to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

«Οσοι ξεχνούν ότι ένα δίκαιο χωρίς δίκιο είναι σώμα χωρίς ψυχή, νεκρό γράμμα που ούτε εμπνέει ούτε αξίζει συμμόρφωση, μετατρέπονται σε λογιστές της εξουσίας».


Bασική επιδίωξη της φιλελεύθερης διανόησης είναι να νομιμοποιήσει την άσκηση της εξουσίας και της κρατικής βίας. Διακηρύσσει λοιπόν ότι το δίκαιο και η εξουσία είναι πολιτικά και ηθικά εξωτερικά το ένα προς το άλλο, ότι ο νόμος περιορίζει και εξανθρωπίζει την άσκηση της εξουσίας. Οσο περισσότερα νομικά δικαιώματα έχουμε τόσο λιγότερη εξουσία υπάρχει, μας λένε, όσο πιο σύννομη η άσκηση της εξουσίας τόσο πιο εκπολιτισμένη η λειτουργία της. Κυριαρχία και ηθική, εξουσία και δίκαιο, εξαίρεση και κανόνας αποτελούν τους πόλους μιας διαλεκτικής που αποσκοπεί να εξειρηνεύσει τη σχέση ανάμεσα στους υπηκόους και τον κυρίαρχο. Αλλά το σύνολο της κριτικής θεωρίας, από τον Φουκό στον Ντελέζ, τον Ντεριντά και τον Αγκάμπεν, και η σχολή των κριτικών νομικών σπουδών υποστηρίζει ότι οι απόψεις αυτές είναι γνωσιολογικά λαθεμένες και ηθικά ενδεείς.[1]

Το άδικο δίκαιο

Οι «εκσυγχρονιστές» εισαγωγείς τους τις έφεραν τριάντα χρόνια μετά τη στιγμή ηγεμονίας τους στην Εσπερία και χωρίς την παραμικρή αναφορά στις καταιγιστικές κριτικές που έχουν ασκηθεί στον τρόπο με τον οποίο δικαιολογούν ανισότητες, αυταρχικές εξουσίες και «ανθρωπιστικούς» πολέμους. Στην Ελλάδα των μνημονίων διαπιστώνουμε την αποτυχία των θεωριών αυτών καθημερινά. Ο ακατάσχετος πολλαπλασιασμός θεωρημάτων περί επιστροφής στην «κανονικότητα», «απαραίτητων» μεταρρυθμίσεων της δήθεν προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων αποκαλύπτει τις ιδεολογικές προτιμήσεις νομικών και διανοούμενων που προσπαθούν να διασώσουν τα τελευταία ερείσματα μιας επιθανάτιας και θανατηφόρας εξουσίας. Η παρακμή της δικαστικής λειτουργίας ακολουθεί την ίδια λογική: τα ηθικιστικά τεχνάσματα που μαθαίνουν οι φοιτητές χρησιμοποιούνται για να δικαιολογηθεί κάθε λογής αδικία, ενώ ο χωρισμός των εξουσιών γίνεται προπέτασμα για τη νομιμοποίηση κάθε εκτελεστικής αυθαιρεσίας.

Οι πρόσφατες αποφάσεις των δικαστηρίων για την υπόθεση του Νίκου Ρωμανού είναι χαρακτηριστικές. Ετσι όμως έχουμε καταντήσει σ’ ένα νομικό σύστημα που ακολουθεί το γράμμα του νόμου και βιάζει το πνεύμα του. Οσοι ξεχνούν ότι ένα δίκαιο χωρίς δίκιο είναι σώμα χωρίς ψυχή, νεκρό γράμμα που ούτε εμπνέει ούτε αξίζει συμμόρφωση, μετατρέπονται σε λογιστές της εξουσίας. Η απόσταση μεταξύ του κράτους και του κράτους δικαίου είναι πάντοτε μικρή. Αλλά όταν η δικαιοσύνη εκπίπτει του νόμου, τότε τα δύο καθίστανται ταυτόσημα - ο νόμος ως γλώσσα μιας μανικής κυριαρχίας.

Σύμφωνα με τον μεγάλο Γερμανό-Εβραίο φιλόσοφο Βάλτερ Μπένγιαμιν, η βία παράγει αλλά και συντηρεί τον νόμο. Ας δούμε πρώτα τη βία που παράγει δίκαιο. Τα περισσότερα συντάγματα υιοθετήθηκαν μετά από επανάσταση, νίκη ή ήττα σε πόλεμο, αποικιοκρατική κατάκτηση ή απελευθέρωση ενάντια στην ισχύουσα συνταγματική νομιμότητα. Η επαναστατική βία καταργεί το σύνταγμα του προηγούμενου «διεφθαρμένου» συστήματος προκειμένου να ιδρύσει ένα νέο κράτος, ένα καλύτερο σύνταγμα, έναν δίκαιο νόμο. Τη στιγμή που ασκείται η επαναστατική βία αποδοκιμάζεται ως παράνομη, βάρβαρη, διαβολική. Αλλά όταν νικήσει, νομιμοποιείται αναδρομικά με την ολοκλήρωση του κοινωνικού και νομικού μετασχηματισμού.

Τα περισσότερα κράτη και νομικά συστήματα είναι παιδιά βίας, πολέμου ή επανάστασης, κατάληψης ή εξέγερσης. Ετσι είναι και τα συντάγματά τους. Η Γαλλική Επανάσταση νομιμοποιήθηκε αναδρομικά με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, «μια πολεμική πράξη εναντίον τυράννων», που περιλαμβάνει μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων το δικαίωμα της αντίστασης στην τυραννία. Η Αμερικανική Επανάσταση νομιμοποιήθηκε με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων, η οποία στη Δεύτερη Τροπολογία διαιωνίζει το δικαίωμα του λαού να δημιουργεί εθνοφυλακές και «να έχει και να φέρει όπλα».

Τα σημαντικά ελληνικά συντάγματα επίσης ακολούθησαν βίαια γεγονότα, την Επανάσταση του 1821, τον εμφύλιο πόλεμο, την πτώση της χούντας. Στη μεταπολίτευση, το Σύνταγμα έγινε πολιτικό κλοτσοσκούφι. Οποια μέτρα ήθελε κάθε κυβέρνηση να προστατεύσει από σύντομη κατάργηση τα έβαζε στο Σύνταγμα, κάνοντας το κείμενό του shopping list προσωρινών και προβληματικών προτεραιοτήτων της στιγμής θέσπισής τους. Η προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Ο Νίτσε έλεγε ότι η ηθική αποτελεί την απολυτοποίηση ενός προσωρινού συσχετισμού δύναμης. Ετσι και η προτεινόμενη αναθεώρηση θα επιδιώξει τη συνταγματική καθιέρωση παροδικών ιδεολογικών προτιμήσεων. Η απαραίτητη ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση πρέπει να προετοιμαστεί με έναν μεγάλο εθνικό διάλογο για τον επαναπροσδιορισμό του μέλλοντος της χώρας και όχι μόνο του απονομιμοποιημένου πολιτειακού συστήματος. Ετσι η «συντακτική» δύναμη θα αποδράσει από τα βιβλία ιστορίας και τις ιδιοτέλειες πολιτικών και συνταγματολόγων.

Το φάντασμα της βίας

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην ιδρυτική βία που φτιάχνει κράτη και δίκαια. Ο Αβάς Σεγιές ονόμασε στη Γαλλική Επανάσταση «συντακτική» τη δύναμη του λαού να εξεγερθεί και να αλλάξει τον νόμο και τον κόσμο. Μετά τη νίκη, η συντακτική μετατρέπεται σε «συντεταγμένη» εξουσία, σε σύνταγμα, νόμους, θεσμούς. Οι πετυχημένοι επαναστάτες γίνονται συνήθως οι μεγαλύτεροι συντηρητικοί την επομένη της νίκης τους και ποινικοποιούν τις λαϊκές αντιστάσεις. Η συντακτική δύναμη του λαού που δημιούργησε το νέο δίκαιο εξορκίζεται επιτήδεια, λησμονείται, καταπιέζεται μέσω της επιβολής των κυρίαρχων ιδεών. Αλλά η νομοθετούσα βία δεν εξαφανίζεται. Παραμένει σαν σκιά ή σαν φάντασμα στο σώμα του νόμου.

Μια από τις πιο σημαντικές στρατηγικές σ’ αυτή την πολιτική της λήθης είναι η διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ερμηνείας του συντάγματος. Τα ερμηνευτικά πρότυπα νομιμοποιούν την αναγκαιότητα της αρχικής βίας αλλά καταδικάζουν την επιστροφή της. Το βίαιο πρότυπο εγκαταλείπεται στην επιφάνεια αλλά παραμένει στα θεμέλια είτε ως κρατική βία είτε ως αντίσταση του λαού. Η θανατική ποινή, η κρατική καταστολή, οι εκατόμβες στο όνομα της οικονομικής ή εθνικής ορθοδοξίας, η καθημερινή βία της εξουσίας αντιπροσωπεύουν τη σκοτεινή και εξουσιαστική πλευρά της έννομης κανονικότητας.

Από την άλλη πλευρά, η λαϊκή αντίσταση αψηφά νόμους και μεταλλάσσει πολιτικές και κυβερνήσεις με τρόπους απρόβλεπτους και ανεπιθύμητους για την εξουσία. Ο νόμος προβλέπει το περιορισμένο δικαίωμα διαμαρτυρίας, ανυπακοής και απεργίας. Αναγνωρίζει απρόθυμα όσο και έντρομα ότι η λαϊκή αντίσταση δεν μπορεί να διαγραφεί από την ιστορία. Οσο οι διαδηλωτές απαιτούν κάποια μεταρρύθμιση ή παραχώρηση, το κράτος τούς ανέχεται. Αυτό που φοβάται η εξουσία είναι, κατά τον Μπένγιαμιν, η δύναμη που «μπορεί να μετασχηματίσει τις νομικές σχέσεις και να παρουσιαστεί έτσι ως έχουσα το δικαίωμα να νομοθετήσει». Σ’ αυτό το σημείο, η ανασφάλεια του νόμου βγαίνει στην επιφάνεια, οι δικαστές θυμούνται την ευθύνη τους στο δίκιο και η απωθημένη συντακτική δύναμη του λαού επιστρέφει στην ιστορία.

[1] Κώστας Δουζίνας, Ριζοσπαστική Πολιτική και Νομική Φιλοσοφία (Νήσος, 2013)]

* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)