Την τελευταία τριετία, άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης ήταν η υπερχρέωσή των νοικοκυριών, κυρίως σε τράπεζες, σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα του εισοδήματός τους. Τα μέτρα που εφαρμόζονται συρρίκνωσαν δραματικά τη δυνατότητα των νοικοκυριών να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Εικόνα πλασματικής ευημερίας
Από το 2000, όταν απελευθερώθηκε η τραπεζική πίστη, οι τράπεζες ακολούθησαν επεκτατική και επιθετική πολιτική στη χορήγηση προϊόντων στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης. Τα χαμηλά επιτόκια και οι χαλαρές διαδικασίες χορήγησης τέτοιων δανείων γρήγορα τα κατέστησαν ελκυστικά για το κοινό. Σε αυτό συνετέλεσε και η Τράπεζα της Ελλάδας, που απώλεσε τον εποπτικό και ελεγκτικό της ρόλο με δικιά της ευθύνη.
Η προσφορά τέτοιας ρευστότητας στην οικονομία απογείωσε κλάδους της, όπως ο κατασκευαστικός και γρήγορα ανέβασε τις τιμές, π.χ. των κατοικιών. Επίσης δημιούργησε πλασματική εικόνα γενικής ευημερίας, με αποτέλεσμα οι κατά κεφαλήν καταναλωτικές δαπάνες να πλησιάσουν τις αντίστοιχες προηγμένων οικονομιών. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου οι τράπεζες χορηγούσαν στεγαστικά δάνεια πέραν του 100% της τρέχουσας αξίας των κατοικιών, χρηματοδοτώντας ακόμη και τα συμβολαιογραφικά και φορολογικά έξοδα. Διαμορφώθηκε δηλαδή ένα καταναλωτικό μοντέλο, πέρα από τις δυνατότητες του κάθε νοικοκυριού.
Παρ’ όλα αυτά, το συνολικό χρέος των νοικοκυριών το 2009 υπολείπετο κατά πολύ του μέσου όρου στην ευρωζώνη, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τι συνέβη όμως και φτάσαμε στην υπερχρέωση;
Ο βασικός λόγος ήταν η δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ από τα 260 στα 200 δισ. και η συνακόλουθη μείωση των εισοδημάτων, κυρίως των λαϊκών στρωμάτων και της μεσαίας τάξης, που ήταν οι οφειλέτες των τραπεζικών προϊόντων.
Στεγαστικά δάνεια στον αέρα
Εμφανίστηκε όμως ένα νέο ποιοτικό χαρακτηριστικό. Στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όλο και μεγαλύτερο ποσοστό καταλάμβαναν πια τα στεγαστικά, τα οποία στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2012 έφτασαν περίπου στο 25%. Έτσι τα νοικοκυριά βρίσκονται προ της άμεσης απειλής πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας τους, τη στιγμή που οι τρέχουσες τιμές τους είναι πολύ χαμηλότερες από την τιμή που τις είχαν αγοράσει. Επιπλέον, αδυνατούν να πουλήσουν, προκειμένου να γλιτώσουν ένα μέρος από το κεφάλαιο που αποπλήρωσαν, αφού δεν υφίσταται πια αγορά κατοικίας.
Μέσα σε όλα αυτά, αντιμετωπίζουν και την καθημερινή όχληση των εισπρακτικών εταιρειών, που αναλαμβάνουν έναντι προμήθειας την είσπραξη των οφειλών, που εν τω μεταξύ έχουν εκτοξευθεί από τους υψηλούς τόκους υπερημερίας.
Η απειλή των πλειστηριασμών
Οι τράπεζες, κάτω από την ανάγκη τους να θεωρηθούν τα δάνεια αυτά μη επισφαλή από τις ελεγκτικές αρχές προτείνουν συνήθως διακανονισμούς με χρονική επιμήκυνση της συμβάσεως και διαφοροποίηση αύξηση του επιτοκίου (τα επιτόκια των δανειακών συμβάσεων είχαν οριστεί σε εποχές μεγάλου ανταγωνισμού των τραπεζών, και στο σύνολό τους ήταν πολύ χαμηλά). Αποτέλεσμα των διακανονισμών είναι μεν χαμηλότερη δόση, αλλά το συνολικό ποσό αποπληρωμής απογειώνεται έως και 50% υψηλότερα από το αρχικό. Οι νέες μηνιαίες δόσεις, στις πλείστες των περιπτώσεων, είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν καθώς τα εισοδήματα των νοικοκυριών υφίστανται συνεχή μείωση, δεδομένης και της υπερφορολόγησής τους.
Ορισμένες τράπεζες έχουν τιτλοποιήσει προεξοφλήσεις, κυρίως απαιτήσεις τους από στεγαστικά δάνεια, και κύριοι των δανείων αυτών εμφανίζονται πια να είναι Funds του εξωτερικού. Τα τελευταία έχουν προσλάβει μεγάλα δικηγορικά γραφεία και εταιρείες, που προτείνουν, ανάλογα με το ποσοστό της αποπληρωμής των δανείων, να ανταλλάξουν το υποθηκευμένο ακίνητο των οφειλετών, με άλλα μικρότερα και σε υποδεέστερες περιοχές.
Υπήρξαν απόπειρες διαχείρισής του προβλήματος αυτού, όπως π.χ. ο Νόμος Κατσέλη, με αποτέλεσμα να υπάρξουν προσωρινές λύσεις, ανεπαρκείς όμως ως οριστική λύση του προβλήματος. Υπήρξαν και προεκλογικές προτάσεις όλων των κομμάτων στις τελευταίες εκλογές. Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ πρότειναν χρονική επιμήκυνση με δόση όχι μεγαλύτερη από το 30% του τρέχοντος εισοδήματος, παρόμοια δηλαδή πρόταση με αυτήν των τραπεζών. Οι προτάσεις αυτές (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) ξανακούστηκαν στις προγραμματικές δηλώσεις, αλλά δεν αποτελούν, ως φαίνεται, προτεραιότητα για την κυβέρνηση.
Οι τράπεζες μπορούν να σηκώσουν το βάρος
Κάποιος θα αντιτείνει: τι θα γίνει με τη χρηματοοικονομική κατάσταση των τραπεζών; Το πρώτο που θα πρέπει να πούμε εδώ, είναι ότι τα δάνεια αυτά είναι ήδη επισφαλή και οι τράπεζες έχουν ήδη δημιουργήσει προβλέψεις για μεγάλο μέρος αυτών με συνέπεια να έχουν αναμορφώσει τα αποτελέσματά τους. Το δεύτερο είναι ότι οι ισολογισμοί των τραπεζών ορθολογικοποιούνται και οι ανάγκες τους για κεφάλαιο προσεγγίζουν την πραγματικότητα. Άρα και η όποια νέα χρηματοδότησή του, για μας μέσα από ESF, όπως και για τις αντίστοιχες ισπανικές τράπεζες, κατά τη γνώμη μας, θα τις στηρίξει πραγματικά.
Η πρόταση αυτή βάζει πάλι στο προσκήνιο μεγάλο μέρος της κοινωνίας και το επανεντάσσει στην πραγματική οικονομία δημιουργώντας για τα νοικοκυριά, στο μέτρο που της αντιστοιχεί, τη δυνατότητα διαθέσιμου εισοδήματος, δηλαδή με εν δυνάμει ικανότητα κατανάλωσης. Και αυτό είναι, εκτός των άλλων, μέτρο αναπτυξιακό και κοινωνικά λειτουργικό.
Μια πρόταση για τον ΣΥΡΙΖΑ
Στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, υπήρχε η γενική αναφορά κουρέματος των δανείων, χωρίς να αναφέρεται ο τρόπος που αυτό θα γίνει. Κινείται, όμως, προς τη σωστή κατεύθυνση. Η πρότασή αυτή μπορεί να ενηλικιωθεί πλέον με τα παρακάτω στοιχεία για τα νοικοκυριά που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους από: 1) στεγαστικά δάνεια πρώτης κατοικίας, 2) αναχρηματοδότηση δανείων με προσημείωση πρώτης κατοικίας, 3) καταναλωτικά δάνεια, 4) πιστωτικές κάρτες, 5) επισκευαστικά δάνεια πρώτης κατοικίας. Το σύνολο των οφειλών τους διαγράφεται και αντικαθίσταται με νέα ενυπόθηκη δανειακή σύμβαση με τα εξής χαρακτηριστικά: α) Διάρκεια σύμβασης το υπολειπόμενο διάστημα της αξιακά υψηλότερης σύμβασης προσαυξημένης κατά το 1/3, β) αξία σύμβασης, το 30% του τρέχοντος εισοδήματος επί τα έτη της διάρκειας της σύμβασης, γ) επιτόκιο το πιο χαμηλό των προηγούμενων συμβάσεων δηλαδή εάν κάποιο νοικοκυριό είχε δύο συμβάσεις, μια για στεγαστικό με 5% και ένα καταναλωτικό με 12%, η νέα σύμβαση θα γίνει με 5%. δ) Η εφαρμογή των παραπάνω γίνεται με απόφαση δικαστηρίου, που είναι άμεσα εκτελεστέα, ε) ο οφειλέτης διαγράφεται από τον Τειρεσία και Black List τραπεζών και μπορεί ελεύθερα να κάνει χρήση όλων των τραπεζικών προϊόντων.
Η πρόταση αυτή αναγνωρίζει δύο πραγματικότητες. Πρώτον, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στη μνημονιακή εποχή. Δεύτερον, την ευθύνη του τραπεζικού συστήματος τόσο για τον άκριτο δανεισμό όσο και απέναντι στην κοινωνία. Για τον τελευταίο δεν τρέφουμε αυταπάτες. Γι’ αυτό η κρατικοποίηση είναι αναγκαία.