Γκραβαρίτης, Μάλιος, Σμαΐλης, Καραπαναγιώτης, Μπάμπαλης, Κουβάς, Θεοφιλογιανάκος, Λάμπρου, Καλύβας, Γκάνος, Καραμήτσος, Τετραδάκος, Τσέλιγκας, Λεπενιώτης, Δίπλας, Σταματόπουλος...
Πόσοι πολίτες αυτής της χώρας γνωρίζουν την κύρια ιδιότητα αυτών των προσώπων, έστω ενός, δύο, τριών. Για πιο πολλούς δεν το συζητώ, ξέρω ότι θα ζητούσα πολλά. Σκέψου, ρωτάω για τους επιφανείς, για τα φημισμένα επώνυμα στο πάνθεο των χουντικών μηχανισμών βασανισμού.
Μας λένε συχνά: οι λαοί που δεν έχουν μνήμη δεν έχουν και μέλλον. Όμως οι μνήμες κατασκευάζονται με επιλεκτικές εξαφανίσεις, παραλλαγές, μυθοποιήσεις. Το παρελθόν παίρνει τη μορφή που επιβάλλουν οι κυρίαρχες αντιλήψεις. Οι λαοί φυλακίζονται σε μια παροντική συνθήκη. Αυτή η αιχμαλωσία στο «εδώ και τώρα» βασίζεται και ευνοεί την αναπαραγωγή των κυρίαρχων μηχανισμών εξουσίας, που υπονομεύουν οτιδήποτε αποκλίνει από την επίσημη λογική.
Η συνεχής, αδιάκοπη παροντική εικόνα, η κανονικότητα του ελληνικού κράτους, είναι εικόνα που πάντα περιέχει πάσχοντα σώματα. Εντυπώνεται πάνω στα ατομικά σώματα, αιμάτινη κι από εκεί εξακοντίζει την εξουσία της πάνω στο κοινωνικό σώμα, την κοινωνική συνείδηση και την ψυχική λειτουργικότητα.
Εφόσον, επί δικτατορίας, η αιμάτινη εικόνα των βασανιστηρίων, σε πρώτο μεγάλο πλάνο, ήταν ο κύριος και μόνος τρόπος ανάκρισης και απόσπασης πληροφοριών, ώστε κι άλλοι αντιστασιακοί να συλληφθούν, ας αναρωτηθούμε για ποιο λόγο σήμερα βασανίζουν, γυμνώνουν, κακοποιούν, εξευτελίζουν αυ
τά τα σώματα των αντιρατσιστών και των διαδηλωτών;
Η γλώσσα των βασανιστών είναι πάντα ειλικρινής μέχρι αηδίας, αποανθρωποποιημένη, με την έννοια της μη γλώσσας, δηλαδή της γλώσσας που στερείται τη συμβολική διάσταση.
«Θα πεθάνετε όπως οι παππούδες σας στον Γράμμο». Τι δείχνει η εικόνα; Το απόλυτο μαύρο του σκότους, το αδιαμεσολάβητο μαύρο της ακινησίας και του θανάτου, που χρειάζεται και επικαλείται το κόκκινο του αίματος για να υπάρξει μέσω των κρεουργημένων σωμάτων των άλλων, που ονομάζονται και καθυβρίζονται. Η εικόνα έχει, οφείλει να έχει και τη φαιά παρουσία του φόβου. Να αποϊστορικοποιήσει, να αποπολιτικοποιήσει, να αποκοινωνικοποιήσει, να διαλύσει κάθε χώρο δημόσιο και εσωτερικό, όπου θα μπορούσε να φωλιάσει ο ανθρωπισμός, η τρυφερότητα, η ζωή και η σκέψη.
Οφείλει να φτιάξει την καρικατούρα του κενού βλέμματος που δεν βλέπει, του αυτιού που δεν ακούει, της αφής που δεν αισθάνεται.
Οφείλει να κατασκευάσει το πλήθος που φοβάται, που η παρουσία του είναι, εντέλει, απουσία, μέσα στον μόνο υπάρχοντα-άρχοντα: τον ύπουλο πανικό.
Οι φαιοί ένστολοι πρέπει ανενδοίαστα να διατίθενται ως όργανα σε κάθε είδους επιχειρούμενη καταστολή. Η φαιά προπαγάνδα οφείλει να αναποδογυρίζει κάθε γεγονός και κυρίως να συντονίζει τον εκφοβιστικό λόγο για όλες τις καταστροφές που επίκεινται, αν κάποιοι σηκώσουν κεφάλι. Το μαύρο παρακράτος, ντυμένο σε μαύρη “πολιτική” δύναμη εφόδων να περιδινίζει τη ναζιστική πανούκλα στα κατώφλια των σπιτιών, στους δρόμους, στη Βουλή.
Όλα δεμένα σε συμμαχία που φαντάζει ανίκητη, που αποπνέει και αναδίδει έντονη τη μυρωδιά της δύναμης, της σιδερένιας ισχύος. Εδώ, δεν χωράει αμφιβολία πρέπει να φιλοτεχνηθούν, στο πιο προνομιακό σημείο της σκηνής οι βασανισμοί του ατομικού σώματος. Γιατί η μυρωδιά του αίματος είναι πανίσχυρο, μοναδικό αναισθητικό της σκέψης, γιατί η εικόνα του εξευτελισμένου σώματος είναι ο σκληρός πυρήνας του φόβου. Αυτού του φόβου που συνέχει τους πάντες, βασανιστές και βασανιζόμενους και ανασύρει την απελπισία της ανημπόριας, που όλοι νιώσαμε σε κάποια στιγμή της ζωής μας.
Ήμουν 20 χρονών όταν συναντήθηκα για πρώτη φορά με αυτόν τον ωκεάνιο πόνο, όταν είδα το πρόσωπο του αδηφάγου κτήνους. Το ξανασυναντώ μαζί με τον καθένα που το βλέπει για πρώτη φορά. Το ξανασυνάντησα πριν από λίγες μέρες στη ΓΑΔΑ. Ξέρω πως θα το ξανασυναντήσω σύντομα. Όσο πιο πολύ φοβούνται οι βασανιστές τόσο πιο σίγουρη είμαι πως θα πληθαίνουν τέτοιες συναντήσεις. Είναι απαίτηση της εικόνας, που λέγαμε πιο πάνω.
Αγαπημένοι μου νέοι σύντροφοι στην πορεία οδυνηρών ιχνών του κτήνους, είμαστε δεμένοι σε μια ακατάλυτη ανθρώπινη αλυσίδα του πόνου και της ζωής μας.
Αντιπαλεύουμε μνημονεύοντας τα τραγουδάκια που λέγαμε, όντας παιδάκια, για να περάσουμε κάτι σκοτεινά μέρη που τα φοβόμασταν, μνημονεύοντας κάτι τραγούδια του αγώνα γιατί οι παππούδες μας είναι απέθαντοι. Έτσι, με τα τραγούδια μέσα μας εμείς, ίσως πιο πολύ από άλλους, μπορούμε να διαρρήξουμε το φαιό πλέγμα του φόβου, να μην αφήσουμε το κενό στο βλέμμα. Εμείς που είδαμε το πρόσωπο του κτήνους, πιο πολύ από άλλους θα αντιστρατευτούμε τη στρατηγική της έντασης, που τόσο περίτεχνα υλοποιεί το ελληνικό κράτος.
Αυτό προϋποθέτει διαρκή αγώνα, που θα σημαδεύει τη ζωή μας και απαιτεί αντοχή, αφοσίωση και αλληλεγγύη. Άλλωστε «και ο πόνος δικός μας είναι», όπως έλεγε η γιαγιά Λωξάντρα.