to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Μια πόλη που αιμορραγεί βυθισμένη στο σκοτάδι…

«Μικρά σχόλια για βιβλία που διάβασα»


Ντέιβιντ Πις: Κατεχόμενη πόλη (μτφ. Μαίρη Σαρατσιώτη, επ. Άρης Μαραγκόπουλος, εκδ. Τόπος, 2014)

Τι είναι, τι μπορεί να είναι μια πόλη; Κατεχόμενη, ξένη, εχθρική, πληγή, μυθιστορηματική, νικημένη, ερειπωμένη, φυλακή, εφιάλτης, ποτάμι, ιστορία, σημειωματάριο, καθαρτήριο, πανουκλιασμένη, κρυφή και απόκρυφη, καθρέφτης, φέρετρο, φονική, παραδομένη, Ολυμπιακή, Πόλη του Μέλλοντος. Μια πόλη που αιμορραγεί, που πεθαίνει, που προσπαθεί να ανασάνει και να ξαναζωντανέψει.

Αυτό είναι το Τόκιο του Ντέιβιντ Πις, το Τόκιο στα τέλη της δεκαετίας του 1940, το νικημένο και παραδομένο στους Συμμάχους Τόκιο, που παλεύει με το καταστροφικό παρελθόν, βιώνει το ανύπαρκτο παρόν και δεν τολμάει καν να ονειρευτεί κάποιο φασματικό μέλλον.

Αν υπάρχει μια αποστομωτική απάντηση στον μύθο ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι αναγνώσματα που τα διαβάζει κανείς ανάσκελα το καλοκαίρι, που τα ξεφυλλίζει απλώς για να χαλαρώσει και να ξεχαστεί, αυτή είναι τα βιβλία του Ντέιβιντ Πις. Η Κατεχόμενη πόλη είναι το δεύτερο μέρος της «Τριλογίας του Τόκιο» – έχει προηγηθεί το Τόκιο έτος μηδέν (μτφ. Μ. Σαρατσιώτη, εκδ. Τόπος, 2009). Η Κατεχόμενη πόλη στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός, σε μια ληστεία που έγραψε ιστορία στη μεταπολεμική Ιαπωνία. Στις 26 Ιανουαρίου 1948, ενώ διαρκεί ακόμα η κατοχή των ΗΠΑ, ένας άνδρας που φοράει διακριτικά δημόσιου γιατρού μπαίνει σε μια τράπεζα και, ισχυριζόμενος πως όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να πάρουν αμέσως ένα φάρμακο κατά της δυσεντερίας που θερίζει, πείθει όλους τους υπαλλήλους να πιουν ένα «φάρμακο άμεσης δράσης». Αποτέλεσμα της δηλητηρίασης: δώδεκα νεκροί επιτόπου, τέσσερις αναίσθητοι και ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων της τράπεζας κάνει φτερά.

Αυτή η «Σφαγή στην τράπεζα Τεϊκόκου» δίνει την αφορμή στον Ντέιβιντ Πις να αρχίσει την περιπλάνησή του, την καταβύθισή του μάλλον, στο Τόκιο των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, σε ένα Τόκιο που αποσυντίθεται, παρασέρνοντας μαζί και τους κατοίκους που ζουν σε αυτή τη σκοτεινή πόλη, μεταξύ των οποίων και οι αστυνομικοί που ερευνούν την υπόθεση κινούμενοι σε έναν βούρκο με ποικιλώνυμους εχθρούς, πολλαπλά μέτωπα, αναπάντεχες ενέδρες· τα όρια ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς θαμπώνουν καθώς η πόλη βουλιάζει σε μια σήψη από την οποία πασχίζει αλλά δεν μπορεί να βγει. (Ας θυμηθούμε τον επιθεωρητή Ντε Λούκα που ψάχνει τις αλήθειες του τη στιγμή που το μουσολινικό καθεστώς σαπίζει και καταρρέει και οι πάντες κυνηγούν τους πάντες, στην «Τριλογία του φασισμού», του Κάρλο Λουκαρέλι...)

Ο Πις ξεδιπλώνει το χρονικό της αστυνομικής έρευνας μέσα από μια πολυφωνική αφήγηση σε επάλληλους κύκλους από δώδεκα φωνές, δώδεκα αφηγητές που ακολουθούν έναν παραδοσιακό τρόπο αφήγησης των σαμουράι: κάθε αφηγητής μιλάει και μετά σβήνει ένα από τα (μοναδικά) δώδεκα κεριά που φέγγουν στο δωμάτιο – όσο προχωράνε οι αφηγήσεις «το δωμάτιο γίνεται όλο και πιο σκοτεινό, όλο και πιο καταθλιπτικό» και, όταν οι αφηγήσεις τελειώνουν, όλοι μένουν στο σκοτάδι.

Εκείνο, όμως, που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει είναι το στιλ, το ύφος του συγγραφέα, που γράφει ένα κείμενο κοφτερό, αγκαθωτό, καθόλου εύκολο, ποτέ ευθύγραμμο, κάποιες φορές έως και αποπνικτικό. Σε υπερβολικό βαθμό, ίσως; Μπορεί, καθώς η ανάγνωση απαιτεί την απόλυτη και διαρκή εγρήγορση του αναγνώστη, αν δεν θέλει να χαθεί σε μια συνήθως σκοτεινή και περίπλοκη αφήγηση, αν δεν θέλει να χάσει το περιεχόμενο μέσα στους δαιδάλους της φόρμας. Η Κατεχόμενη πόλη είναι ίσως το πιο εσωστρεφές βιβλίο του Πις. Το κείμενο ευθύς εξαρχής επιζητεί την υπομονή του αναγνώστη, που όμως, αν αφεθεί στο κλίμα του βιβλίου, παρασύρεται από τη δύναμη της γραφής σε ένα κείμενο λαχανιασμένο, πολύπλευρο, γοητευτικό.

Ο Πις στήνει διαρκώς ψυχογραφήματα, παίζοντας με τις ψυχολογικές αντιφάσεις, τις αγωνίες, τους πολυδιάστατους χαρακτήρες. Άλλωστε, έχει αποδείξει πόσο καλά χειρίζεται αυτές τις λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις, στο βιβλίο που θεωρείται το αριστούργημά του, την Καταραμένη ομάδα (μτφ. Χρίστος Χαραλαμπόπουλος, εκδ. Τόπος, 2008). Η Καταραμένη ομάδα θεωρείται ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί σχετικά με το ποδόσφαιρο αλλά ταυτόχρονα έχει μια δύναμη που υπερβαίνει το θέμα του και δίνει στοιχεία τραγωδίας στους πρωταγωνιστές του, ή μάλλον στον πρωταγωνιστή του, καθώς περιγράφει την ολιγοήμερη θυελλώδη παραμονή του χαρισματικού προπονητή Μπράιαν Κλαφ στον πάγκο της Λιντς. Το βιβλίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, το 2009.

Το πρώτο βιβλίο της «Τριλογίας του Τόκιο», το Τόκιο ώρα μηδέν, αρχίζει τη μέρα που συντελείται ένα ιστορικό σοκ για τους Ιάπωνες – τη μέρα που η φωνή του αυτοκράτορα αναγγέλλει από το ραδιόφωνο την ήττα της Ιαπωνίας και τη συνθηκολόγησή της. Το Τόκιο, «μια πόλη που δεν είναι πόλη», παγώνει, δεν μπορεί να το πιστέψει, δεν ξέρει καλά καλά αν κέρδισε ή αν έχασε… Στην Κατεχόμενη πόλη, που εξελίσσεται περίπου τρία χρόνια μετά, η διάχυτη απειλή και ο φόβος εξακολουθούν να κυριαρχούν σε ένα κλειστοφοβικό Τόκιο, όπου κυκλοφορούν «οι άνθρωποι που ποτέ δεν χτυπούν την πόρτα, αυτοί που ποτέ δεν συστήνονται». Ένας από τους κεντρικούς άξονες του βιβλίου, που δίνει και έντονο πολιτικό χαρακτήρα σε αυτό, είναι τα πειράματα του βιολογικού πολέμου που έκανε η διαβόητη Μονάδα 731 του ιαπωνικού στρατού, αλλά και η μεταπολεμική σιωπή και συγκάλυψη (φαίνεται πως οι αξιωματικοί που ασχολούνταν με τον βιολογικό πόλεμο πήραν ασυλία για τα εγκλήματα πολέμου με αντάλλαγμα τη συνεργασία με τους Συμμάχους).

Ο Πις, Άγγλος που έχει ζήσει πολλά χρόνια στο Τόκιο, είναι γνωστός για την ενδελεχή πραγματολογική και αρχειακή έρευνα που κάνει πριν γράψει τα βιβλία του. «Αν γράψω ότι έβρεξε στο Τόκιο μια συγκεκριμένη μέρα του 1950, τότε έτσι έγινε», λέει σε μια συνέντευξή του.

Τα βιβλία του Πις δεν κρύβουν τις επιρροές τους – δεν υπάρχει κανείς, π.χ., που να μιλάει για τον Πις και να μην αναφέρει τα σημάδια του Τζέιμς Ελρόι (ιδιαίτερα έντονα, νομίζω, στο Χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα[μτφ. Ν. Κουφάκης, εκδ. Ίνδικτος, 2008]), ενώ στην Κατεχόμενη πόλη ο Πις αποτίει με τον τρόπο του φόρο τιμής στον Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα (το κλασικό του Ρασομόν –που έγινε και ταινία το 1950 από τον Ακίρα Κουροσάβα– είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το 1992 από τις εκδ. Καστανιώτη, σε μετάφραση Γ. Κοβαλένκο, όπως και το Κάπα).

Σε κάθε εκδοχή της, η δουλειά του Πις όχι μόνο δεν καλοπιάνει τον αναγνώστη αλλά τον θέτει μπροστά σε διαρκείς προκλήσεις, αποτυπώνοντας έναν σκοτεινό κόσμο όπου «όλοι έχουν μυστικά, όλοι είναι ένοχοι για κάτι».

 

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)