to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Βιβλιοκριτική: «Ο Γ. Ασημίδης (1907-1944) - Η Μικρή Ιστορία μέσα στη Μεγάλη»

Μια λησμονημένη ηγετική μορφή του κομμουνιστικού μας κινήματος έρχεται να μας θυμίσει και να μας γνωρίσει η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου «Ο Γ. Ασημίδης (1907-1944). Η Μικρή Ιστορία μέσα στη Μεγάλη» από τις Εκδόσεις Εύμαρος. Το βιβλίο συζητά τη ζωή και τη δράση του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ στο Μεσοπόλεμο Γιώργου Ασημίδη, υπογραφόμενο από την κόρη του Ελένη Κωνσταντινίδου


Μια λησμονημένη ηγετική μορφή του κομμουνιστικού μας κινήματος έρχεται να μας θυμίσει και να μας γνωρίσει η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου «Ο Γ. Ασημίδης (1907-1944). Η Μικρή Ιστορία μέσα στη Μεγάλη» από τις Εκδόσεις Εύμαρος. Το βιβλίο συζητά τη ζωή και τη δράση του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ στο Μεσοπόλεμο Γιώργου Ασημίδη, υπογραφόμενο από την κόρη του Ελένη Κωνσταντινίδου.

Ο Γιώργος Ασημίδης (ψευδώνυμο του Γιώργου Κωνσταντινίδη) ήταν βασικός ηγέτης του ΚΚΕ μαζί με τους Ζαχαριάδη και Μιχαηλίδη στα 1931-33. Στην περίοδο αυτή πρωταγωνίστησε στην επιβολή της σταλινικής «μπολσεβικοποίησης» στο κόμμα, μέχρι να συγκρουστεί με τον Ζαχαριάδη, ένα γεγονός που του κόστισε τη διαγραφή του το 1934 και την εκτέλεση από τους πρώην συντρόφους του το Δεκέμβρη του 1944, στα πλαίσια της γενική εκκαθάρισης όσων κομμουνιστών, ιδιαίτερα παλιών, αποστασιοποιημένων στελεχών, θεωρούσε «επικίνδυνους» η τότε ηγεσία του ΚΚΕ.

Αν και αυτά τα βιογραφικά στοιχεία αρκούν για να κινήσουν το ενδιαφέρον, τόσο ο ρόλος του Ασημίδη στα 1931-33 όσο και η μετέπειτα αποστασιοποίησή του από το κίνημα δεν προδιαθέτουν για κάτι ξεχωριστό. Το βιβλίο της Κωνσταντινίδου –μια ογκώδης, αναλυτική και στοχαστική πραγματεία 510 σελίδων– έρχεται να ανατρέψει αυτή την εικόνα, θυμίζοντάς μας για μια ακόμη φορά το οικείο ρητό ότι τα φαινόμενα συχνά απατούν. Μας αποκαλύπτει πειστικά και τεκμηριωμένα τον Ασημίδη σαν έναν οξυδερκή, φωτισμένο και ακέραιο αγωνιστή, ο οποίος ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από τις τυποποιημένες σταλινικές απόψεις της εποχής, μπόρεσε στη συνέχεια να κάνει σημαντικά βήματα εμπρός μελετώντας το μαρξισμό και διδασκόμενος από την ίδια τη ζωντανή πορεία του κινήματος. Αυτό το περιστατικό δίνει μια τιμητική θέση στον Ασημίδη στην ιστορία του κομμουνιστικού μας κινήματος, όπου σπανίζουν τέτοιες μορφές, κάνοντας αναγκαία μια αναφορά στο σημαντικό αυτό βιβλίο.

I. Μερικά βιογραφικά στοιχεία (1)

Ο Ασημίδης γεννήθηκε το 1907 στο Παρόρι Βοιωτίας σε μια εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του Δημήτρης Κωνσταντινίδης ήταν γιατρός). Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδας του, αλλά μετά τον απροσδόκητο θάνατο του πατέρα του το 1918, όταν ήταν 11 χρονών, η οικογένειά του ήρθε στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκαν το 1919.

Μέσα στα ταραγμένα εκείνα χρόνια των πολέμων και της μικρασιατικής καταστροφής ο νεαρός Ασημίδης άρχισε να εργάζεται από μαθητής, στα 14, και σύντομα ήρθε σε επαφή με τις ριζοσπαστικές ιδέες της εποχής. Το 1922 μυήθηκε στον κομμουνισμό από έναν αναρχικό συμμαθητή του που είχε έρθει από την ΕΣΣΔ.

Το 1923, κάτω από την επίδραση της αιματηρής καταστολής μιας μεγάλη απεργίας στο Πασαλιμάνι, γράφτηκε στην κομμουνιστική νεολαία και το 1924 μαζί με τον Κ. Αναστασιάδη δημιούργησαν ένα μαθητικό κομμουνιστικό πυρήνα. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς αποφοίτησε από το γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική, όταν και συνελήφθη, το Νοέμβρη, για πρώτη φορά μετά από ομιλία του σε μια φοιτητική κινητοποίηση.

Το 1925, σε ηλικία 18 χρονών, έγινε Γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας Αθήνας και, σε συνεργασία με τον Αναστασιάδη, δημιούργησαν μια μαρξιστική σχολή για τη μαθητιώσα νεολαία. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς οργάνωσε μια μεγάλη νεολαιίστικη συγκέντρωση και, παρά τον αντίθετο ηλικιακό κανόνα, έγινε μέλος στο κόμμα και εκλέχτηκε στην Περιφερειακή Επιτροπή της Οργάνωσης Αθήνας.

Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς συνελήφθη από το καθεστώς του Πάγκαλου με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και φυλακίστηκε, αλλά δραπέτευσε. Ακολούθησε μια νέα σύλληψη τον Οκτώβρη, μια δραπέτευση από νοσοκομείο τον Ιανουάριο του 1926 και μια εκ νέου σύλληψη σχεδόν αμέσως και παραμονή στη φυλακή ως τον Απρίλη. Τότε εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ της ΟΚΝΕ. Στη συνέχεια, το 1927, έγινε Γραμματέας της νεολαίας στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε μια μαρξιστική σχολή, συνελήφθη εκ νέου σε μια καπνεργατική κινητοποίηση και εξορίστηκε στη Φολέγανδρο, από όπου πάλι δραπέτευσε.

Το 1928 εκλέχτηκε Γραμματέας της ΟΚΝΕ, ενώ ήταν ήδη μέλος της ΚΕ του κόμματος. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς φυγαδεύτηκε στη Ρωσία, όπου παρακολούθησε το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν, ενώ φοίτησε και στις κομματικές σχολές ΚUTV. Το Σεπτέμβρη του 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα ως μέλος της τριμελούς ηγεσίας του ΚΚΕ (Ζαχαριάδης, Μιχαηλίδης, Κωνσταντινίδης) και του επταμελούς Πολιτικού Γραφείου που διόρισε η Κομιντέρν (με επιπλέον μέλη, εκτός από τους τρεις, τους Σκλάβαινα, Ιωαννίδη, Στρίγκο και Νεφελούδη).

Με την επέμβαση της Κομιντέρν τερματίστηκε η λεγόμενη φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές που επέδρασε διαλυτικά στο κόμμα στη διετία 1929-1931. Ωστόσο, η αλλαγή στην ηγεσία δεν έφερε μια πολιτική αποσαφήνιση, καθιερώνοντας απλά τη μονολιθική πειθαρχία που επέβαλε τότε γενικά στην Κομιντέρν ο σταλινισμός. Ο ερχομός της νέας ηγεσίας συνδυάστηκε με την κυριαρχία των σταλινικών σχημάτων περί σοσιαλφασισμού, υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο τον πολιτικό λόγο του ΚΚΕ, και με την επιβολή ενός αντιδημοκρατικού εσωκομματικού καθεστώτος, εισάγοντας την πρακτική να παρουσιάζεται κάθε εναλλακτική άποψη μέσα στο κόμμα ως έργο πρακτόρων του ταξικού εχθρού.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Ασημίδης άρχισε να διαφοροποιείται από τον Ζαχαριάδη και τον κύκλο του, χωρίς ακόμη να έχει μια δική του αποκρυσταλλωμένη άποψη και πολιτική γραμμή. Μετά από μια νέα σύλληψη και περιπέτειες το 1932, ο Ζαχαριάδης, σε μια από τις τυπικές μανούβρες του με τις οποίες απομάκρυνε δυνητικούς εσωκομματικούς αντιπάλους, τον έστειλε το 1933 να αναλάβει την καθοδήγηση της κομματικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη. Τότε σημειώθηκε η πρώτη σημαντική διαφωνία του Ασημίδη με την κομματική γραμμή, όταν τον Ιούλη του 1933 αντιτάχτηκε στο να κατεβούν κομματικοί υποψήφιοι στις επαναληπτικές εκλογές, με το σκεπτικό ότι θα ευνοούνταν οι μοναρχικοί του Λαϊκού Κόμματος, και πρότεινε να στηριχτούν οι βενιζελικοί υποψήφιοι. Η ήττα στις εκλογές, καθώς οι κομματικοί ψηφοφόροι στράφηκαν έτσι κι αλλιώς στους βενιζελικούς, φορτώθηκε από το ΠΓ του ΚΚΕ στον Ασημίδη. Στη συνέχεια, αναπτύσσοντας την κριτική του, επέκρινε την κομματική ηγεσία για οικονομισμό και μια υποτίμηση του κινδύνου του φασισμού, ως μιας εσωτερικής διαπάλης ανάμεσα σε μερίδες της αστικής τάξης.

Αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης ήταν η διαγραφή του Ασημίδη από το κόμμα το 1934 στο 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Η σχετική απόφαση που τον στιγμάτιζε ως «πράκτορα του ταξικού εχθρού» ήταν η πατέντα για αμέτρητες άλλες τέτοιες συκοφαντικές καταγγελίες, από τον Άρη Βελουχιώτη και τον Καραγιώργη ως τον Πλουμπίδη, που εξακόντισε στις επόμενες δεκαετίες η ζαχαριαδική ηγεσία. Η απόφαση ανέφερε μεταξύ άλλων:

«ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΗ ΑΣΗΜΙΔΗ

Με την απόφαση του που δημοσιεύτηκε στο “Ριζοσπάστη” της 4 του Αυγούστου το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ διάγραψε από μέλος του Κόμματος τον οπορτουνιστή και φραξιονιστή Ασημίδη, μέλος της ΚΕ και του ΠΓ του ΚΚΕ απ’ την 5η ως την 6η Ολομέλεια. Γιατί διαγράφτηκε ο Ασημίδης (Ευσταθίου); Γιατί αγνόησε, γιατί περιφρόνησε και τσαλαπάτησε τη βασική υπόδειξη της έκκλησης της ΕΕ της ΚΔ προς τα μέλη του ΚΚΕ, του Νοέμβρη 1931, ότι πρώτος όρος της μπολσεβικοποίησης του κόμματος είναι το άμεσο και ολοκληρωτικό ξερίζωμα κάθε, και του πιο ελάχιστου φραξιονιστικού υπολείμματος. […]. Μ’ αυτή τη σημαία προχωράμε νικηφόρα. Μ’ αυτή τη σημαία θα νικήσουμε τελειωτικά ρίχνοντας στο σκουπιδαριό της αντεπανάστασης τον καθένα που θα πιστεύσει ότι είναι ικανός ν’ αντιπαραθέσει τον εαυτό του στο κόμμα. Το ΚΚΕ θα συντρίψει αμείλιχτα τον οπορτουνιστή και τυχοδιώκτη Ασημίδη όπως κάθε άλλον παρόμοιό του ως τα σήμερα» (δημοσιεύθηκε στην ΚΟΜΕΠ, 15 Αυγούστου 1934) (2).

Μετά τη διαγραφή του από το ΚΚΕ το 1934 ο Ασημίδης ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή (πέρασε τα μαθήματα 3 ετών μέσα σε ένα εξάμηνο) και άρχισε να δικηγορεί στην Αθήνα. Στην περίοδο αυτή εξέδωσε ένα περιοδικό τιτλοφορούμενο αρχικά Διακήρυξη και σε συνέχεια Μαρξιστική Βήμα. Αποστασιοποιήθηκε όμως βαθμιαία από την ενεργό πολιτική, φεύγοντας για μερικά χρόνια στο εξωτερικό, πιθανά στη Γενεύη, για να επιστρέψει στην Ελλάδα στα τέλη του 1937. 

Στην κατοχή, γνωρίζοντας γερμανικά, δικηγορούσε υπερασπιζόμενος κατηγορούμενους αγωνιστές του ΕΑΜ (στο τελευταίο εξάμηνο οι κατοχικές αρχές έκλεισαν το γραφείο του και ο ίδιος κρύφτηκε για να αποφύγει τη σύλληψη). Το καλοκαίρι του 1944, είχε επαφές με το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας του Θωμά Αποστολίδη (παλιού, επίσης διαγραμμένου, Γραμματέα του ΚΚΕ). Οι επαφές όμως διακόπηκαν το Σεπτέμβρη του 1944 με την εκτέλεση του Αποστολίδη από τους Γερμανούς.

Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών ο Ασημίδης συνελήφθη από την Πολιτοφυλακή Γκύζη και εκτελέστηκε τις επόμενες μέρες (ήταν τότε μόλις 37 χρονών). Για τα ακριβή περιστατικά της εκτέλεσής του δεν υπάρχουν σίγουρες πληροφορίες. Όπως παραθέτει η Κωνσταντινίδου, σύμφωνα με μια μαρτυρία του Δασκαλόπουλου εκτελέστηκε στα Τουρκοβούνια, ενώ ο Βαφειάδης αναφέρει ότι δολοφονήθηκε στο βουνό. Τέλος, ένα δημοσίευμα της Απογευματινής το 1952 κάνει λόγο για εκτέλεση με λιθοβολισμό (σελ. 487).

ΙΙ. Η διανοητική εξέλιξη του Ασημίδη

Όπως μαρτυρά και ο υπότιτλος του βιβλίου –«Η μικρή ιστορία μέσα στη μεγάλη»– ο σκοπός της συγγραφέως είναι να τοποθετήσει το ατομικό γεγονός, τη «μικρή ιστορία» της ζωής του Ασημίδη, μέσα στη «μεγάλη ιστορία» του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, στο οποίο αυτός αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, και την ευρύτερη πολιτική ζωή της χώρας. Για το λόγο αυτό δίνει πολλά στοιχεία για τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου, αλλά και για την αγωνιστική πορεία του Ασημίδη, καθώς και για επεισόδια από την προσωπική ζωή του, χρησιμοποιώντας πλήθος πρωτογενείς πηγές (άρθρα του Ασημίδη στον Ριζοσπάστη, από την περίοδο που ήταν βασικός ηγέτης του κόμματος· αποσπάσματα από το προσωπικό του Ημερολόγιο στα χρόνια της κατοχής· ντοκουμέντα από τα σοβιετικά αρχεία· μαρτυρίες άλλων αγωνιστών). Μέσα από αυτές τις πληροφορίες, πέρα από την ανθρώπινη εικόνα του, παρουσιάζεται η διανοητική του εξέλιξη στα διάφορα στάδια, πριν και μετά τη διαγραφή του από το κόμμα ως τους τελευταίους μήνες πριν το βίαιο θάνατό του. Καθώς δεν είναι δυνατό στο πλαίσιο του παρόντος να επεκταθούμε στο σύνολο των ζητημάτων, θα εστιάσουμε σε αυτή την τελευταία πλευρά και συγκεκριμένα σε δυο σημεία: την κριτική του στη ζαχαριαδική ηγεσία στα 1933-34 και την κριτική του στη συμφωνία του Λιβάνου.

Η κριτική του 1933-34

Αν και η κριτική του 1933-34 αφορούσε ένα τακτικό ζήτημα, τη στάση στις επαναληπτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη, περιλάμβανε μια σαφή αμφισβήτηση του στρατηγικού προσανατολισμού του κόμματος, που αρνούνταν τότε κάθε συμμαχία με άλλες αστικές ή μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις, χαρακτηρίζοντας συλλήβδην τους πάντες ως «σοσιαλφασίστες». Ήταν έτσι αναπόφευκτο να θέσει ο Ασημίδης στην πορεία, αναπτύσσοντας τη, μια σειρά ευρύτερους προβληματισμούς, που έγιναν αντιληπτοί και από τον Ζαχαριάδη ως μια συνολική αμφισβήτηση της κομματικής γραμμής. Η αιχμή της κριτικής του στρέφεται στο γεγονός ότι η ισοπεδωτική εξομοίωση όλων των σοσιαλιστών και αγροτιστών ηγετών ως «πρακτόρων του φασισμού» αποδυνάμωνε τον αντιφασιστικό αγώνα. Όπως αναφέρει και Χατζής, ο Ασημίδης είχε ζητήσει τότε την υποβολή σαφών προτάσεων συνεργασίας στους ρεφορμιστές πάνω σε συγκεκριμένα αιτήματα, προκαταλαμβάνοντας τη μετέπειτα στροφή του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (1935).

Η απάντηση της ηγεσίας του ΚΚΕ με μια πρώτη απόφαση στις 28.10.33, ήταν να καταδικάσει τον Ασημίδη για συνθηκολόγηση με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, επειδή δεν έβλεπε ότι και ο Βενιζέλος «οργανώνει κι αυτός φασιστικό κίνημα». Ακόμη γινόταν λόγος για επίδραση «των σοσιαλφασιστικών και τροτσκιστικών θεωριών για “δημοκρατία και φασισμό” και “μικρότερο κακό της πρώτης από τον δεύτερο”» (σελ. 273-275).

Υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας σε αυτές τις κατηγορίες που συνδέουν τον Ασημίδη με την κριτική που άσκησε την ίδια περίοδο ο Τρότσκι στις καταστροφικές κατευθύνσεις της Κομιντέρν, αναφορικά κυρίως με τη Γερμανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην επαύριο της εκλογικής ήττας στη Θεσσαλονίκη, σε άρθρο του στις 4.7.1933, ο Ασημίδης παρέθετε στην προμετωπίδα το γνωστό απόσπασμα από τη 18η Μπριμέρ του Μαρξ, στο οποίο γίνεται λόγος για τα πισωγυρίσματα και τις ήττες των προλεταριακών επαναστάσεων. Ο Ζαχαριάδης, σε άρθρο του στις 21.8.1934, θα του επιτεθεί με αυτή την αφορμή, εκτιμώντας ότι «ο ηττοπαθής αυτός οπορτουνιστής… επηρεασμένος βασικά απ’ την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία έβγαλε το συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ήττα της επανάστασης, ότι την περίοδο της επαναστατικής ανόδου την διαδέχεται μια περίοδος αντίδρασης». Και σε μια πρότερη κριτική του ΠΓ του ΚΚΕ στις 28.10.1933 υποστηρίζεται ότι «Οι απόψεις αυτές του σ. Ευστ. αποτελούν εκδήλωση της επίδρασης των αστικών, σοσιαλδημοκρατικών και τροτσκιστικών θεωριών μέσα στο ΚΚΕ» (παρατίθενται στις σελ. 277, Ευσταθίου ήταν για μια περίοδο ένα άλλο κομματικό ψευδώνυμο του Ασημίδη).

Φυσικά το υποτιθέμενο «τροτσκιστικό σφάλμα» του Ασημίδη δεν ήταν παρά μια ρεαλιστική εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων στη Γερμανία και διεθνώς. Για τον Ζαχαριάδη, ωστόσο, ήταν περίπου αυτονόητο ότι η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία δεν αποτελούσε ήττα του κινήματος και ότι το κίνημα έμπαινε σε μια φάση ανόδου, που υπήρχε το 1933 μόνο μέσα στο κεφάλι του. Στο βαθμό που και η ηγεσία του ΚΚΕ στα πρόσφατα χρόνια, στο πλαίσιο της σταλινικής αναπαλαίωσης μετά το 1991, προώθησε μια αντίστοιχη ανεδαφική γραμμή αντεπίθεσης σε συνθήκες ήττας και υποχώρησης του κινήματος, οι επισημάνσεις του Ασημίδη δεν είναι χωρίς αξία. Ταυτόχρονα, όμως, η ανάγνωση των κειμένων καθιστά σαφές ότι η κριτική του Ασημίδη εκείνο το διάστημα γινόταν ψηλαφητά, χωρίς μια επεξεργασμένη συνολική αντίληψη των εξελίξεων στο ΚΚΕ και γενικότερα στο κομμουνιστικό κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο ίδιος για μια περίοδο είχε ταυτιστεί με τη γραμμή του σοσιαλφασισμού, εκτιμώντας σε άρθρα του το 1932 πως ο κύριος εχθρός του κινήματος ήταν οι σοσιαλιστές (τα μικροαστικά σοσιαλιστικά κόμματα της περιόδου), ενώ ο τροτσκισμός ήταν βοηθός και συνεργάτης τους (σελ. 215, 220). Σε άλλα κείμενά του το 1931, αναφερόμενος στην επιβολή δικτατοριών στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, συνέχεε την αστική δημοκρατία και το φασισμό.

Μια βαθύτερη κριτική βρίσκουμε σε μια επιστολή του Ασημίδη προς την ηγεσία στις 10.11.1933, καθώς και σε μετέπειτα κείμενά του στο Μαρξιστικό Βήμα. Σε αυτή την επιστολή, αφού διατυπώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια την κριτική του στον οικονομισμό –«Μια από τις ελλείψεις του Κόμματός μας είναι η συχνή υποτίμηση των πολιτικών ζητημάτων και των πολιτικών απαιτήσεων των μαζών και η κακή αντίληψη των οικονομικών αγώνων… μια αντιπαράθεση των πολιτικών ζητημάτων στους οικονομικούς αγώνες όχι μόνο δεν χωράει, αλλά είναι πέρα για πέρα βλαβερή» (σελ. 296-297)– αναφέρεται σε ένα σύνολο ελλείψεων και βλαβερών νοοτροπιών στην κομματική δουλειά.

Επισημαίνει συγκεκριμένα ο Ασημίδης την περιφρονητική, αφ’ υψηλού στάση απέναντι στις μάζες, που θεωρούνται προορισμένες απλά να αποδέχονται και να υλοποιούν την κομματική γραμμή – «θεωρούμε πολλές φορές τις μάζες πολιτικά τόσο στραβές, ώστε να νομίζουμε πως αυτές τίποτα άλλο δεν νοιώθουν έξω από συγκεκριμένα ψωμί και τυρί. Αυτό φυσικά δεν φανερώνει παρά την πολιτική στραβομάρα τη δικιά μας» (σελ. 298). Και σε συνέχεια αναφέρεται στην απουσία γνήσιας αυτοκριτικής από τη μεριά της ηγεσίας, παρά τη διαρκή σχετική πίεση προς τα κομματικά μέλη (που δεν είναι στην πραγματικότητα παρά πίεση για συμμόρφωση), την απουσία εσωτερική συζήτησης στο κόμμα, το κλίμα ευνοιοκρατίας και συνεχούς ανακύκλωσης των ίδιων στελεχών και την προσφυγή στην εύκολη λύση των διαγραφών σε κάθε πολιτική διαφωνία. Ως αποτέλεσμα, εκτιμά, οι τακτικές επιλογές δεν συμβαδίζουν με τις στρατηγικές εκτιμήσεις, φέρνοντας σαν παράδειγμα την εισαγωγή της θέσης για το δημοκρατικό χαρακτήρα της επανάστασης, με ταυτόχρονη διατήρηση της ισοπεδωτικής στάσης απέναντι σε όλα τα άλλα κόμματα (σελ. 297-299).

Παρά την αξία αυτών των επισημάνσεων, ωστόσο, είναι ακόμη εμφανής η απουσία επαρκούς ιστορικής γείωσης στην κριτική του. Ο Ασημίδης σαφώς αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα που επισημαίνει ως τοπικές, επιμέρους ανακολουθίες μέσα στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, μη όντας ικανός να θέσει το ερώτημα αν ήταν δείγματα της κατάστασης που επέφερε συνολικά στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ο σταλινισμός. Όπως σωστά σημειώνει και η Ε. Κωνσταντινίδου, η οποία προβαίνει στο βιβλίο σε πολλές σωστές κρίσεις και επισημάνσεις, «Όλες οι παραπάνω ενστάσεις δείχνουν ότι δεν αντιλαμβάνεται σε ποιον βαθμό τα πράγματα έχουν αλλάξει μετά την επιβολή του νέου πολιτικού υποδείγματος στην ΕΣΣΔ, κι από κει σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα. Και το κυριότερο, δεν έχει αντιληφθεί ότι… η αλλαγή των μελών του ΠΓ το 1931 είχε γίνει ακριβώς για να επιβληθεί αυτή η νέα –αλλά παλιά– αντίληψη» (σελ. 299-300). Δείγμα αυτής της ασάφειας είναι και το γεγονός ότι σε μια δεύτερη επιστολή του της 10.11.1933, ενώ αναφέρεται στην ανεπάρκεια ηγετικών στελεχών, συγκεκριμένα του Ιωαννίδη, δεξιού χεριού τότε του Ζαχαριάδη και βασικού υπαίτιου για τα μεγάλα λάθη της κατοχής, αναγνωρίζει πως η δική του στάση ήταν «βλαβερή, αντιπειθαρχική, επομένως φραξιονιστική» (σελ. 305-306).

Η κριτική στη γραμμή του ΚΚΕ στην κατοχή

Η κριτική του Ασημίδη στη γραμμή του Λίβανου, διατυπωμένη σε άρθρα και καταχωρήσεις στο Ημερολόγιό του το 1944, χωρίς να είναι απαλλαγμένη από λάθη και συζητήσιμα στοιχεία, φανερώνει μια σαφώς καλύτερη ιστορική γείωση και αίσθηση, την οποία είχε αποκτήσει και καλλιεργήσει στα χρόνια που μεσολάβησαν. Θα παραθέσουμε πρώτα τα κύρια σημεία της και σε συνέχεια θα προβούμε σε μερικά συνοπτικά σχόλια.

Ο Ασημίδης δεν αντιτάχτηκε μόνο στον Λίβανο ως μια απαράδεκτη, στην ουσία προδοτική, υποχώρηση της ηγεσίας του ΚΚΕ, αλλά διατύπωσε σοβαρές κριτικές σχετικά με τα αίτια που πήρε αυτή την κατεύθυνση, καταλογίζοντάς της μια εγκατάλειψη της ταξικής μαρξιστικής άποψης. Σε ένα άρθρο του, αφού αναφέρεται στη λενινιστική αντίληψη της επανάστασης (η αδυναμία των κυρίαρχων και των υποτελών τάξεων να ζουν όπως πριν) και την αναγκαιότητα μιας ιστορικά επαρκούς πρωτοπορίας και ηγεσίας, «που θα αποτελούσε τον οργανωτή και καθοδηγητή των καταπιεζόμενων μαζών και της σοσιαλιστικής επανάστασης», διαπιστώνει την απουσία ακριβώς του τελευταίου όρου, παραθέτοντας μια 12άδα σημείων όπου η ηγεσία του ΚΚΕ είχε έρθει σε ρήξη με το μαρξισμό. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται η υποκατάσταση της πάλης των τάξεων με την οπτική της εθνικής ενότητας, οι αυταπάτες για ειρηνική και κοινοβουλευτική κατάληψη της εξουσίας και η παραγνώριση της ταξικής φύσης του αστικού κράτους, και τέλος, πιο σημαντικά, η πρόσδεση του κινήματος στους αγγλο-αμερικάνους ιμπεριαλιστές, η παθητική υποταγή στη γραμμή της σταλινικής ΕΣΣΔ και η αποποίηση του διεθνισμού:

«Γιατί έβδομο, εκήρυξε [η ηγεσία του ΚΚΕ] τους Άγγλους, Αμερικανούς και λοιπούς Ιμπεριαλιστές σε φίλους και συμμάχους του ελληνικού λαού, ενώ αυτοί ήσαν σύμμαχοι μόνο της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και εχθροί του Ελληνικού λαού…

Γιατί ένατο, έσπασε τους Διεθνείς δεσμούς του Ελληνικού προλεταριάτου με τους προλετάριους των άλλων εθνών, ενώ η δύναμή του έγκειται ακριβώς στην καλλιέργεια των δεσμών αυτών.

Γιατί δέκατο, ακολούθησε κατά γράμμα την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας, ενώ η πολιτική της έπρεπε να ’ναι διάφορη από την πολιτική του κράτους αυτού.

Γιατί ενδέκατο, έδωσε πίστη στις υποκριτικές διακηρύξεις των ιμπεριαλιστών για σεβασμό της ανεξαρτησίας των λαών και μη επέμβασης τα εσωτερικά τους ενώ η ουσία του ιμπεριαλισμού συνίσταται ακριβώς στην οικονομική και πολιτική υποδούλωση των λαών και των εθνών» (σελ. 475).

Και καταλήγει σκωπτικά ότι η ήττα του κινήματος οφείλεται στο ότι έλειπε ο όρος της επαρκούς κομματικής ηγεσίας, «αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να το επικαλεστεί οποιοσδήποτε τρίτος, όχι όμως η ίδια η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος» (ό.π.).

Οι εκτιμήσεις αυτές, που συμπίπτουν στην ουσία τους και με την κριτική του Άρη Βελουχιώτη, του Γιάννη Πετσόπουλου και μερικών ακόμη φωτισμένων αγωνιστών, προπορεύονταν από τις τότε κρατούσες αντιλήψεις στο κίνημα, όπως και η ακόλουθη συνοπτική, διατυπωμένη μετά τη συμφωνία του Λιβάνου, εκτίμηση του άκριτου πνεύματος της εποχής, που παρεμπόδιζε μια υπέρβαση της ηγεσίας από την κομματική μάζα:

«Η ηγεσία του προλεταριάτου και των συμμάχων του παραιτήθηκε απ’ τους επαναστατικούς σκοπούς και δέχτηκε ν’ ασκήσει ένα είδος “συγκυριαρχίας” με την κεφαλαιοκρατία. Απ’ τη στιγμή αυτή η κεφαλαιοκρατική Ελλάδα είχε σωθεί κι η δραματοποίηση της προλεταριακής ιδέας άρχιζε. Η “ολιγόπειρη” μάζα των οπαδών, που αισθάνεται περισσότερο παρά κρίνει, που ξέρει να πειθαρχεί κι όταν ακόμα αμφιβάλλει, αντέδρασε προς στιγμήν μπρος στην ανεπιθύμητη αυτή προσβολή, αλλά τελικά τη χειροκρότησε σαν νίκη» (σελ. 410, από το άρθρο «Το ταξίδι και ο αέρας του Λιβάνου»).

Στο ίδιο άρθρο του προβαίνει σε μια πειστική κριτική ενάντια στη συμφωνία του Λιβάνου. Αφού αναφέρεται αρνητικά στη διάλυση της Κομιντέρν και σημειώνει την αδυναμία της ελληνικής αστικής τάξης και την κυριαρχία του ΕΑΜ στην Ελλάδα διαπιστώνει: «Αλλά τι συμφωνία μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στο προλεταριάτο και τους συμμάχους του και την κεφαλαιοκρατική ολιγαρχία; Καμιά φυσικά που να συνέφερε και να εξυπηρετούσε και τις δυο παρατάξεις… Για τους επαναστάτες Μαρξιστές η συμφωνία αυτή αποτελεί μια μεγάλη συνθηκολόγηση της προλεταριακής ηγεσίας μπρος στον ταξικό εχθρό, δηλαδή την Ελληνική και την Αγγλική κεφαλαιοκρατία» (σελ. 464-465).

Είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς τη διεισδυτικότητα των παραπάνω επισημάνσεων και κριτικών, πολύ περισσότερα όταν γίνονταν σε μια στιγμή όπου η κομματική μάζα έμενε σε μεγάλο μέρος τυφλή στα μελλούμενα και θεωρούσε τη νίκη του κινήματος δεδομένη.

Στα αναλυτικά σημεία της κριτικής του, ο Ασημίδης επέκρινε με δριμύτητα τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Είδε σε αυτήν ένα σύμπτωμα της εγκατάλειψης του μαρξισμού από τους επίσημους εκπροσώπους του, αποδίδοντάς τη στη (σταλινική) επιβολή της τυφλής μονολιθικότητας στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος. Έχοντας γνωριστεί στη δεκαετία του 1930 και με τις αστικές απόπειρες αναθεώρησης του μαρξισμού (Σχολή της Φρανκφούρτης, κ.ά.) φέρνει εδώ μια σωστή σύνδεση ανάμεσα στο δογματισμό και τον αναθεωρητισμό –τους «παλιούς μαρξιστές» και τους «νέους μαρξιστές», όπως τους αποκαλεί– θεωρώντας τον δεύτερο ως προέκταση του πρώτου:

«Οι μεν παληοί μαρξιστές απ’ τη στιγμή που αντικατέστησαν την ελεύθερη πάλη κι ανάπτυξη των ιδεών με τη μονολιθικότητα και τη φανατική πίστη και πειθαρχία που τους οδήγησε να διακηρύττουν τη διάλυση αίφνης της Κομμουνιστικής Διεθνούς σαν το “επαναστατικότερο και μαρξιστικότερο καθήκον τους”, έδειξαν ότι θεωρούν τον ιστορικό υλισμό σα μια απαρχαιωμένη θεωρία, ανίκανη να μας βοηθήσει στην έρευνα των ιδιομορφιών της παρούσης περιόδου κι έστειλαν επίσημα τη διαλεκτική μέθοδο σ’ επ’ αόριστον άδεια… Άλλοι πάλι θεωρούν τις βασικές του διδασκαλίες σαν ξεπερασμένες και δέχονται απ’ όλο το έργο του θεμελιωτή του επιστημονικού σοσιαλισμού, μόνο την αρχή της εξέλιξης και συνεπώς και της εξέλιξης και αυτού του Μαρξισμού, ανίκανου πλέον ν’ ανταποκριθεί στις νέες ιστορικές συνθήκες (νεομαρξιστές), όπου η κομπάζουσα υπομετριότης όχι μόνο ανακηρύσσεται αλλά και επιβάλλεται ως “μεγαλοφυΐα”» (σελ. 410).

Αναφορικά με το τι θα μπορούσε να αποτελεί μια μαρξιστική γραμμή στις τότε συνθήκες, ο Ασημίδης δίνει μια ελλιπή προοπτική, νοθευμένη από τα σχήματα της «ταξικής καθαρότητας» που χαρακτήριζαν τη σταλινική οπτική. Εκτιμά σαν δείγματα της απομάκρυνσης από το μαρξισμό όχι μόνο την πολιτική της εθνικής ενότητας αλλά και τα συνθήματα της λαοκρατίας:
«“Εθνική ενότης”, “Λαϊκή δημοκρατία”, “Άμυνα της πατρίδας”, “λαοκρατία και ελευθερία”, “συνταγματική νομιμότης”, “Τάξις και ασφάλεια”, να τα κύρια συνθήματα των κυρίων αναθεωρητών μας. Είναι τα συνθήματα της ταξικής ιδεολογίας της Κεφαλαιοκρατίας, της ταξικής θεωρίας της αστικής ολιγαρχίας… Η αποδοχή της εθνικής ενότητας σημαίνει άρνηση της πάλης των τάξεων και αντίθετα. Η αποδοχή της “λαοκρατίας” και της “δημοκρατίας” σημαίνει άρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου και της σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και αντίθετα» (σελ. 411).

Ο Ασημίδης αστοχεί εμφανώς εδώ, τουλάχιστον όταν περιλαμβάνει τη λαοκρατία και τη λαϊκή δημοκρατία στα αστικά συνθήματα. Η λαοκρατία εξέφραζε το πνεύμα του εαμικού κινήματος, αποτύπωνε την προοπτική της λαϊκής εξουσίας, που είχε άλλωστε εγκαθιδρυθεί στην Ελεύθερη Ελλάδα και ουσιαστικά σε όλη τη χώρα μετά την απελευθέρωση. Ως τέτοια, αντιπροσώπευε μια αναγκαία μεταβατική στιγμή προς την πλήρη κατάκτηση της εξουσίας και το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό όμως προϋπέθετε την ύπαρξη μιας επαναστατικής ηγεσίας, αποφασισμένης να κάνει αυτό το παραπέρα βήμα, όπως αυτή που έδωσε ο Τίτο στη Γιουγκοσλαβία. Η αιτία της ήττας του εαμικού κινήματος δεν ήταν η προοπτική της λαοκρατίας ως τέτοια, αλλά η παραίτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ από το καθήκον να εδραιώσει και να διαφυλάξει τη λαϊκή εξουσία από τα χτυπήματα της αντίδρασης, οι αυταπάτες ότι τα χτυπήματα αυτά δεν θα υπήρχαν που κάλυπταν μόνο τη δική της κραυγαλέα έλλειψη πολιτικής αντίληψης και ανεπάρκεια.

Φυσικά, η πλήρης κατάκτηση της εξουσίας από το ΕΑΜ, δεδομένης της σημασίας της Ελλάδας για τη Μεγάλη Βρετανία και της παρουσίας του βρετανικού στρατού μετά την απελευθέρωση, των συμφωνιών ανάμεσα στον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν, που έδιναν στους Άγγλους πλήρη ελευθερία κινήσεων, κοκ, θα ήταν μια πιο σύνθετη διαδικασία από την αντίστοιχη στη Γιουγκοσλαβία. Ήταν όμως μια ρεαλιστική δυνατότητα αν η μάχη του Δεκέμβρη είχε δοθεί από την πραγματική ηγεσία του ΕΛΑΣ και όχι από ερασιτέχνες όπως ο Σιάντος και ο Ιωαννίδης και αν στη συνέχεια συναπτόταν μια συμφωνία για το σχηματισμό εθνικής κυβέρνησης που θα αντανακλούσε τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στη χώρα (αντί για την κυβέρνηση με διακοσμητική συμμετοχή του ΕΑΜ που είχε δεχτεί η ηγεσία του ΚΚΕ στο Λίβανο). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο (ή αν μετά την ήττα του Δεκέμβρη είχε συνεχιστεί ο ένοπλος αγώνας, όπως πρότεινε ο Άρης) μπορεί εύλογα να διαβλέψει κανείς μια πλήρη νίκη του κινήματος μέσα σε 3-4 χρόνια, περίπου όπως έγινε στις λαϊκές δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, με τη διαφορά ότι η νίκη αυτή δεν θα εξασφαλιζόταν από την παρουσία του Κόκκινου Στρατού (όπως συνέβηκε εκεί) αλλά από τις εγχώριες δυνάμεις του κινήματος. Αλλά η ταξική πάλη, δεδομένης της ξενικής επέμβασης, θα περνούσε στο διάστημα αυτό από διάφορες καμπές και εδώ ακριβώς, τόσο για να συλλάβει τη γενική προοπτική όσο και για να χειριστεί τις δυσχέρειές της, ήταν αναγκαία η φωτισμένη πρωτοπορία στην οποία προσέβλεπε ο Ασημίδης (3). Η άποψη ότι τα συνθήματα της λαοκρατίας ήταν λαθεμένα οδηγεί στη σεκταριστική θέση ότι οι κομμουνιστές θα έπρεπε να δώσουν εξαρχής σοσιαλιστικό χαρακτήρα στο απελευθερωτικό κίνημα, θέση η οποία αποδείχτηκε μη ρεαλιστική και απομόνωσε όσους σύστηναν ένα τέτοιο δρόμο· τα γεγονότα απέδειξαν, αντίθετα, ότι η πρόταξη του αντιφασιστικού αγώνα ήταν ο κατάλληλος δρόμος για τη συγκέντρωση των δυνάμεων για την επαναστατική ανατροπή.

Συζητώντας αυτές τις θέσεις του Ασημίδη η Κωνσταντινίδου επισημαίνει σωστά τον εσφαλμένο χαρακτήρα της «αριστερής κριτικής» του όταν «“βάζει στο ίδιο τσουβάλι” το πραγματικά επικίνδυνο σύνθημα “τάξις και ασφάλεια” μ’ εκείνα της “λαϊκής δημοκρατίας” και του “λαοκρατία και ελευθερία”». Υπογραμμίζει όμως ταυτόχρονα ότι αυτό δεν ήταν μια αγκυλωμένη θέση, σημειώνοντας τις εμφανείς και στα κείμενά του εσωτερικές ταλαντεύσεις και αβεβαιότητές του στην προσπάθεια να αναζητήσει έναν εναλλακτικό δρόμο απέναντι στη διαφαινόμενη προδοσία και συντριβή του κινήματος (σελ. 411).

Μια οξυδερκής κρίση για τον Τρότσκι

Στα τελευταία κείμενα του Ασημίδη βρίσκουμε οξυδερκείς κρίσεις για «επιμέρους» ζητήματα, πρόσωπα και πράγματα, του κομμουνιστικού κινήματος. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες είναι η αποτίμησή του της προσωπικότητας και του ιστορικού ρόλου του Τρότσκι:

«Όσον αφορά τον Τρότσκι, συνέβη κι εδώ ό,τι σ’ όλη τη ζωή του μεγάλου επαναστάτη. Τα επεξεργασμένα σχήματά του να ’ναι περισσότερο “λογικά” πλάσματα της μεγαλοφυΐας του παρά ιστορική προοπτική. Ο Τρότσκι ήταν πράγματι ένας μεγαλοφυής πολιτικός, ικανός να ζυμώσει στα χέρια του τα κολοσσιαία προβλήματα του Διεθνούς Σοσιαλιστικού κινήματος, της επανάστασης και της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης. Αλλ’ ήταν δημιουργημένος ιδεαλιστής. Προσπαθούσε περισσότερο να πλάσει τη ζωή, σύμφωνα με τις θελήσεις του και το Νου του, παρά σύμφωνα με τους ίδιους τους αντικειμενικούς νόμους. Υπήρξεν απέναντι στη ζωή περισσότερο ένας αυθαίρετος δαμαστής της παρ’ όσο υποτακτικός φορέας της. Γι’ αυτό και στο τέλος νικήθηκε απ’ αυτήν» (σελ. 409-410).

Η κριτική αυτή του Ασημίδη δεν στρέφεται ενάντια στο ακτιβιστικό πνεύμα του Τρότσκι, το οποίο ξεκάθαρα εκτιμά· στρέφεται μόνο ενάντια στον αθεμελίωτο ή ανεπαρκώς θεμελιωμένο χαρακτήρα του ακτιβισμού του, ο οποίος εκδηλώθηκε σε όχι λίγες καίριες περιστάσεις. Ακόμη και αν δεν την τεκμηριώνει με συγκεκριμένες αναφορές, ο Ασημίδης φανερώνει εδώ μια βαθιά ιστορική αίσθηση, πολύ ανώτερη από το μέσο όρο όχι μόνο εκείνης της εποχής αλλά και της δικής μας. Απέναντι στη σταλινική δαιμονοποίηση του Τρότσκι αλλά και στους άκριτους αίνους πολλών από τους οπαδούς του ανιχνεύει διεισδυτικά το γεγονός ότι η ήττα του Τρότσκι, πέρα από τις διώξεις και τις διαβολές της σταλινικής γραφειοκρατίας, είχε ρίζες και σε δικές του αυθαιρεσίες στη σύλληψη των προβλημάτων της σοσιαλιστικής μετάβασης και της παγκόσμιας επανάστασης.

Για να αρκεστούμε σε ένα μόνο παράδειγμα, ο Τρότσκι προέβηκε σε μια εντελώς σωστή κριτική της σταλινικής πολιτικής του σοσιαλφασισμού που έδωσε τη νίκη στον Χίτλερ στη Γερμανία, συστήνοντάς απέναντί της την ενιαιομετωπική τακτική που είχαν επεξεργαστεί τα πρώτα συνέδρια της Κομιντέρν. Στη συνέχεια, όμως, στην περίπτωση της Γαλλίας και της Ισπανίας, ακύρωσε στην πράξη τις εύστοχες θέσεις του, εναντιούμενος στα λαϊκά μέτωπα ως μια επιλογή εξαρχής προδοτική, μια άρνηση του μαρξισμού. Ο Τρότσκι αντιτάχτηκε συγκεκριμένα στη σύναψη μιας συμμαχίας με τους αστούς ριζοσπάστες με το επιχείρημα ότι στην περίπτωσή τους δεν επρόκειτο για ένα κόμμα με εργατικές καταβολές όπως η σοσιαλδημοκρατία αλλά για μια πτέρυγα της αστικής τάξης, του δημοκρατικού ιμπεριαλισμού. Η ουσία όμως είναι ότι για όσο έμπαινε σε κοινοβουλευτική ακόμη βάση το ζήτημα της αποτροπής της εγκαθίδρυσης μιας φασιστικής δικτατορίας μια συμμαχία με τους αστούς δημοκράτες και φιλελεύθερους ήταν θεμιτή. Η σωστή κομμουνιστική γραμμή έπρεπε να είναι όχι η εξυπαρχής άρνησή της, αλλά η κριτική των όρων της και κυρίως ο τονισμός του πολύ προσωρινού χαρακτήρα της και της ανάγκης για ρήξη της αργότερα, όταν ξέσπασε η γενική απεργία και η εξέγερση (στην Ισπανία η δυνατότητα αυτή δόθηκε στην περίοδο της κρίσης της κυβέρνησης Καμπαγιέρο και τορπιλίστηκε από την ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας). Εδώ, όπως και στη συζήτηση για τα συνδικάτα το 1920, όταν αγνόησε την αναγκαιότητα μιας προκαταρκτικής φάσης εκπαίδευσης των εργαζόμενων στη διεύθυνση της οικονομίας προκρίνοντας μια άμεση συγχώνευση των συνδικάτων με τον κρατικό μηχανισμό, ο Τρότσκι υπερπήδησε μια ολόκληρη φάση της ταξικής πάλης, με τα ιδιαίτερα καθήκοντα και τις αντιφάσεις της. Προσπάθησε, όπως εύστοχα του καταλογίζει παραπάνω ο Ασημίδης, να προσαρμόσει τη ζωή στο σχήμα του, αντί να προσαρμόσει το σχήμα του στη ζωή.

Η αγνόηση αυτών και άλλων ολοφάνερων τέτοιων λαθών έχει μετατρέψει σήμερα αρκετές τροτσκιστικές ομάδες (όχι όλες) σε στενές και αποσπασμένες από τη ζωή σέκτες που τσακώνονται μεταξύ τους περίπου όπως οι χριστιανικές αιρέσεις που φιλονικούσαν για το πότε θα συμβεί η Δευτέρα Παρουσία. Ο Ασημίδης μάς δίνει, αντίθετα, μια πρόσβαση στο σωστό ιστορικό πνεύμα στη βάση του οποίου μπορεί να διαμορφωθεί μια πραγματική πρωτοπορία. Και σε μια άλλη περίσταση θα σταθεί στη σημασία της διαλεκτικής προσέγγισης, που αναγνωρίζει σταθερά την αντιφατικότητα κάθε εξέλιξης, ως τη μόνη ικανή να προσανατολίζει σωστά το κίνημα στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις:

«Σύμφωνα με τους κανόνες της τυπικής λογικής, που μαθαίναμε στις έδρες των σχολείων και που τόσο βαρύνει σ’ όλη τη ζωή μας… η θέση αποκλείει την αντίθεση. Το Α δεν μπορεί να είναι το μη Α. Το καλό δεν μπορεί να ’ναι κακό. Ο τύπος “Και ναι και όχι” αποκλείεται. Κι όμως η ζωή είναι γεμάτη από αντιφάσεις, από ταυτόχρονη συνύπαρξη ενός “Ναι και όχι”, που πηγάζει από τον βασικό κανόνα της εξέλιξης και μεταβολής των πάντων και που καθόσον αφορά την ανθρώπινη σκέψη, αυτό διατυπώνεται στη διαλεκτική λογική, το αχώριστο όπλο κάθε Μαρξιστή» (σελ. 412).

ΙΙΙ. Συμπερασματικά

Στην απόφαση της διαγραφής του Ασημίδη το 1934, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, αναφέρονταν μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Ο Ασημίδης, σαν ένα από τα πρώτα στελέχη του κόμματος και υπεύθυνος καθοδηγητής μιας απ’ τις σπουδαιότερες και μεγαλείτερες κομματικές οργανώσεις, στάθηκε ανίκανος, μέσα στις συνθήκες του τέλους της σταθεροποίησης του καπιταλισμού και του περάσματος στον καινούργιο κύκλο επαναστάσεων και πολέμων, τώρα που οι δυνάμεις της επανάστασης και του φασισμού συγκεντρώνονται για σοβαρές και αποφασιστικές ταξικές συγκρούσεις, να σταθεί σαν μπολσεβίκος στο ύψος των περιστάσεων και να οδηγήσει την οργάνωσή του και τις μάζες στις αποφασιστικές συγκρούσεις, έγκαιρα και καλά προετοιμασμένες» (4).

Το προφανές υπονοούμενο ήταν ότι αυτά τα προσόντα, που δεν διέθετε ο Ασημίδης, τα διέθεταν τα μέλη της τότε ηγεσίας, ο Ζαχαριάδης, ο Ιωαννίδης, ο Μπαρτζιώτας και άλλοι που βρέθηκαν αργότερα στην καθοδήγηση του εαμικού μας κινήματος. Η ίδια η ιστορία διέψευσε, βέβαια, αυτές τις αξιώσεις, αποδεικνύοντας ότι ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του δεν διέθεταν όχι μόνο τις αναγκαίες πολιτικές βάσεις της ηγεσίας αλλά ούτε καν τη στοιχειώδη ακεραιότητα που πρέπει να διακρίνει τους κομμουνιστές. Ο Ασημίδης, αντίθετα, ξεκινώντας από τις μάλλον συγχυσμένες, ανώριμες απόψεις του στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μπόρεσε βαθμιαία, μετά τη διαγραφή του κυρίως από το κόμμα, να αναπτύξει, αν όχι στο σύνολό τους αυτά τα στοιχεία, τουλάχιστον σε ένα σημαντικό, κρίσιμο μέρος τους. Έδωσε έτσι ένα θετικό παράδειγμα διαχρονικής αξίας για το κομμουνιστικό μας κίνημα.

Όπως ήδη αναφέραμε, τα περιστατικά της δολοφονίας του Ασημίδη δεν είναι επακριβώς γνωστά. Το βέβαιο είναι ότι το Δεκέμβρη του 1944 συνελήφθη στο σπίτι του από την ΟΠΛΑ και εξαφανίστηκε. Δεν έχουμε όμως τεκμηριωμένες πληροφορίες για το ποια μέλη της ηγεσίας του ΚΚΕ έδωσαν την εντολή της εκτέλεσης (όπως και για άλλους κομμουνιστές που είχαν τότε την ίδια τύχη) και για την ταυτότητα του εκτελεστή του. Η Κωνσταντινίδου παραθέτει μαρτυρίες στελεχών του ΚΚΕ και του ευρύτερου κινήματος που μίλησαν αργότερα γι’ αυτά τα θέματα. Σύμφωνα με τον Β. Νεφελούδη και την επιτροπή Βουρνά στην εντολή για τις εκτελέσεις εμπλέκονταν οι Ιωαννίδης και Μπαρτζιώτας, που είχαν τότε την ευθύνη για την καθοδήγηση της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (σελ. 490). Ο Γ. Δαλαβάγγας, από τη μεριά του, σε άρθρο του στα 1988, ανέφερε ότι «την εντολή για τη σύλληψη και την εκτέλεσή του την έδωσε ο Μπαρτζιώτας, σε συμφωνία με τον Γούσια» (σελ. 408). Ως πιθανότερος δε εκτελεστής του Ασημίδη αναφέρεται ο Νικόλαος Σγουμπόπουλος, το στέλεχος της ΟΠΛΑ που προχώρησε στη σύλληψή του.

Όσον αφορά όμως στους πολιτικούς λόγους της εκκαθάρισή του δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ήταν η κριτική που ασκούσε ο Ασημίδης στα εγκληματικά λάθη της ηγεσίας, την οποία θεωρούσαν «επικίνδυνη», καθώς μπορούσε να αφυπνίσει τα κομματικά μέλη και να τα αποσπάσει από την παθητική υποταγή στα κελεύσματά της. Ο Β. Τσουκαλίδης, ένας από τους ακτιβιστές τότε της κομματικής βάσης, δίνει έμφαση σε αυτή την κομβική διάσταση σε μια αναφορά του στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1945):

«Πολλά περιμέναμε απ’ αυτό το συνέδριο. Όμως αντί για συνέδριο μελέτης και αποφάσεων ήταν μια παρωδία… Συντελέστηκαν ορισμένες δολοφονίες, Δαμασκόπουλου, Ασημίδη, μερικών που φύγανε από την Ακροναυπλία με δήλωση… Ο Δαμασκόπουλος κι ο Ασημίδης ήταν εγκέφαλοι του Κόμματος και μπορούσαν να δουν τα εγκληματικά λάθη της ηγεσίας. Αυτός ήταν ο κίνδυνος. Στην εισήγησή του ο Ζαχαριάδης, ουσιαστικά δεν κάνει καμία κριτική και το Λίβανο, Καζέρτα και Βάρκιζα τα ονόμασε αναγκαία κακά» (σελ. 486).

Και αν πάλι δούμε τους ανθρώπινους λόγους, δεν θα αποτύχουμε να διαπιστώσουμε ότι δολοφονώντας αγωνιστές όπως ο Ασημίδης οι σταλινικοί ηγήτορες δολοφονούσαν και τα ψήγματα αξίας που υπήρχαν στους ίδιους, για χάρη μιας απατηλής, αιματηρής αυτό-επιβεβαίωσης, την άθλια «επιτυχία» της παραμονής τους στην ηγεσία με τίμημα την καταστροφή του κινήματος (η παρατιθέμενη μαρτυρία του Τσουκαλίδη, σύμφωνα με την οποία ο Ζαχαριάδης είχε πει το 1945 για τον Ασημίδη, «Γρήγορα τον φάγαμε. Αυτός είχε ακόμη να δώσει υπηρεσίες στην εργατική τάξη [σελ. 486] παρέχει εδώ ένα αψευδές δείγμα του κυνισμού της ζαχαριαδικής ηγεσίας). Όπως το ίδιο η αγνόηση μορφών όπως ο Ασημίδης στη σύγχρονη επίσημη ιστοριογραφία του ΚΚΕ είναι δείγμα μιας αυτοχειρίας στο τετράγωνο, της κομπάζουσας υπερμετριότητας –με τα λόγια του ίδιου του Ασημίδη– εκείνων που ακόμη και εκ των υστέρων αποτυχαίνουν να βρουν το παραμικρό ψήγμα αξίας μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό.

Οι πληροφορίες για τα εγκλήματα της ζαχαριαδικής ηγεσίας, τόσο για την περίπτωση του Ασημίδη όσο και για άλλες, κρατιούνται βέβαια εφτασφράγιστες στα αρχεία του ΚΚΕ στον Περισσό. Μετά την επικράτηση της ηγεσίας Παπαρήγα το 1991, στο πλαίσιο της σταλινικής αναπαλαίωσης, οι ανερμάτιστοι θεσιθήρες α λα Μάκη Μαΐλη, ανέλαβαν εργολαβικά να δικαιώσουν και να εμφανίσουν ως κορυφαίους επαναστάτες τον Ζαχαριάδη και τους άλλους ενόχους της καταστροφής του κινήματος, στους οποίους αναγνώριζαν τον εαυτό τους. Και όλα αυτά στο όνομα του «κομμουνισμού», με τον οποίο δεν εννοούσαν ποτέ κάτι άλλο από τον ίδιο τον εαυτό τους, που τον συνταύτιζαν αξιωματικά με τον κομμουνισμό για να τον θέτουν πάνω από κάθε κριτική.

Σε αυτό το πλαίσιο δεν θα πρέπει να εκπλήσσει διόλου η απουσία σχεδόν κάθε αναφοράς στο πρόσωπο του Ασημίδη στην κομματική φιλολογία του ΚΚΕ. Στην αρθρογραφία του Ριζοσπάστη και της ΚΟΜΕΠ κατονομάζεται μόνο ελάχιστες φορές, χωρίς να υπάρχει όχι πολιτική εκτίμηση, αλλά ούτε καν μια βιογραφική αναφορά στη δράση του. Στην ογκώδη ιστορία του ΚΚΕ, στο σχετικό τόμο για την περίοδο 1918-39, αφιερώνουν μόνο 3-4 σελίδες για να τον θάψουν σε ένα κεφάλαιο τιτλοφορούμενο «Η οπορτουνιστική-φραξιονιστική πλατφόρμα Ασημίδη» (αφορά στις θέσεις που είχε υποστηρίξει με αφορμή τις εκλογές στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλη του 1933), όπου δικαιώνουν με παραπλανητικό τρόπο τη «σοσιαλφασιστική» γραμμή του Ζαχαριάδη (5).

Η ιστορία του εαμικού κινήματος έχει να παρουσιάσει πολλά υψηλά παραδείγματα ηρωισμού. Η αφοσίωση στο κίνημα και η πολιτική ωριμότητα προσωποποιήθηκε από τον Άρη Βελουχιώτη, με την επαναστατική αντίθεσή του στη Βάρκιζα (ο Γιάννης Πετσόπουλος και πολύ αργότερα ο Καραγιώργης, στην 3η Συνδιάσκεψη του 1950, έδωσαν επίσης θετικά παραδείγματα). Σπανίζουν όμως και μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού οι μορφές που, πέρα από την επισήμανση και κριτική των λαθών, προσπάθησαν να ερευνήσουν θεωρητικά τις αιτίες τους. Ο Ασημίδης ήταν ίσως η επιφανέστερη από αυτές τις φυσιογνωμίες, η συνεισφορά της οποίας είχε αποκρυβεί από τις ηγεσίες του ΚΚΕ ως τώρα.

Με αυτή την έννοια, με την προσεγμένη βιογραφία του, η Ελένη Κωνσταντινίδου βοήθησε ουσιαστικά να καλυφθεί μια λευκή σελίδα στην ιστορία του κομμουνιστικού μας κινήματος. Οι κρίσεις της στον «Πρόλογο» του βιβλίου (σελ. 12), όπου αναφέρεται στη σκοπιμότητα της συγγραφής του, αποτίουν έναν επάξιο φόρο τιμής όχι μόνο στον Ασημίδη αλλά και στην ίδια:

«Γιατί όμως βιβλίο για τον Ασημίδη; Οι λόγοι πολλοί. Γιατί ήταν ο παρα λίγο Γραμματέας του ΚΚΕ, γιατί υπήρξε μαζί με τους Ν. Ζαχαριάδη και Γ. Μιχαηλίδη ένα από τα τρία πρόσωπα που αποτελούσαν την τριμελή Γραμματεία του ΚΚΕ μετά το 1931, γιατί είχε προσωπική σκέψη, γιατί ήταν διορατικός και οξύνους, γιατί συγκρούστηκε με τον εντός κι εκτός κόμματος αυταρχισμό, γιατί δεν φίμωσε την ευαισθησία του, γιατί είχε τέλος τραγικό απ’ το χέρι των συντρόφων του… Κι αυτό γιατί ο Ασημίδης ζει τα γεγονότα της εποχής του με ένταση. Τα παρατηρεί με προσοχή, δυσπιστία, οργή, στοργή, εχθρότητα, έρωτα… Επιδιώκει να συμμετέχει. Όπως κάθε φορά μπορεί. Να είναι μαζί με αυτούς που στο σκληρό υλικό του παρόντος θα σκαλίσουν ωραίο το πρόσωπο του μέλλοντος».

Σημειώσεις:

1. Στοιχεία παρμένα κυρίως από τη βιογραφία του Ασημίδη στο βιβλίο, σελ. 15-19, και επίσης από το σχετικό λήμμα «Γιώργος Κωνσταντινίδης» στην ελληνική Wikipedia.

2. Παρατίθεται στο Ν. Παπαδάτος, «Ζαχαριάδης και Ασημίδης: Η άνοδος και η πτώση δυο ιστορικών στελεχών του ΚΚΕ», Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 14, σελ. 205-206.

3. Ο ίδιος ο Ασημίδης υποτιμούσε σε κάποιο βαθμό τις δυσκολίες, εκτιμώντας, όπως δείχνει ένα άλλο άρθρο του, ότι η κατάκτηση της εξουσίας μετά την απελευθέρωση ήταν μια εύκολη υπόθεση, μια «τυπική χειροτονία» της εαμικής εξουσίας σε «σοβιετική εξουσία» (σελ. 460). Αυτό παραγνωρίζει τη βρετανική επέμβαση, που οπωσδήποτε θα συνεχιζόταν ακόμη και αν ο Δεκέμβρης είχε νικηφόρα έκβαση για το κίνημα.

4. Βλέπε Ν. Παπαδάτος, ό.π.

5. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ. 1918-1939. Α2 τόμος, εκδ. ΣΕ, Αθήνα 2019, σελ. 396-399.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του Οι Πολωνοί Κομμουνιστές Απέναντι στον Στάλιν (εκδ. Redmarks).

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)