βιβλία που είχαμε στο νου μας ή θεωρούσαμε ωραία και σημαντικά. Δουλεύαμε ως μεταφραστές και επιμελητές, άρα είχαμε μια γνώση της διαδικασίας και μια αίσθηση της αγοράς, και πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε κάτι καλό. Κάποια στιγμή αυτό άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, ιδίως όταν αρχίσαμε να εγκαταλείπουμε τις φοβερές προγραμματικές μας ιδέες, δηλαδή τον κατάλογο των μεγάλων βιβλίων που πρέπει οπωσδήποτε να εκδοθούν. Αυτό ήταν που για πολλά χρόνια μας μπλόκαρε. Και αφεθήκαμε λίγο στη συγκυριακή διαίσθηση.

Αυτό συνδέεται και με τη στροφή από τα έξω προς τα μέσα: είναι διαφορετικό να θέλεις να αναδείξεις το τάδε σημαντικό βιβλίο φιλοσοφίας που για σένα υπήρξε καθοριστικό, και πολύ διαφορετικό να προσπαθείς να οσμιστείς τι ενδιαφέρον υπάρχει γύρω σου, αν είναι καλό, τι σε ενθουσιάζει από τα πράγματα που γίνονται δίπλα μας.

Και υπήρχε βέβαια και η Λεύγα. Ήσασταν και οι δύο μέλη της συντακτικής ομάδας και θα έλεγα ότι υπάρχουν σημεία συνέχειας, όχι ευθείας, αλλά τεθλασμένης στους Αντίποδες.

Η Λεύγα μας έδωσε δυο πράγματα: πρώτον, μια απτή επιβεβαίωση της ιδέας ότι υπάρχει ένα ενεργό περιβάλλον, ότι δεν είμαστε μόνοι μας, αποκομμένοι ειδήμονες που προσπαθούν να συζητήσουν, αλλά ο καθένας μιλά με τους δικούς του όρους. Η Λεύγα μας έδωσε μια ανοιχτή συζήτηση και τη δυνατότητα γνωριμίας με πολλούς ανθρώπους και μας έμαθε πώς να συνυπάρχουμε με αυτούς. Δεύτερον, ένα σημαντικό κομμάτι τεχνογνωσίας σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της έκδοσης και της διανομής.

Άμεση συνέχεια πάντως δεν υπάρχει μεταξύ Λεύγας και Αντιπόδων προφανώς. Η Λεύγα ήταν ένα συλλογικό εγχείρημα, ενώ οι Αντίποδες ένα σχέδιο δύο ανθρώπων που ήταν μέλη της συντακτικής ομάδας της Λεύγας.

Οι Αντίποδες μετρούν ήδη ένα χρόνο ζωής. Ποια ήταν η εμπειρία αυτού του ενός χρόνου, τι ξεχωρίζεις;

Ο χρόνος που μεσολάβησε ήταν πάρα πολύ πυκνός· και δεν το λέω μόνο πολιτικά, το λέω και ειδικά για τους Αντίποδες. Τα πρώτα μας βιβλία κυκλοφόρησαν πέρσι τέτοιες μέρες. Προφανώς η αρχική μας ιδέα ήταν πολύ πιο περιορισμένη, πολύ πιο μετριοπαθής, σε σχέση με όσα κάναμε τελικά. Η γρήγορη επιτυχία του Γκιακ και η κίνηση γύρω από τα υπόλοιπα μας επέτρεψε οικονομικά να βγάλουμε μερικά ακόμα, και μας έδωσε μια ασφάλεια, αφού επιβεβαίωνε το ενδιαφέρον γι’ αυτό που κάνουμε.

Θέλω εδώ να πω ότι μας βοήθησε πολύ μια καλή προαίρεση, ένα ενδιαφέρον που συναντήσαμε, και εγώ, το ομολογώ, δεν το περίμενα. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους κριτικούς και τους δημοσιογράφους, αλλά και όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, από τους αναγνώστες μέχρι τους ανθρώπους του βιβλίου, μέχρι τους άλλους εκδότες. Υπήρχε ένα θερμό καλωσόρισμα, που μεταφράζεται σε μια ώθηση προς τα μπρος. Αυτό που δεν ξέραμε είναι τι σημαίνει να κάνει κανείς έναν πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.

Προς το παρόν τα βιβλία μας είναι όλα σχετικά μικρά. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο για λόγους αισθητικής ή κομψότητας, έχει πολύ πρακτικές αιτίες τις οποίες θέλουμε σταδιακά να υπερβούμε. Αλλά για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητος ένας πιο ευρύς σχεδιασμός. Είναι όμως δύσκολο σήμερα να σχεδιάσει κανείς, οικονομικά, πνευματικά, αλλά και να φέρει σε πέρας τον συντονισμό των εργασιών που απαιτούνται για να βγει ένα βιβλίο.

Είμαστε άλλωστε σε μια συγκυρία τόσο ρευστή που ό,τι σήμερα φαίνεται πολύ επίκαιρο μπορεί σε ένα χρόνο να μην είναι πια. Ο σχεδιασμός όμως πρέπει να γίνει με την τωρινή αντίληψη για το τι είναι σημαντικό. Γιατί δεν συζητάμε μόνο για τα κλασικά έργα, συζητάμε για ένα καινούριο ξένο μυθιστόρημα ή ένα φιλοσοφικό έργο ή μια ιστορική μελέτη που κινείται στις κατευθύνσεις που μας ενδιαφέρουν. Γιατί δουλειά του εκδότη είναι φυσικά και το να διαλέγει, να δείχνει και να αναδεικνύει πράγματα που δεν είναι γνωστό τοις πάσι ότι είναι εκπληκτικά και μεγαλειώδη.

Στο πεδίο του σχεδιασμού αυτό που σταδιακά μαθαίνουμε είναι πώς μπορεί να κινηθεί κανείς με σχετική ασφάλεια σε πιο μεγάλες χρονικές κλίμακες.

Τα μελλοντικά σας σχέδια;

Θέλουμε σταδιακά δύο πράγματα. Πρώτον, να ανοιχτούμε λίγο περισσότερο στην ξένη λογοτεχνία. Στην κατεύθυνση αυτή, έχουμε προγραμματίσει για το καλοκαίρι την Ώρα της σταρ, ένα εξαιρετικό βιβλίο της Βραζιλιάνας συγγραφέως Κλαρίσε Λισπέκτορ, που είναι σχετικά άγνωστη στην Ελλάδα. Θα συνεχίσουμε επίσης με κάποια έργα της Φλάννερυ Ο’Κόννορ, που ακόμα είναι στο στάδιο του σχεδιασμού, και με το Θεατρικό μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ.

Μας ενδιαφέρει βεβαίως το μυθιστόρημα, και θέλουμε πολύ να βγάλουμε ένα καλό ελληνικό μυθιστόρημα. Το λέω γιατί ως τώρα έχουμε επικεντρωθεί στο διήγημα. Δεν πρόκειται όμως για μια προγραμματική επιλογή, παρότι είναι μια μορφή που αγαπάμε πολύ και θεωρούμε ότι καλλιεργείται με επάρκεια στην Ελλάδα.

Ο δεύτερος άξονας είναι να αρχίσουμε να φεύγουμε λίγο από το στενά λογοτεχνικό πεδίο. Μόλις κυκλοφόρησε το Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι; του Τζωρτζ Στάινερ, και την άνοιξη του 2016 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του Μπλούμενμπεργκ, που ανήκει στο πεδίο της θεωρίας. Έχουμε επίσης στα σκαριά ένα βιβλίο του Μιχαήλ Επστέιν, Ανθρωπιστικές εφευρέσεις και η ηθική της μοναδικότητας, που εξετάζει τη σημερινή κατάσταση των ανθρωπιστικών σπουδών με βάση τη μπαχτινική θεωρία. Και βεβαίως έχουμε μερικές πολύ καλές ιδέες στην ελληνική πεζογραφία.

* Οι Αντίποδες γιορτάζουν τον ένα χρόνο τους την Τρίτη, 29 Δεκεμβρίου, στο μπαρ Όμικρον (Λέκκα 12, Σύνταγμα) μετά τις 20:30.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)