to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Μια «δολοφονική απόφαση» στη ΔΕΘ του 1966

Τα συμβάντα στο 7ο φεστιβάλ κινηματογράφου του 1966 ήταν μια περιεκτική προεικόνιση από την έκταση και το βάθος των παραβιάσεων που θα συνεπαγόταν η επτάχρονη δικτατορία.


Τον Σεπτέμβριο του 1966, η κυβέρνηση του αποστάτη Στέφανου Στεφανόπουλου έκλεινε έναν χρόνο από τον σχηματισμό της και ήδη είχαν δρομολογηθεί οι διαδικασίες για το ξεπέρασμα των αντιδημοκρατικών αδιεξόδων της με νέες αντιδημοκρατικές εκτροπές. Η μετα-ιουλιανή σαλαμοποίηση της Ε.Κ. συνεχιζόταν, καθώς οι αποστάτες νέμονταν και μοίραζαν μερίδια εξουσίας. Τα συλλαλητήρια και οι διαδηλώσεις συνεχίζονταν, αλλά μέσα σε ένα γενικό μούδιασμα και μέσα σε μια ατμόσφαιρα που επανέφερε τον πιο έξαλλο συντηρητισμό στο προσκήνιο. «Πνευματικοί κόσμοι» λιβάνιζαν την 4η Αυγούστου σαν «μεγαλύτερη πνευματική νίκη του νέου ελληνισμού», εθνικόφρονα επιτελεία προσπαθούσαν να διαχειριστούν τις χουντικές τους παρονυχίδες και φαινόμενα αρειμάνιας λογοκρισίας διαφόρων μορφών έρχονταν να σκιάσουν ακόμα πιο έντονα την πολιτιστική ζωή.

Εκείνο τον μήνα, η Θεσσαλονίκη εκτός από τη ΔΕΘ υποδεχόταν και το 7ο φεστιβάλ κινηματογράφου, που διοργανώθηκε στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και στον κινηματογράφο «Αλέξανδρος». Αρκετές ήταν οι αξιόλογες ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους. Ανάμεσά τους, ξεχώριζαν η αιχμηρή και πρωτοποριακή ταινία του Ροβήρου Μανθούλη, «Πρόσωπο με πρόσωπο», το συγκλονιστικό «Μέχρι το πλοίο» του Αλέξη Δαμιανού, η ποιητική και σπαρακτική «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου, αλλά και η ενδιαφέρουσα μικρού μήκους κατάθεση του Παντελή Βούλγαρη, «Τζίμης ο Τίγρης».

Μέλη της επιτροπής ήταν ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο Ιωάννης Βελλίδης, η Έλλη Λαμπέτη, ο Απ. Μαγγανάρης, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ο Αχιλλεύς Μπουντουβής (ιδιαίτερος γραμματέας του Στεφανόπουλου), ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Φιλοποίμην Φίνος, ο Μάνος Χατζηδάκις. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο καθηγητής Φιλοσοφίας και άνθρωπος των αποστατών, Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος.

Την προκριματική φάση είχε περάσει και μια αδιάφορη, σχηματική και στομφώδης πατριωτική ταινία κάποιου Τζαίημς Πάρις, με τίτλο «Ξεχασμένοι ήρωες». Ο παραγωγός και σκηνοθέτης της συμμετείχε σε αποδοκιμασίες και τραμπουκισμούς που είχαν ως στόχο πρωτοποριακές ταινίες του φεστιβάλ, τσακωνόταν με τους δημοσιογράφους και πρόσθετε πινελιές στο χρώμα που ενδιέφερε τις ανταποκρίσεις των κοσμικογράφων. Κυρίως, όμως, στην προβολή της ταινίας του, οι στρατιωτικές αρχές της Θεσσαλονίκης έστειλαν ένα τεθωρακισμένο να παρελάσει επικεφαλής αυτοκινητοπομπής μέχρι την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, στρατιωτικό απόσπασμα απένειμε τιμές, η μπάντα του δήμου παιάνισε θριαμβευτικά και παραβρέθηκε ο αποστάτης υπουργός Μίμης Γαληνός, καθώς σύμφωνα με τις φήμες, υπήρξε πηγή έμπνευσης για έναν από τους χαρακτήρες της ταινίας «Ξεχασμένοι ήρωες».

Ένα έτσι κι αλλιώς φορτισμένο φεστιβάλ κορυφώθηκε με σάλο στην απονομή των βραβείων. «Βραβεύσαμε τη χειρότερη ταινία του φεστιβάλ», δήλωσε αργότερα η Έλλη Λαμπέτη: οι «Ξεχασμένοι Ήρωες» του Τζαίημς Πάρις απέσπασαν και στις δύο ψηφοφορίες το βραβείο της καλύτερης ταινίας του 7ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με 6 από τις 11 ψήφους. Ο Γιάννης Καλιόρης σχολίαζε σε κείμενό του με τίτλο «Η δολοφονική απόφαση» («Επιθεώρηση Τέχνης», τεύχος 141, Σεπτέμβριος 1966, σελ. 199): «Πολλά κυκλοφορούν επί πτερύγων ανέμων κι ακόμα περισσότερα έρπουν στις τριόδους. Αποδείξεις απτές δεν υπάρχουν, αλλά η λογική διερεύνηση της υπόθεσης μαζί με τα δεδομένα της «παράτας» και των εξαιρετικών τιμών που αποδόθηκαν, από επίσημες αρχές και παράγοντες, σ’ αυτή την ταινία κατά τη μέρα της προβολής της, δείχνουν πως το σκάνδαλο έχει οπωσδήποτε την καταγωγή του έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων της επιτροπής».

Συνέχιζε ο Γιάννης Καλιόρης στο ίδιο κείμενο: «Από τα μέλη της τελευταίας, όσοι σεβάστηκαν τον εαυτό τους και την καλλιτεχνική τους συνείδηση βγήκαν έξω καθημαγμένοι: άλλος κλαίγοντας φανερά από ντροπή και οργή ανήμπορη, άλλος σκυθρωπός και αμίλητος, ενώ ο Χατζηδάκις διεχώρισε δημόσια τη θέση του και ο Τσαρούχης τα εδήλωσε ευθαρσώς: «Το κράτος είχε αποφασίσει να βραβεύσει την ταινία του Τζ. Πάρις και εμείς στην κριτική επιτροπή, υπήρξαμε ο χορός της τραγωδίας». Η ουσία πάντως είναι πως η δολοφονική απόφαση ελήφθη. [...] Το ίδιο απογοητευμένοι έφυγαν και οι σκηνοθέτες που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, για να υπερφαλαγγιστούν τελικά από μια ταινία ανάξια της δικής τους δουλειάς».

Επιπλέον, το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου δεν δόθηκε στην εξαιρετική (αλλά αριστερών πεποιθήσεων) Λίλυ Παπαγιάννη (ταινία «Εκδρομή»), όπως αναμενόταν με καλλιτεχνικά κριτήρια, αλλά σε μια συμβατική και άχρωμη ερμηνεία πρωταγωνίστριας σε άλλη ταινία, μελοδραματικής κι επίπεδης κινηματογραφικής αφήγησης. Η «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου, με τη μεγάλη εκφραστική της δύναμη, είχε ενοχλήσει πολύ, καθώς αντιστρατευόταν πολλά στερεότυπα του κατεστημένου σκοταδισμού τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό της. Απέσπασε, τελικά, το βραβείο φωτογραφίας και μία τιμητική μνεία για τον σκηνοθέτη της. Μια άλλη άρτια και ενοχλητική ταινία του φεστιβάλ, το «Πρόσωπο με πρόσωπο», απέσπασε μόνο το βραβείο σκηνοθεσίας για τον Ροβήρο Μανθούλη. Και στις δύο ταινίες, την πρωτότυπη μουσική είχε γράψει ο Νίκος Μαμαγκάκης.

Ίσως να μην είχε φανταστεί και ο ίδιος ο Γιάννης Καλιόρης πόσο προορατικός ήταν ο τίτλος του κειμένου του στην «Επιθεώρηση Τέχνης», «Η δολοφονική απόφαση». Το αναδιαταγμένο χωροφυλακίστικο κράτος επί κυβερνήσεως Στεφανόπουλου υπέτασσε την ελευθερία της έκφρασης σε έναν αυταρχικό μηχανισμό, που άμεσα ή έμμεσα απαγόρευε «ό, τι θα ηδύνατο κατά την κρίσιν της αρμοδίας αρχής να θέσει εις κίνδυνον την δημοσίαν τάξιν», σύμφωνα με τους λογοκριτές της εποχής. Λίγο καιρό αργότερα, η επίσημη λογοκρισία θα επέτρεπε την προβολή της ταινίας του Αλέν Ρεναί, «Ο πόλεμος τελείωσε», μετά από εκτεταμένες περικοπές: παρά τις έντονες διαμαρτυρίες, η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους πετσοκομμένη.

Τα συμβάντα στο 7ο φεστιβάλ κινηματογράφου του 1966 ήταν μια περιεκτική προεικόνιση από την έκταση και το βάθος των παραβιάσεων που θα συνεπαγόταν η επτάχρονη δικτατορία. Η πατριδοκαπηλία, ο εξευτελισμός των συνειδήσεων, οι αντιδραστικοί θορυβοποιοί, η περιδεής αδράνεια και παθητικότητα, ο κρατικός καταναγκασμός, η στρατιωτική επιβολή, η πλήρης διαστροφή των κριτηρίων, ακόμα κι ο αγαπημένος σκηνοθέτης της χούντας, Τζαίημς Πάρις-όλοι οι παράγοντες ήταν εκεί. Τα συμβάντα μπορούσαν από μια άποψη να προκαλέσουν τη θυμηδία, αν η κατάσταση που κυοφορούσαν «δεν ήταν αυτόχρημα τραγική-αν δεν είχε τον τραγικό χαρακτήρα που χαρακτηρίζει κάθε δολοφονία», όπως σημείωνε ο Καλιόρης στο ίδιο κείμενο.

Και κατέληγε, υποδεικνύοντας έναν από τους ενορχηστρωτές και εγγυητές του οργίου απροκάλυπτων σκοπιμοτήτων: «Κατά τα άλλα, ο φιλόσοφος, πανεπιστημιακός διδάσκαλος, ακαδημαϊκός και πρόεδρος της επιτροπής κ. Θεοδωρακόπουλος, με την ευκαιρία του νέου ακαδημαϊκού έτους, θα εκφωνήσει γλαφυρόν λογύδριον στους εξ επαρχίας φοιτητές του, περί δικαιοσύνης, ηθικής, κάλλους και ιδανικής πολιτείας».

*στη φωτογραφία, ο Κώστας Καραγιώργης και η Λίλυ Παπαγιάννη σε πλάνο από την «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)