to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ιδού η καταστροφική τετραετία Μητσοτάκη στην οικονομία

Ακόμη και η άνοδος του ΑΕΠ, η οποία στο σύνολο της τετραετίας είναι χαμηλή ως ποσοστό συνοδεύτηκε από διεύρυνση των ανισοτήτων όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία


Μεγάλα είναι τα πλήγματα που έχει φέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην οικονομία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τεράστια προβλήματα στους πολίτες, οι οποίοι βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται συνεχώς. Ακόμη και το προεκλογικό αφήγημα της Ν.Δ. περί στήριξης της μεσαίας τάξης κατέρρευσε, κάτι το οποίο αποτυπώθηκε τόσο στην υποτυπώδη συμπερίληψη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και στα μεγάλα χρέη που έχουν δημιουργηθεί. Η «απάντηση» που δόθηκε σε αυτές ήταν οι ανεπαρκείς ρυθμίσεις χρεών. Άλλωστε, και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αναφέρθηκε στους μικρομεσαίους κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του προεκλογικού προγράμματος της Ν.Δ. Παράλληλα, ακόμη και η άνοδος του ΑΕΠ, η οποία στο σύνολο της τετραετίας είναι χαμηλή ως ποσοστό, συνοδεύτηκε από διεύρυνση των ανισοτήτων, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, τα οποία μάλιστα αφορούν την περίοδο πριν το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης.

Η μείωση μισθών

«Χαστούκι» στην κυβέρνηση αποτέλεσαν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που δείχνουν την κατάρρευση των μισθών στη χώρα μας. Στην Ελλάδα ο μέσος ονομαστικός μεικτός μισθός το 2022 αυξήθηκε κατά 1,5%, αλλά ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω του πληθωρισμού 9,7%, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση των πραγματικών μισθών τους την περασμένη χρονιά στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ και την τριετία 2019-2022 η Ελλάδα ήταν η μία από τις δύο μόνο χώρες του Οργανισμού που ο ονομαστικός μισθός μειώθηκε.

Εξαρση της φτωχοποίησης

Παράλληλα, έχει σημειωθεί άνοδος της φτωχοποίησης. Στην τελευταία έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος επισημαίνεται ότι οι άνεργοι σε ποσοστό 45,4%, οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (27,3%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (23,6%) και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (23,7%) είναι οι κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα. Παράλληλα, σε επίπεδο Ε.Ε., το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε στη χώρα μας κατά 0,9% το 2021, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ το 20,4% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ο κύριος λόγος μείωσης του εισοδήματός του ήταν η πανδημία.

Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία για τα εισοδήματα των νοικοκυριών το 2020 που προέρχονται από την έρευνα της E.Ε., ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκε στο 19,6%, από 17,7% που είχε καταγραφεί για τα εισοδήματα του 2019, ανατρέποντας την τάση αποκλιμάκωσης που είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα έτη. Επίσης, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27 (16,8%) και είναι ο όγδοος υψηλότερος στην Ε.Ε.-27. Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό, αυξήθηκε σε 28,3% (ή 2,971 εκατ. άτομα), από 27,4% το 2019 και 29,0% το 2018. Και οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας εμφανίζουν σημαντική επιδείνωση στην Ελλάδα το 2020, παραμένοντας, ωστόσο, κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε.-27.

Οι ανισότητες

Την ίδια στιγμή, οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα εμφανίζουν σημαντική επιδείνωση το 2020. Η ίδια τάση προκύπτει και για τον δείκτη ανισότητας S80 / S20, με βάση τόσο τις αγορές των νοικοκυριών όσο και τη συνολική καταναλωτική δαπάνη, ο οποίος αυξήθηκε (σε 5,2 από 4,8 το 2020 και σε 4,1 από 3,5 το 2020 αντίστοιχα). Για να γίνει πλήρως κατανοητό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο δείκτης S80 / S20 εισοδήματος μετρά τη σχετική ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, συγκρίνει το εισόδημα που κατέχει το 20% των πλουσιότερων ατόμων με αυτό που κατέχει το 20% των φτωχότερων.

Ο συντελεστής Gini (δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος), όπως ονομάζεται, εκτιμήθηκε το 2021 σε 32,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2020. Το παραπάνω ποσοστό ερμηνεύεται ως εξής: Αν επιλέξουμε 2 τυχαία άτομα του πληθυσμού, αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 32,4% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2011, δηλαδή το έτος κατά το οποίο ο συντελεστής Gini κατέγραψε τα πρώτα μνημονιακά μέτρα που συρρίκνωσαν τα εισοδήματα του 2010, από το 32,9% αυξήθηκε στο 33,5%. Έκτοτε παρουσίαζε ανοδική πορεία. Το 2014, ήτοι την τέταρτη χρονιά των Μνημονίων, βρέθηκε στο 34,5%. Τα Μνημόνια έληξαν στις 20 Αυγούστου 2018, και το 2017, το 2018 και το 2019 (εισοδήματα του 2016, του 2017 και του 2018 αντιστοίχως) ο συντελεστής Gini έβαινε μειούμενος.

Ολα τα παραπάνω δείχνουν ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, ιδίως για ένα ευρύ τμήμα του πληθυσμού, το οποίο αντιμετωπίζει τα συνεχιζόμενα κύματα ακρίβειας, τα οποία δεν φαίνεται να κοπάζουν. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη χειροτέρεψε τις οικονομικές και τις κοινωνικές συνθήκες.

Τα «χτυπήματα» στους νέους

Σημαντικά προβλήματα αντιμετώπισαν και οι νέοι επί των ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη τόσο σε επίπεδο φτώχειας όσο και ανεργίας.

Μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., το υψηλότερο ποσοστό των νέων που υπέστησαν σημαντικές υλικές και κοινωνικές στερήσεις το 2021 καταγράφηκε στη Ρουμανία (23,1%) και ακολουθούν η Βουλγαρία (18,7%) και η Ελλάδα (14,2%). Αντιθέτως, το ποσοστό αυτό ήταν μικρότερο του 3% σε 11 από τα 26 κράτη-μέλη της Ε.Ε. που διέθεσαν στοιχεία, και συγκεκριμένα σε Λουξεμβούργο, Πολωνία, Σουηδία, Κύπρο, Τσεχία, Ολλανδία, Κροατία, Σλοβενία, Φινλανδία, Αυστρία και Εσθονία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2021 το ποσοστό των νέων ηλικίας 15-29 ετών που κινδυνεύουν από φτώχεια έφτανε το 20,1%, έναντι 16,8% στον συνολικό πληθυσμό. Μεταξύ 19 χωρών της Ε.Ε., η μεγαλύτερη απόκλιση παρατηρείται στη Δανία (12,3% του συνολικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, έναντι 25,6% των νέων) και στη Σουηδία (15,7% έναντι 24,6%). Στην Ελλάδα κοντά στον κίνδυνο της φτώχειας βρίσκεται το 26% των νέων, έναντι 19% του συνολικού πληθυσμού. Σε οκτώ χώρες της Ε.Ε. οι νέοι κινδυνεύουν λιγότερο από τη φτώχεια απ’ ό,τι ο πληθυσμός συνολικά. Οι πιο αισθητές διαφορές παρατηρήθηκαν στη Λετονία (23,4% του συνολικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με το 17% των νέων), στη Μάλτα (16,9% έναντι 11,3%), στην Εσθονία (20,6% σε σύγκριση με 15,7%) και στην Κροατία (19,2% έναντι 14,7%).

Ο «πρωταθλητισμός» στην ανεργία νέων και γυναικών

«Πρωταθλήτρια» αναδεικνύεται η Ελλάδα στην ανεργία τόσο των νέων όσο και των γυναικών τον Φεβρουάριο, κάτι το οποίο προκαλεί ανησυχία ενόψει και της δύσκολης συγκυρίας. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat, η χώρα μας καταγράφει ποσοστό της τάξης του 29,7% στην ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών, ενώ ακολουθούν η Ισπανία με ποσοστό 29,3% και η Ιταλία με ποσοστό 22,4%. Στον αντίποδα, το χαμηλότερο ποσοστό σημειώνει η Γερμανία με 5,7%, ακολουθούν η Τσεχία με 7,2% και η Ισλανδία με 8,7%.

Αναφορικά με το ποσοστό ανεργίας κατά φύλο, στην Ελλάδα σημειώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό με 15,8%, ενώ ακολουθούν η Ισπανία με 14,5% και η Ιταλία με 9,4%. Το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφει η Αυστρία με 2,7%, μετά έρχονται οι Βουλγαρία, Δανία και Τσεχία με 2,8%.

Η «ασφυξία» των μικρομεσαίων

Πολλά και μεγάλα είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τα στοιχεία που προκύπτουν από την τελευταία έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ καταδεικνύουν με εμφατικό τρόπο το σοβαρό αρνητικό αποτύπωμα που άφησαν ο πληθωρισμός και τα ενεργειακά και λοιπά κόστη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, το 44% εκτιμά αρκετά ή πολύ πιθανό η επιχείρησή του να κλείσει κατά το επόμενο έτος. Περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις (41,5%) αναμένουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το τρέχον έτος, παρά τους ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας.

Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων θεωρεί πως οι συνέπειες του πληθωρισμού είναι αρνητικές, με σημαντικότερες τη μείωση της ζήτησης προϊόντων από τους τελικούς καταναλωτές (67%), την αύξηση του ανταγωνισμού με τις άλλες επιχειρήσεις (45,2%), την αδυναμία εύρεσης πρώτων υλών (40%), την αναστολή επενδυτικών αποφάσεων (38,5%) και την αύξηση των οφειλών προς το Δημόσιο (38,5%).

Προκειμένου να επιβιώσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις προβαίνουν σε ανατιμήσεις των προϊόντων τους, οι οποίες έγιναν το 2022 και θα συνεχιστούν και το 2023. Το 69% σκοπεύει να προχωρήσει σε νέες αυξήσεις τιμών εντός του επόμενου εξαμήνου. Αυξημένα ποσοστά ως προς την εκτίμηση μελλοντικής αύξησης των τιμών εμφανίζουν οι επιχειρήσεις που λειτουργούν έως 10 έτη, που δραστηριοποιούνται σε μεγάλα αστικά κέντρα, έχουν υψηλότερο τζίρο, πωλούν ενδιάμεσα αγαθά και πραγματοποιούν εξαγωγές. Μεγάλο πρόβλημα για τις ΜμΕ ήταν το αυξημένο κόστος ενέργειας, καθώς 1 στις 3 επιχειρήσεις (34,8%) δήλωσε ότι αντιμετώπισε αυξήσεις άνω του 50%, με τις μισές από αυτές να δηλώνουν πως το σχετικό κόστος αυξήθηκε πάνω από 100%. Έτσι, η μεσοσταθμική αύξηση της δαπάνης ενέργειας για το σύνολο των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε στο 42%.

Το τεράστιο κόστος στέγασης

Κεφαλαιώδες ζήτημα αποτελεί και η ακρίβεια στη στέγαση για τους πολίτες. «Ράλι», το οποίο φτάνει το 35% κατά μέσο όρο στα ενοίκια των σπιτιών, έχουν σημειώσει οι τιμές των ακινήτων κατά την τελευταία τετραετία, κάτι το οποίο δείχνει τη μεγάλη επιβάρυνση που έχουν υποστεί τα νοικοκυριά. Μάλιστα, η άνοδος συνεχίζεται, καθότι, όπως δείχνουν τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξήθηκαν σε όλη τη χώρα κατά 5,5% το διάστημα Ιανουάριος-Μάρτιος 2023, ενώ το αντίστοιχο περσινό είχαν αυξηθεί κατά 7,5%. Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο για τα πιο φτωχά νοικοκυριά. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών πληρώνει 43% (διάμεση τιμή) του εισοδήματός του στο ενοίκιο. Παράλληλα, βασικό παράγοντα για την εξέλιξη των τιμών αποτελεί η αύξηση των στεγαστικών επιτοκίων, καθώς, σύμφωνα με τους αναλυτές, το μέσο στεγαστικό επιτόκιο θα αγγίξει το 6% εντός του 2023, σε μια εποχή κατά την οποία το κόστος διαβίωσης και το κόστος ενέργειας συνεχώς αυξάνονται.

Το πρόβλημα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους

«Αγκάθι» αποτελεί και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Η κυβέρνηση φρόντισε να πανηγυρίσει για τη μείωσή του το 2022 ως ποσοστού του ΑΕΠ από 193,3% σε 171,3%, αναγορεύοντάς την σε τεκμήριο ορθότητας και αποτελεσματικότητας της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, ο συνολικός όγκος του χρέους που το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να αποπληρώσει και για το οποίο πρέπει να πληρώνει τόκους (χρέος Κεντρικής Κυβέρνησης) αυξήθηκε την ίδια περίοδο κατά 36,3 δισ. ευρώ, προσεγγίζοντας τα 400 δισ. ευρώ (392,3 δισ. ευρώ). Το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται στο ότι ένα μέρος του είναι ενδοκυβερνητικό χρέος, δηλαδή χρέος της Κεντρικής Διοίκησης προς τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αυτή η κατηγορία χρέους αυξήθηκε, επίσης, στα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη κατά 11,1 δισ. ευρώ.

Ως εκ τούτων, το εξωτερικό χρέος της χώρας, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, συνεχίζει να αυξάνεται στο ιλιγγιώδες ποσό των 565 δισ. ευρώ (αφού το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να καλυφθεί με εξωτερική χρηματοδότηση), κατά σχεδόν 50 δισ. ευρώ κάθε έτος. Άλλωστε, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεκαπλασιάστηκε από το 2019 μέχρι το τέλος του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζας της Ελλάδος. Άλλωστε, το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε κατά σχεδόν 40 δισ. ευρώ κατά την τελευταία τετραετία.

Η φορολογία

Πρόβλημα αποτελεί και η φορολογία. Από το 2019 έως το 2023 είχαμε κατά μέσο όρο 2,8 δισ. κατ’ έτος περισσότερα έσοδα από φόρους από ό,τι την τετραετία 2015-2019. Μάλιστα αυτό δεν οφείλεται στην ανάπτυξη, καθώς ο μέσος αυξητικός ρυθμός ανάπτυξης την τετραετία είναι 1,8. Άλλωστε, η υπέρβαση των φορολογικών εσόδων για το 2022 άγγιξε σχεδόν τα 5,3 δισ. ευρώ (κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού), ενώ ήδη για το πρώτο τρίμηνο του 2023 φτάνει τα 1,436 δισ. ευρώ.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)