to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Σκέψεις για μια αριστερή πολιτιστική πολιτική

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι αφενός η σκιαγράφηση της υπάρχουσας πολιτιστικής πραγματικότητας και αφετέρου μια πρώτη καταγραφή σκέψεων για το προς τα πού θα έπρεπε να προσανατολίζεται σήμερα η συζήτηση περί πολιτιστικής πολιτικής.


Ο διεθνής διάλογος περί πολιτιστικής πολιτικής και «πολιτιστικών» ή «δημιουργικών» βιομηχανιών» κινείται σε τρεις βασικές κατευθυντήριες γραμμές:

1. Στην σύνδεση του πολιτισμού με την τουριστική ανάπτυξη.

2. Στον ρόλο του πολιτισμού στον εξευγευνισμό, ξεχασμένων από την ανώτερη μεσαία τάξη, περιοχών των ιστορικών κέντρων των πόλεων.

3. Στις «ευκαιρίες απασχολησιμότητας» και «καινοτομίας» που μπορεί να προσφέρει στους νέους εργαζόμενους ο ελκυστικός τομέας του πολιτισμού. Η αναλυτική κριτική παρουσίαση των παραπάνω θέσεων θα οδηγούσε σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τον πολιτισμό αλλά αυτό ξεπερνά κατά πολύ τις φιλοδοξίες αυτού το σημειώματος.

Η οικονομική και κοινωνική σημασία του πολιτισμού άρχισε να γίνεται αισθητή ήδη από την δεκαετία του ’60 στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, με τη στροφή προς την αποβιομηχάνιση και τον τριτογενή τομέα της οικονομίας. Αυτές οι δομικές αλλαγές οδήγησαν, μαζί με την άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου, στη μεγέθυνση των μεσαίων στρωμάτων που απασχολούνταν σε αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία συναντάμε ως «πολιτιστική οικονομία» ή «δημιουργική οικονομία». Οι όροι αυτοί περιγράφουν ένα ευρύ σύνολο πολιτιστικών δραστηριοτήτων που εκτείνεται από τις εικαστικές τέχνες, το χώρο του βιβλίου, την αρχιτεκτονική και το design, φτάνοντας ως τα ΜΜΕ, το θέατρο, τη μουσική, τη μόδα, αλλά ακόμα και την παραγωγή ανοιχτού λογισμικού ή τα games.

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ στρατηγικός σχεδιασμός με στόχο την παραγωγή συγκεκριμένων πολιτικών για τον πολιτισμό. Αντίθετα, σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν προσανατολίστηκαν αφενός στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και αφετέρου, από το ’90 και μετά, στις κατευθύνσεις των ΚΠΣ (βλ. μεγάλα έργα υποδομής ή ψηφιοποίησης). Σχετικά με το σύγχρονο πολιτισμό, η μέριμνα αφορούσε κυρίως την κατανάλωση. Λίγοι ήταν αυτοί που απολάμβαναν την πάγια στήριξη του κράτους με τη μορφή επιχορηγήσεων, καθώς οι πόροι από τα ΚΠΣ κατευθύνθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, που με τη σειρά του κλήθηκε να υλοποιήσει νέες πολιτικές για τον πολιτισμό και την πολιτιστική κληρονομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ίδρυμα Πειραιώς, το Μέγαρο Μουσικής και μετέπειτα η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Η λογική των επιχορηγήσεων κινούνταν στη βάση εξυπηρέτησης των ημετέρων, ενώ επί σειρά ετών οι επιχορηγήσεις για τα θέατρα «πάγωναν» και οι μη κερδοσκοπικές εταιρίες φορολογούνταν στο έπακρο. Την ίδια στιγμή, η αυτόνομη πολιτιστική παραγωγή, που εξ ορισμού διαφοροποιείται από το Κράτος αλλά και από τους ιδιωτικούς χορηγούς, αδυνατεί να εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους προς επιβίωση. Σε αυτή τη διλημματική κατάσταση η δημόσια χρηματοδότηση είναι σαφώς προτιμητέα, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι πώς και ποιος θα αποφασίσει προς τα πού θα κατευθυνθούν οι δημόσιοι πόροι.

Οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό ήταν και είναι καταδικασμένοι να ζουν σε διαρκή ανασφάλεια, καθώς η δωρεάν εργασία, ο θεσμός του «εθελοντισμού» και της «χάρης», αποτελούν κανόνα αν θες να «επιβιώσεις» στο χώρο. Οι επιπτώσεις της κρίσης που άρχισαν να διαφαίνονται τα τελευταία χρόνια σε όλα τα επαγγέλματα, συρρικνώνοντάς τα προς τα δραστικά, στα δημιουργικά/πολιτιστικά ήταν ήδη παγιωμένο καθεστώς, χωρίς αυτό να προκαλεί καμία έκπληξη.

Οι έρευνες για την «πολιτιστική εργασία» [1] στην Ελλάδα είναι σχετικά περιορισμένες αλλά αξίζει να σταθούμε στον Λόγο περί «δημιουργικότητας» που κάπως δυσλεκτικά αρθρώνεται και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Σε πρόσφατες ημερίδες και συνέδρια που διοργανώνονται από το ΥΠΠΟ μαθαίνουμε ότι ο πολιτισμός είναι το νέο πεδίο επιχειρηματικότητας, τα διάφορα ιδρύματα (βλ. Νιάρχος, Ωνάσης, το νέο-ιδρυθέν ΝΕΟΝ του κ. Δασκαλόπουλου) προβάλλονται ως απόλυτοι κύριοι, χαράζοντας μια αστική πολιτική που ως όχημα της έχει τον πολιτισμό (βλ. ReThink Athens, Re-activate) και οι κατά τόπους πρεσβείες επιδίδονται σε «έξυπνες» κινήσεις πολιτιστικής διπλωματίας (βλ. ίδρυση orange grove), αποθεώνοντας ένα Λόγο περί καινοτομίας, ευελιξίας και ανταγωνιστικότητας που φαντάζουν αυτή τη χρονική στιγμή ως μονόδρομος.

Μπορεί να υπάρξει μια αριστερή δημόσια πολιτική για τον πολιτισμό; Και αν ναι, από πού οφείλει να ξεκινήσει;

Πρώτα από όλα, το ΥΠΠΟ οφείλει να επιλέξει με ποιους θα συνδιαλέγεται. Τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που στόχο έχουν να αναμορφώσουν το σύνολο της πόλης ενσωματώνοντας κάθε πιθανή αμφισβήτηση και αφήνοντας τη σφραγίδα τους στο χάρτη της Αθήνας, μια αριστερή κυβέρνηση έχει χρέος να τα βάλει στην άκρη. Και αυτό θα επιτευχθεί με τον ανοιχτό διάλογο που οφείλει να ανοίξει το ΥΠΠΟ με τις καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες που, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αναιμικά επιβιώνουν αλλά καλλιτεχνικά μεγαλουργούν. Δεν υπαινίσσομαι σε καμία περίπτωση ότι ο κρατικός εναγκαλισμός καλλιτεχνικών ομάδων αποτελεί αριστερή λύση. Θεωρώ όμως καθήκον μια στήριξη, όχι μόνο με τη λογική των φορολογικών ελαφρύνσεων, αλλά και της παραχώρησης χώρων με μικρό -ή και καθόλου αντάλλαγμα- σε νέους δημιουργούς, ώστε να προαχθεί ένας εναλλακτικός ηγεμονικός Λόγος με κύριες αξίες τη συνεργατικότητα και την αλληλεγγύη – ένας λόγος που θα εγγυάται, ταυτόχρονα, την αυτονομία της πολιτιστικής παραγωγής.

Απέναντι στην αμείλικτη πρωτοκαθεδρία του νεοφιλελεύθερου «όποιος αξίζει, θα πετύχει», και στην πραγματικότητα που βιώνουν οι νέοι εργαζόμενοι στα start-ups, εκκολαπτήρια και hubs –πρακτικές που αντλούν από τα μοντέλα δημιουργικών στρατηγικών– στηρίζοντας τις ελπίδες επιβίωσής τους σε ένα ακόμη βραβείο, η Αριστερά έχει χρέος να προτάξει νέα συλλογικά οράματα για το πολιτισμό, κυρίως για τους ανθρώπους του αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας. Οι νέοι «πολιτιστικοί εργαζόμενοι» που βρίσκονται σε ένα διαρκή αγώνα επιβίωσης είναι μέρος της λύσης και πολύ περισσότερο μιας αριστερής λύσης. Ο πολιτισμός είναι οικονομία για αυτό και είναι αναγκαία η εξέταση των όρων της πολιτιστικής παραγωγής, η αναγνώριση των αναγκών και η χάραξη μιας πολιτιστικής πολιτικής που στόχο θα έχει την στήριξη των ανθρώπων της. Μιας πολιτιστικής πολιτικής που δεν θα λειτουργεί με ανταποδοτικούς όρους αλλά ταυτόχρονα δεν θα μπαίνει σε λογικές επιχορηγήσεων που οδηγούν στον κρατικό εναγκαλισμό μιας μερίδας πολιτιστικών επιχειρηματιών.

Τέλος, αυτό που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι ότι η κρίση δημιούργησε κοινωνικές δυναμικές (αυτόνομες πολιτιστικές ομάδες, κοινωνικούς χώρους, αυτόνομα δίκτυα πολιτιστικής επιχειρηματικότητας) με έντονο πολιτιστικό πρόσημο. Αυτές οι κινήσεις/πρωτοβουλίες στέκονται κριτικά όχι μόνο απέναντι στο Κράτος, αλλά και στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε αυτό το «κενό», ανάμεσα στο Κράτος και την ιδιωτική πρωτοβουλία, δημιουργήθηκε ένας χώρος «συλλογικής δημιουργίας», ζωτικός και για την ίδια την Αριστερά, που οφείλει διαρκώς να επανεξετάζει τη σχέση της με το Κράτος, αλλά και ως κυβερνώσα δύναμη, να βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι της κοινωνίας.

_________

[1] Ο όρος πολιτιστική εργασία αφορά ένα σύνολο εργαζόμενων που δουλεύουν στις πολιτιστικές/ δημιουργικές βιομηχανίες όπου εκεί η ευκαιριακή απασχόληση και η μαύρη εργασία αποτελούν κανόνα.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)