to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

18:09 | 17.12.2013

Πολιτική

Ημερίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ με θέμα "Ευρωπαϊκή ασφάλεια: ο ρόλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ"

Το ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής) με αφορμή τη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις 19-20 Δεκεμβρίου, οργάνωσε ημερίδα με θέμα "Ευρωπαϊκή ασφάλεια: ο ρόλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ".


Τον ΣΥΡΙΖΑ εκπροσώπησε ο Γιάννης Ταφύλλης, μέλος της γραμματείας του τμήματος Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής / Υπεύθυνος για την Άμυνα.

Τη ΝΔ εκπροσώπησε η κ. Μπακογιάννη και το ΠΑΣΟΚ η ευρωβουλευτής κ. Μαριλένα Κοππά, εισηγήτρια του σχετικού σχεδίου απόφασης του Ευρωκοινοβουλίου.

Ο κ. Ταφύλλης παρουσίασε ομιλία με θέμα "Η πολιτικής ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ - Επιπτώσεις για την Ελλάδα".

Ολόκληρη η ομιλία

Η ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας – οι επιπτώσεις για την Ελλάδα.

Που πηγαίνει η Ευρώπη στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας.

Πολύ λίγοι άνθρωποι θα διαφωνούσαν για το τι πραγματικά απειλεί σήμερα την Ευρώπη. Εξαιτίας της κρίσης, ολόκληρη η ήπειρος έχει βυθιστεί σε μία παραλυτική απαισιοδοξία που ανάλογη έχει να ζήσει  από την εποχή της παντοδυναμίας του φασισμού και του Χίτλερ.  Ακόμα και οι χώρες που υποτίθεται ότι ήταν πρότυπα διακυβέρνησης, κυριαρχούνται από την αίσθηση ότι τα πράγματα έχουν πάει στραβά και ότι κανείς δεν ξέρει πώς θα διορθωθούν. Ένα μέλλον με  ανεξέλεγκτη αύξηση της ανεργίας, με μείωση της παραγωγικότητας, με δραματική υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και του επιπέδου ζωής, με κοινωνικό αναβρασμό, με υποχώρηση της δημοκρατίας και με πολιτική καταπίεση φαντάζει ξαφνικά τρομακτικά δυνατό. Για την Ελλάδα, το δράμα αυτό είναι ήδη σε εξέλιξη και οι οθόνες καταγράφουν και αναμεταδίδουν καθημερινά σκηνές από το τι θα παιχτεί στην Ευρώπη προσεχώς. 

Δεν φαίνεται όμως οι πολιτικές ελίτ της ΕΕ και η γραφειοκρατία των Βρυξελών να συμμερίζονται  την αγωνία του μέσου ευρωπαίου πολίτη για το τι πραγματικά απειλεί σήμερα την Ευρώπη.  Οι ηγέτες της ΕΕ, ετοιμάζονται να συναντηθούν σε λίγες μέρες στις Βρυξέλλες, για να προωθήσουν την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ). Μια πολιτική που έχει ως πρωταρχικό στόχο η ΕΕ να αποκτήσει την ικανότητα αυτόνομης στρατιωτικής δράσης εκτός συνόρων, σε πολλαπλά μέτωπα ανά την υφήλιο, για την αντιμετώπιση απειλών της παγκόσμιας ασφάλειας, όπως είναι  η τρομοκρατία, η διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής οι περιφερειακές συγκρούσεις κοκ. Οι απειλές αυτές, κατά την ΚΠΑΑ, αποτελούν άμεσες απειλές για την Ευρώπη, απειλές για τις αξίες της και απειλές για το επίπεδο  ευημερίας των πολιτών της.

Η επιλογή της ΕΕ να προβληθεί στο παγκόσμιο σύστημα και ως στρατιωτική δύναμη, στα πρότυπα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, δεν είναι καινούργια. Διαπερνά ολόκληρη την περίοδο της κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων ιδεών και πολιτικών στην Ευρώπη. Στην πράξη, η κοινή πολιτική της ΕΕ επεκτάθηκε και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας με τη  Συνθήκη του Μάαστριχτ , αλλά η υλοποίησή της, ελλείψει συναίνεσης τότε αλλά και στρατιωτικών δομών από την πλευρά της ΕΕ, πέρασε μέσα από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) και το ΝΑΤΟ. Όσο αφορά την απόφαση για αυτόνομη στρατιωτική δράση, που εγκαινιάστηκε με τη συνάντηση Μπλαίρ – Σιράκ στο Saint Malo (1998), αυτή έγινε «ανεκτή» από την άλλη πλευρά του ατλαντικού με τις προϋποθέσεις που όριζαν τα περιβόητα τρία “D’s” της Madeleine Albright (1999) : no decoupling – όχι απεμπλοκή των ΗΠΑ από την ασφάλεια της Ευρώπης, no duplication- όχι ξεχωριστές αλλά αποσπώμενες δυνάμεις από το ΝΑΤΟ και no discrimination – όχι διακρίσεις σε βάρος μελών του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ όπως η Τουρκία. Έτσι λοιπόν, η αυτόνομη πολιτική ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ όπως προσδιορίζεται σήμερα, δεν αμφισβητεί το ρόλο των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Ευρώπης και επιπλέον αναγνωρίζει ότι τον πρώτο λόγο στον τομέα αυτό τον έχει το ΝΑΤΟ.

Το «ευαγγέλιο» για την ΚΠΑΑ, που είναι το αναθεωρημένο (1998) κείμενο με τίτλο «Μία ασφαλής Ευρώπη σ’ ένα καλύτερο κόσμο (2003)» του τότε Γενικού γραμματέα του Συμβουλίου της ΕΕ και Ύπατου Εκπροσώπου για την ΚΠΑΑ Χαβιέ Σολάνα, είναι ένα κείμενο  νεοφιλελεύθερης οπτικής για τις εξελίξεις στον κόσμο και για την ερμηνεία του παγκόσμιου περιβάλλοντος ασφάλειας. Η παγκοσμιοποίηση, η μαζική μετανάστευση, οι περιφερειακές συγκρούσεις κλπ. παρουσιάζονται λίγο ως πολύ ως φυσικά φαινόμενα, που απλά εμφανίζονται, εξελίσσονται και απειλούν, χωρίς αναφορά στις αιτίες που τα γεννούν και τα συντηρούν. 

Πόσο συνεπής με τις αρχές και τις διακηρύξεις της μπορεί να είναι η πολιτική αυτή και ποια είναι τελικά η αξιοπιστία της ΕΕ, ως δύναμης «αρχών», στο έξω κόσμο, όταν πολλές από τις εστίες κρίσης και ανάφλεξης, που η ΕΕ θεωρεί απειλές της παγκόσμιας ασφάλειας -και κατ’ επέκταση απειλές κατά της Ευρώπης - τις τροφοδοτούν σταθερά με πολεμικό υλικό, από την πίσω πόρτα, οι μεγαλύτερες χώρες της ένωσης; Κατ’ αρχήν, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία στο σύνολό της ακολουθεί εξαιρετικά επιθετική πολιτική εξαγωγών: το 2011, το 55% των πωλήσεων αμυντικού υλικού αφορούσε εξαγωγές,  από τις οποίες  περίπου το ένα τρίτο  (€8 δις έναντι συνολικού ύψους εξαγωγών €23 δις) είχε προορισμό τη Μέση Ανατολή που αποτελεί την πιο εκρηκτική περιοχή του πλανήτη. Σύμφωνα με το BICC (Bonn International Center for Conversion), ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών αυτών δεν ήταν «νόμιμες», υπό την έννοια ότι παραβίαζαν κριτήρια της Κοινής Θέσης της ΕΕ για τις εξαγωγές όπλων (EU-Common Position οn Arms Export). Το 1991 λοιπόν, εκδόθηκαν άδειες εξαγωγών ύψους €17,2 δις προς 115 χώρες που δεν πληρούσαν τουλάχιστον ένα από τα οκτώ κριτήρια της ΕΕ, ύψους €10,7 δις προς 60 χώρες που δεν πληρούσαν τέσσερα από τα οκτώ και τέλος ύψους €12,8 δις προς 61 χώρες που δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα (κριτήριο 2). Οι εξαγωγές αυτού του τύπου ήταν διπλάσιες από τις αντίστοιχες του 2007.

Επανερχόμενοι στην ΚΠΑΑ, για να μπορέσει να την υλοποιήσει η ΕΕ θα πρέπει: (1) να καλύψει τις ελλείψεις (capability gap) σε σύγχρονα στρατιωτικά μέσα ειδικά για αποστολές εκτός συνόρων  και (2) κατά την ίδια ,να γεφυρώσει σταδιακά το έλλειμα ανταγωνιστικότητας με τις ΗΠΑ στον στρατιωτικό τομέα, για να μπορεί να προβάλλει με αξιώσεις ισχύ στην παγκόσμια σκηνή, όπου «δραστηριοποιούνται» παραδοσιακά οι ΗΠΑ και κινούνται δυναμικά χώρες των BRICS. Δυστυχώς, ο νεοσυντηρητικός και μιλιταριστικός παροξυσμός που επικράτησε στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, που τη δεκαετία 2001-2011 οδήγησε σε υπερδιπλασιασμό των αμυντικών δαπανών (127,4%), από $312,743 δις το 2001 σε $711,402 δις το 2011 (SIPRI), προβάλλεται ως «στόχος», προς τον οποίο θα πρέπει να τείνουν οι πολιτικές της ΕΕ στον αμυντικό τομέα.  Κανείς δεν δείχνει να έχει διδαχθεί από τις τεράστιες επιπτώσεις που είχε -και θα έχει- η πολιτική αυτή για τις ίδιες τις ΗΠΑ, πολλές από τις οποίες έχουν μεν «χρεωθεί» αλλά δεν έχουν «πληρωθεί» ακόμα: με οικονομικού όρους, σύμφωνα με το Cost of Wars Project,  οι πόλεμοι του Ιράκ και του Αφγανιστάν, που είναι οι ακριβότεροι πόλεμοι στην ιστορία των ΗΠΑ,  κόστισαν μεταξύ $4 και $6 τρις. Μόνο οι τόκοι για τα πολεμικά δάνεια, από το 2011 έως σήμερα έφθασαν τα $260 δις και μέχρι το 2053 αναμένεται να ξεπεράσουν τα $7,5 τρισ. 

Η επερχόμενη Σύνοδος Κορυφής θα κληθεί να πάρει αποφάσεις που θα επιταχύνουν πολιτικές που σε μεγάλο βαθμό έχουν ήδη προδιαγραφεί και που κινούνται στους εξής άξονες: (1) επιμονή στην αύξηση των αμυντικών δαπανών και αν αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί, επιλογές που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη αποδοτικότητα (wise spending), (2) διπλό «consolidation» (ενοποίηση)-που αποτελεί τη μαγική λέξη στους διαδρόμους των Βρυξελών-  της ζήτησης από τη μια μεριά (demand-side) και της προσφοράς από την άλλη (supply-side) που μεταφράζεται σε κοινά προγράμματα Ε&Α (έρευνας και ανάπτυξης), ενοποιημένα και ομογενοποιημένα εξοπλιστικά προγράμματα (pooling) και προγράμματα κοινής εκμετάλλευσης κρίσιμων στρατιωτικών πόρων (sharing) που θα τα υλοποιεί μια όλο και περισσότερο ενοποιημένη και ισχυρή αμυντική βιομηχανία με μεγαλύτερη κρίσιμη μάζα (της κλάσης των mega-corporations ή Eurochampions), (3) ολοκλήρωση της απελευθέρωσης της εσωτερικής αγοράς αμυντικού υλικού (αποτελεί πραγματικότητα ήδη από τα μέσα του 2012) και (4) εστίαση στις τεχνολογίες διπλού σκοπού , για να μπορούν τα στρατιωτικά προγράμματα Ε&Α να χρηματοδοτούνται από τα προγράμματα-πλαίσιο για την έρευνα της ΕΕ. 

Αν συμμεριστεί κανείς την άποψη που εξέφρασε στο Ευρωκοινοβούλιο, ο πρόεδρος της στρατιωτικής επιτροπής της ΕΕ, στρατηγός Patrick de Rousier, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί των τελευταίων ετών οδηγούν την ΕΕ σε πλήρη αφοπλισμό. Αν ακούσει τις κραυγές αγωνίας «οργανικών» αναλυτών και think tanks, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία κινδυνεύει να μετατραπεί σε υποκατασκευαστή των ΗΠΑ. Η πραγματικότητα όμως τυχαίνει να είναι εντελώς διαφορετική: σε μια χρονική περίοδο που η Ευρώπη απολαμβάνει παρατεταμένη ειρήνη όσο ποτέ άλλοτε, οι αμυντικές της δαπάνες, ύψους €193 δις το 2011, την κατατάσσουν δεύτερη στον κόσμο αμέσως μετά τις ΗΠΑ. Η  αμυντική της βιομηχανία, τη δεκαετία 2001-2011 αύξησε τις  πωλήσεις κατά 57,7%, από 58 δις το 2001 σε 91 δις το 2011 (ISIS), οπότε σίγουρα δεν δίνει αγώνα επιβίωσης αλλά αγώνα για μεγάλωμα της πίττας και μεγιστοποίηση των κερδών.  Οι είκοσι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου βρίσκονται στις πρώτες θέσεις στη λίστα των «top 100» εταιρειών στον κόσμο. Όσο για τα πραγματικά κίνητρα της ενοποίησης της αμυντικής βιομηχανίας, που θα σαρώσει ότι έχει απομείνει στις μικρότερες  χώρες, μάλλον η άποψη του Wolfgang Ischinger, πολιτικού, διπλωμάτη και προέδρου του διαρκούς συνεδρίου ασφάλειας του Μονάχου, είναι περισσότερο ειλικρινής και «πραγματιστική»: «Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία μπορεί να ανθίσει μόνο αν συγχωνευτεί. Με αυτόν τον τρόπο μόνο, απομακρυνόμαστε από μία κατάσταση όπου οι Γάλλοι ανταγωνίζονται τους Γερμανούς και τους Σουηδούς για παραγγελίες στην ινδική ή την κινέζικη αγορά. Στο τέλος, αν μη τι άλλο, η Αμερικανός αντίπαλος κερδίζει τη μέρα».

Επειδή είναι σε όλους αντιληπτό,  ότι σε μία εποχή άγριας λιτότητας για την Ευρώπη, είναι δύσκολο να «αγοράσει» ο μέσος ευρωπαίος την πολιτική που του ετοιμάζουν, προσπαθούν να την περάσουν από την «πίσω πόρτα», με το επιχείρημα δηλαδή ότι αυτή «…θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, καινοτομία και ανάπτυξη» (ομιλία της Katherine Aston στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας , Μάρτιος 2013). Κατ’ αρχήν, ποτέ ό ρόλος των αμυντικών δαπανών, ούτε τη αμυντικής βιομηχανίας δεν ήταν αυτός. Παρεμπιπτόντως ναι, δημιουργούν και θέσεις εργασίας αλλά με πολύ χαμηλή αποδοτικότητα. Σύμφωνα με μελέτη του πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, επένδυση $1 δις, δημιουργεί στην άμυνα 11200 θέσεις εργασίας,  στην καθαρή ενέργεια 16800, στην υγεία 17200 και στην παιδεία 26700. Ένας άλλος σύγχρονος «μύθος» είναι ότι ή έρευνα για την άμυνα γεννά προϊόντα και καινοτομία που περνούν στον μη-στρατιωτικό τομέα της οικονομίας και συντελούν έτσι στην οικονομική ανάπτυξη (spin-offs): στην πραγματικότητα η τάση που γνωρίζει αλματώδη αύξηση μετά τον ψυχρό πόλεμο είναι ακριβώς η αντίστροφη, δηλαδή η ραγδαία διείσδυση μη-στρατιωτικής τεχνολογίας στον αμυντικό τομέα (spin-in).

Είναι γεγονός ότι  αυτή η πολιτική ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ είναι κομμένη και ραμμένη στις  στρατηγικές επιδιώξεις και τα συμφέροντα κατ’ αρχήν των τριών μεγάλων της ένωσης (Γαλλίας, Αγγλίας και Γερμανίας) και στη συνέχεια του αμέσως ευρύτερου κύκλου των έξι, που περιλαμβάνει επίσης την Ιταλία, τη Σουηδία και την Ισπανία. Οι χώρες αυτές, οι επονομαζόμενες και LoI (Letter of Intent)- από την ομώνυμη συμφωνία που υπέγραψαν το 2000 μεταξύ τους, για την από κοινού αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας με σκοπό τη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου στην παγκόσμια αγορά, ελέγχουν σήμερα το 87% της ευρωπαϊκής παραγωγής αμυντικού υλικού και συγκαταλέγονται επίσης στους μεγαλύτερους εξαγωγείς αμυντικού υλικού στον κόσμο: η Γερμανία είναι στην 3η θέση, η Γαλλία στην 4η, η Αγγλία στην 6η, η Ισπανία στην 7η και η  Ιταλία στην 8η. Μαζί με την Ολλανδία (LoI+), την πενταετία 2007-2011 πραγματοποίησαν εξαγωγές αμυντικού υλικού ύψους €170,149 δις.

Οι μεγάλοι χαμένοι της υπόθεσης θα είναι η παγκόσμια ειρήνη, οι λαοί της Ευρώπης και οι μικρές χώρες όπως η Ελλάδα. 

Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα 

Στο κείμενο της ΚΠΑΑ αναφέρεται ότι «..είναι απίθανο να υπάρξει εχθρική ενέργεια μεγάλης κλίμακας σε βάρος χώρας μέλους». Με την παραδοχή αυτή, η ΕΕ «ομογενοποιεί» τεχνητά το περιβάλλον ασφάλειας της ένωσης από τα πάνω, εξαφανίζοντας επιμέρους «ιδιαιτερότητες» όπως αυτή της Ελλάδας, γεγονός που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ικανότητα της χώρας να υποστηρίξει τη δική της «αμυντική ταυτότητα». Η «ομογενοποίηση» αυτή στη συνέχεια, μετατράπηκε σε νομιμοποιητική βάση έτσι ώστε ζητήματα που άπτονται της εθνικής μας κυριαρχίας, όπως είναι ο έλεγχος των προμηθειών των ΕΔ και της αμυντικής βιομηχανίας να περάσουν στην Κομισιόν. 

Στη μεταπολεμική περίοδο, είναι η τρίτη φορά  που η χώρα προσχωρεί σε υπερεθνικούς σχηματισμούς ασφάλειας και άμυνας, χωρίς να διασφαλίζεται το αυτονόητο, δηλαδή  ασφάλεια των συνόρων της. Το 1952 προσχώρησε στο ΝΑΤΟ, το οποίο «σηκώνει τα χέρια» για την περίπτωση απειλής που προέρχεται από χώρα-μέλος. Το 1995 προσχώρησε στη ΔΕΕ αλλά εκεί ήδη υπήρχε η Τουρκία από το 1992 (υπό την ιδιότητα του Associate Member) και η οποία το 2000, λόγω Ελλάδας,  απείλησε να μπλοκάρει με βέτο στο συμβούλιο της συμμαχίας την δυνατότητα πρόσβασης της ΕΕ σε μέσα του ΝΑΤΟ (στα πλαίσια της συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ που εξελίχθηκε στη συμφωνία Berlin+),  εκτός αν της παρέχονταν πρόσβαση στις δομές ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ.  Με τη συνθήκη της Λισσαβόνας του 2007, που κατήργησε τη ΔΕΕ, προσχώρησε αναγκαστικά ως χώρα-μέλος της ΕΕ στην ΚΠΑΑ και βρίσκεται αντιμέτωπη με το αμφιλεγόμενο κείμενο της «ρήτρας αμοιβαίας άμυνας» (άρθρο 42.7 της ΣΛΕΕ), που στην προσπάθεια να συμβιβάσει αντικρουόμενα στρατηγικά συμφέροντα χωρών της ΕΕ τελικά δεν δεσμεύει επί της ουσίας κανέναν. Οι λέξεις «military assistance» που έδιναν το ειδικό βάρος του άρθρου «V» (αμοιβαία άμυνα) της ΔΕΕ έχουν εξαφανιστεί, οι χώρες σε περίπτωση εχθρικής ενέργειας εις βάρος χώρας-μέλους, έχουν μεν «…την υποχρέωση παροχής βοήθειας με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους……» , με «…σεβασμό της ουδετερότητας χωρών μελών» αλλά για «….για τις χώρες που είναι μέλη του ΝΑΤΟ, αυτό παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας και το φόρουμ για την υλοποίησή της». Άρα για το θέμα της συλλογικής άμυνας, η ΚΠΑΑ αναδρομολογεί πίσω στο ΝΑΤΟ. Μελέτη του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων συνοψίζει τα μεγάλα ΔΕΝ της ρήτρας αμοιβαίας άμυνας: δεν είναι δεσμευτική σε επίπεδο ΕΕ αλλά σε διακυβερνητικό επίπεδο, δεν θεσμοθετεί επιπρόσθετες αρμοδιότητες για την ΕΕ, δεν έχει νομικές επιπτώσεις στην περίπτωση μη-συμμόρφωσης, δεν είναι ισχυρή η σύνδεσή της με την πολιτική ασφάλειας της Ένωσης, δεν προβλέπει τα αναγκαία όργανα σε επίπεδο ΕΕ, δεν προβλέπει ελάχιστη συνδρομή, δεν προβλέπει διαδικασία υλοποίησης και τέλος δεν προβλέπει μηχανισμό ετοιμότητας.

Η αμυντική βιομηχανία της χώρας, που σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας εντάσσεται στις μη επιθυμητές επικαλύψεις, θα είναι η νέα «Ιφιγένεια» που θα πρέπει να θυσιαστεί στο βωμό της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Τρόικα απαιτεί τη θυσία αυτή εδώ και τώρα. Ότι δεν πετύχει άμεσα, θα το πετύχει στην πορεία η απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς αμυντικού υλικού και ο τεχνολογικός «στραγγαλισμός» της αμυντικής βιομηχανίας που επέβαλε η ΕΕ με την οδηγία 2009/81/ΕΚ (προμήθειες  στον τομέα Άμυνας και Ασφάλειας): (1) δεν επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση συμβάσεων στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία της χώρας, επ’  απειλή παραπομπής της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εκτός περιορισμένων και απόλυτα τεκμηριωμένων εξαιρέσεων στη βάση του άρθρου 346 ΣΛΕΕ και (2) απαγορεύεται οι συμβάσεις προμήθειας αμυντικού υλικού να συνοδεύονται από συμβάσεις μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας (offsets-αντισταθμιστικά), που για μη-βιομηχανικές χώρες όπως είναι η Ελλάδα αποτελούν τη μοναδική πηγή για την ανάπτυξη εγχώριας βάσης αμυντικής τεχνολογίας και βιομηχανίας. Σύμφωνα με μελέτη του Chatman House, ο «εξοβελισμός» των offsets  ήταν ο άμεσος στόχος της οδηγίας 2009/81/ΕΚ. 

Η χώρα ζει ήδη το δράμα της «λαθρομετανάστευσης» το οποίο αναμένεται να επιδεινωθεί με τις πολιτικές που υιοθετεί η ΕΕ. Πολλοί προσπαθούν τα της χρυσώσουν το χάπι υποσχόμενοι ότι τα νέα συστήματα εναέριας επιτήρησης που θα αναπτυχθούν για την υλοποίηση της ΚΠΑΑ, όπως είναι τα μη-επανδρωμένα αεροσκάφη, θα λύσουν το πρόβλημα. Πρόκειται για αφέλεια ή άγνοια ιστορικών διαστάσεων. Η Ελλάδα έχει μήκος ακτογραμμής όσο περίπου και η Κίνα και κατά 6000 χλμ. μικρότερο από τις ΗΠΑ.  Εάν υπήρχε τεχνική λύση στο πρόβλημα, θα την είχαν εφαρμόσει πάνω απ’ όλα οι ΗΠΑ στο έδαφός τους.

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι αυτή η πολιτική, όπως έδειξε το παράδειγμα των ΗΠΑ, δεν παράγει ασφάλεια και δεν παράγει επίσης ανάπτυξη. Η Ευρώπη δεν πρέπει να αποτελέσει το νέο παγκόσμιο χωροφύλακα αλλά δύναμη κανόνων, δικαιωμάτων και ανάπτυξης. Με αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη και στη βάση αρχών ισοτιμίας και συνεννόησης και όχι ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών,  θα μπορούσε να ιδωθεί και το θέμα της κοινής ασφάλειας από άλλη σκοπιά: ως συλλογική ασφάλεια του ευρωπαϊκού εδάφους  θεμελιωμένη στην αρχή της επάρκειας σε ευρωπαϊκή κλίμακα που θα επέτρεπε σημαντική μείωση των αμυντικών δαπανών και παραγωγικό αναπροσανατολισμό μεγάλου μέρους της αμυντικής βιομηχανίας, που έτσι κι αλλιώς είναι πλεονασματική, σε μη-στρατιωτικές δραστηριότητες. Μια τέτοια προσέγγιση, σε συνδυασμό με την ενίσχυση του ρόλου του ΟΗΕ και το σεβασμό του διεθνούς δικαίου θα μπορούσε πραγματικά να συμβάλλει σ’ ένα καλύτερο κόσμο.

Το πρόγραμμα της ημερίδας

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)