to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Πώς (να) διδάσκουμε το Εικοσιένα;

«Τα βασικά αφηγηματικά μοτίβα, όμως, τα άξια μνήμης πρόσωπα και επεισόδια παγιώθηκαν στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό, στο αποκορύφωμα του ελληνικού εθνικισμού, και έκτοτε παρέμειναν σχεδόν απαράλακτα έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980»


Το Εικοσιένα άρχισε να διδάσκεται στα σχολεία τρεις δεκαετίες περίπου μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους – από το 1861, όταν εγκρίθηκε ως αναγνωστικό στα δημοτικά μια σύνοψη της Ελληνικής Επανάστασης, μία μάλλον ψύχραιμη αφήγηση με λιγοστές ρομαντικές εξάρσεις παρότι γραμμένη από έναν ρομαντικό ποιητή, τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο.

Τα βασικά αφηγηματικά μοτίβα, όμως, τα άξια μνήμης πρόσωπα και επεισόδια παγιώθηκαν στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό, στο αποκορύφωμα του ελληνικού εθνικισμού, και έκτοτε παρέμειναν σχεδόν απαράλακτα έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Από εκεί και ύστερα δοκιμάστηκαν κάποιοι εκσυγχρονισμοί, αρχικά στο περιεχόμενο και κατόπιν στη διδακτική των εγχειριδίων, αλλά παρ’ όλα αυτά ο σκληρός ερμηνευτικός πυρήνας που αποτυπώνεται στη συλλογική μας μνήμη για το Εικοσιένα, αυτός που προσδίδει νόημα στα πρόσωπα και τα γεγονότα, παραμένει σχεδόν απαράλακτος και μπορεί σε αδρές γραμμές να συνοψιστεί ως εξής:

Στα τετρακόσια χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες υπέστησαν πολλά και σκληρά: Το χαράτσι, τον βαρύ εκείνο και απαξιωτικό φόρο, το παιδομάζωμα, την πιο οδυνηρή από τις σουλτανικές πρακτικές, και ασφαλώς πολλαπλές θρησκευτικές διακρίσεις και απαγορεύσεις των ελληνικών γραμμάτων. Οι Έλληνες όμως ουδέποτε αποδεχθήκαμε τη δουλεία: συσπειρωμένοι γύρω από τους πνευματικούς μας ταγούς διατηρήσαμε τη χριστιανική μας θρησκεία, σε κρυφά σχολειά καλλιεργήσαμε τα ελληνικά γράμματα, κλέφτες στα βουνά συντηρήσαμε το αδούλωτο πνεύμα και φαναριώτες στην Πόλη διεισδύσαμε στον κρατικό μηχανισμό, ωσότου, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, και οργανώσαμε τη Μεγάλη Επανάσταση. Στα επτά χρόνια του Αγώνα ξεδιπλώσαμε αρετές και ικανότητες αντάξιες των αρχαίων μας προγόνων: Στρατηγική, όπως ο Κολοκοτρώνης στα Δερβενάκια, ηρωισμό όπως ο Διάκος στην Αλαμάνα, αυτοθυσία όπως ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ανθεκτικότητα όπως οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι. Οι αγώνες και τα πάθη μας γέννησαν το φιλελληνικό κίνημα που επηρέασε την κοινή γνώμη της Ευρώπης και ανάγκασε τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων να σταθούν δίπλα μας στην κρίσιμη στιγμή: την ώρα που η Επανάσταση κινδύνευε από την επέλαση των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ πασά. Αποκτήσαμε έτσι την εθνική μας ελευθερία, το δικό μας εθνικό κράτος.

Αλλά γιατί άραγε περιμέναμε 400 χρόνια προτού ξεσηκωθούμε; Και αν δεν ξεσηκώθηκε η πρώτη γενιά, που είχε μνήμες ελεύθερης ζωής, πώς έγινε κι εξεγέρθηκαν όσοι γεννήθηκαν ραγιάδες κι έζησαν ως ραγιάδες; Πώς τόλμησαν να φανταστούν ότι μπορούν να τα βάλουν με την «κραταιά βασιλεία» του Σουλτάνου; Και γιατί άραγε υπήρξαν πολλοί φιλέλληνες, αλλά λιγοστοί φιλότουρκοι; Τι απαντήσεις κομίζει η σύγχρονη ιστορική έρευνα σε τέτοιου τύπου ερωτήματα; Ποιες από αυτές τις απαντήσεις θα άξιζε να αναδειχθούν περισσότερο στη σχολική μας ιστορία, με την ελπίδα να επηρεάσουν τη συλλογική μας μνήμη για το Εικοσιένα, να την καταστήσουν πιο έγκυρη, δηλαδή πιο συμβατή με τα πορίσματα της ιστορικής επιστήμης;

Ας ξεκινήσουμε από τη μεγάλη εικόνα. Διότι κάθε σημαντικό γεγονός στην ιστορία σχετίζεται ποικιλότροπα με κρίσιμες όψεις του ευρύτερου κόσμου εντός του οποίου ξετυλίγεται. Στα τέλη του 18ου αιώνα ξέσπασαν, όπως όλοι γνωρίζουμε, δυο επαναστάσεις που συντάραξαν τον κόσμο: Η Αμερικανική και η Γαλλική. Με την επιτυχία τους έκαναν τα έως τότε αδιανόητα να μοιάζουν εφικτά: Μία πανίσχυρη αυτοκρατορία όπως η Βρετανία, μπορεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες να ηττηθεί· μία μοναρχία τριών αιώνων όπως ο Οίκος των Βουρβόνων, μπορεί με τη δράση των «αβράκωτων» να ανατραπεί. Άρα, γιατί οι χριστιανοί υπόδουλοι του Σουλτάνου να περιμένουν τη θεία πρόνοια, εάν και πότε θα συγχωρέσει τις αμαρτίες τους, όπως συμβούλευαν οι πατριάρχες; Μήπως άραγε θα μπορούσαν και μόνοι τους;

Οι καινοφανείς τότε ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, η ελευθερία και η ισονομία ανάμεσα στους πολίτες, η ίδια η έννοια του πολίτη και της Πολιτείας που μπορεί να αυτοκυβερνηθεί απλώθηκαν με τους ναπολεόντειους πολέμους σε ολόκληρη την Ευρώπη – το 1797, μάλιστα, έφθασαν ώς τα νησιά του Ιονίου και ενέπνευσαν ανθρώπους σαν τον Ρήγα Φεραίο να φανταστούν μια πολιτεία δημοκρατική. Μια πολιτεία πολιτισμικά ελληνική, μα εθνοτικά, ταξικά και έμφυλα συμπεριληπτική. θα χωρούσε όλους και όλες ως πολίτες, πολιτικά και νομικά ίσους ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία και πλούτο – «Βουλγάροι, κι’ Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, / Αράπιδες, και άσπροι, με μια κοινή ορμή. / Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί.»

Ωστόσο, τα είκοσι έξι πρωτόγνωρα χρόνια που ξεκίνησαν με την άλωση της Βαστίλλης στις 14 Ιουλίου του 1789 και έσπειραν τον πανικό σε ολόκληρη τη μοναρχική Ευρώπη, έληξαν στο Βατερλώ στις 18 Ιουνίου του 1815. Αμέσως μετά την Παλινόρθωση στη Γαλλία, η πανίσχυρη Αυστρία του Μέτερνιχ, η κραταιά Ρωσία του Αλεξάνδρου και η φιλόδοξη Πρωσία του Φρειδερίκου Γουλιέλμου, συγκρότησαν την Ιερά Συμμαχία με στόχο να καταπνίγουν στο εξής κάθε δημοκρατική εξεγέρση εν τη γενέσει της – να μην αφήσουν ποτέ ξανά να κινδυνέψει η θεόσταλτη τάξη του κόσμου.

Παρά όμως τους σημαντικούς πόρους που ξοδεύτηκαν για το σκοπό αυτό (ιδιαιτέρως από την Αυστρία του Μέτερνιχ και τη Γαλλία της Παλινόρθωσης), πεντέξι μόλις χρόνια αργότερα ένα επαναστατικό τόξο ένωνε τους φιλελεύθερους Ισπανούς και Πορτογάλους με τους Ιταλούς καρμπονάρους και τους εξεγερμένους Έλληνες. Διότι άπαξ και δοκιμάστηκαν οι ιδέες της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισονομίας ήταν δύσκολο πλέον να ξεχαστούν.

Πορτογάλοι, Ισπανοί και Ιταλοί τελικώς συνετρίβησαν. Και αν οι Έλληνες γλύτωσαν το μένος του Μέτερνιχ το όφειλαν ασφαλώς στα γεωπολιτικά της εποχής (τον ανταγωνισμό των Δυνάμεων), το όφειλαν όμως και στους φιλέλληνες. Σε όσους έβλεπαν τον ελληνικό αγώνα ως μάχη του σταυρού εναντίον της ημισελήνου, σε όσους έβλεπαν την αναβίωση της ένδοξης αρχαίας Ελλάδας, μα επίσης σε μαχητικούς επαναστάτες, όπως ο καρμπονάρος Σαντόρε ντι Σανταρόζα, ο Πορτογάλος Αντόνιο ντ’ Αλμέιδα, ο Ισπανός Χοσέ Γκαρθία Βιγιάλτα και εκατοντάδες ακόμη που σαν είδαν τις δημοκρατικές προσδοκίες να διαψεύδονται στις χώρες τους, στρατεύτηκαν εκεί που υπήρχε ακόμη ελπίδα. Αυτοί οι παθιασμένοι ριζοσπάστες υπήρξαν οι καλύτεροι πρεσβευτές μας.

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, το πρώτο συμπέρασμα: Δίχως τη Γαλλική Επανάσταση δεν θα υπήρχε η «ειρηνική επανάσταση» της Πορτογαλίας (1820), ούτε η «φιλελεύθερη τριετία» της Ισπανίας (1820-23), ούτε οι εξεγέρσεις των καρμπονάρων στη Σικελία, τη Νάπολη και το Πεδεμόντιο (1820-21). Δίχως όλες αυτές, ούτε η Ελληνική θα είχε ξεσπάσει. Διότι δεν υπάρχει ανάδελφη επανάσταση. Οι επαναστάσεις ξεσπούν πάντοτε συνομιλώντας η μία με την άλλη. Ακριβώς γι’ αυτό ο Έρικ Χομπσμπόμ, ο μεγάλος Βρετανός ιστορικός, ονομάτισε την περίοδο εκείνη (1789-1848) Εποχή των Επαναστάσεων. Ακριβώς γι’ αυτό στην ομώνυμη σύνθεσή του αφιερώνει κάμποσες σελίδες στον ελληνικό Αγώνα. Διότι δεν ήταν μόνο μία εθνική επανάσταση, όπως αποτυπώθηκε στη συλλογική μας μνήμη. Ήταν επίσης μία από εκείνες τις δημοκρατικές επαναστάσεις που ξεγέννησαν τον νεότερο κόσμο.

1821

Το διεθνές πλαίσιο, υπήρξε μια αναγκαία συνθήκη για την Ελληνική Επανάσταση, μα όχι ασφαλώς και ικανή συνθήκη. Χρειάστηκε ένα κατάλληλο «μέσα» για να συνομιλήσει με το ευνοϊκό «έξω». Μία «φιλελεύθερη» (που σήμαινε: δημοκρατική) επανάσταση στην οθωμανική επικράτεια θα ήταν αδύνατο να οργανωθεί αν δεν υπήρχαν κοινωνικές δυνάμεις δεκτικές στις αξίες του Διαφωτισμού. Οι φτωχοί κολήγοι των κάμπων δεν ήταν ασφαλώς οι πιο κατάλληλοι: αγράμματοι και βαθιά θρησκευόμενοι έκαναν συνήθως αυτό που ήξεραν: έσκαβαν τη γη, υπέμεναν δυνάστες και ληστές, δόξαζαν το θεό και προσεύχονταν για καλύτερες μέρες. Ούτε όμως οι σκληροτράχηλοι των ορέων, παρότι μαθημένοι σε εξεγέρσεις και συγκρούσεις, καθώς νοιάζονταν αποκλειστικά να έλεγχουν τον δικό τους χώρο, όπως οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες, ή έθεταν τις ικανότητές τους στη διάθεση των μπέηδων και πασάδων, όπως οι κλέφτες που γίνονταν «κάποι» ή αρματολοί. Σε κάθε περίπτωση, οι δυο αυτές πλειονοτικές κοινωνικές κατηγορίες, οι αγρότες της πεδιάδας και οι ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι, ζώντας μέσα στον παραδοσιακό οθωμανικό κόσμο δεν είχαν ούτε τον γεωγραφικό, ούτε τον διανοητικό ορίζοντα για μια συνομιλία με τις ιδέες που γεννούσαν τότε στην Εσπερία τον νέο κόσμο.

Οι δυνάμεις που θα αποκτήσουν αυτή τη δυνατότητα, αναδύθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Τα πολλαπλά προνόμια που παρείχε η συνθήκη στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας, τα αξιοποίησαν άμεσα οι Ρωμιοί που μετά τα Ορλωφικά είχαν καταφύγει στις παράκτιες πόλεις της νότιας Ρωσίας, στην Οδησσό και τη Μαριούπολη. Υψώνοντας ρωσική σημαία στα καράβια τους αναδείχθηκαν γρήγορα στην πιο σημαντική εμπορική κοινότητα της οθωμανικής επικράτειας. Τα νησιά και οι παράκτιες πόλεις του Αιγαίου γρήγορα ακολούθησαν ενώ ταυτόχρονα ηπειρωτικά δίκτυα διέσχιζαν τη βαλκανική ενδοχώρα και έφταναν ώς την κεντρική Ευρώπη. Στα χρόνια μάλιστα των ναπολεόντειων πολέμων οι έλληνες έμποροι σπάζοντας τους εκατέρωθεν ναυτικούς αποκλεισμούς (Βρετανίας και Ευρώπης) κυριάρχησαν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό συσσωρεύοντας αμύθητα πλούτη.

Αυτή η νέα εμπορική τάξη της οθωμανικής επικράτειας, σχεδόν αποκλειστικά ελληνική ή ελληνόφωνη, ανοίχτηκε στον κόσμο και πλούτισε όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά και (κυρίως) διανοητικά. Διότι, μαζί με τα προϊόντα μεταφέρονταν και οι νέες ιδέες για τη φύση και την κοινωνία, μαζί με τα πλούτη ήρθαν οι σπουδές στην Πόλη των Φώτων, μαζί με την οικονομική άνθηση ήρθαν οι δάσκαλοι και τα σχολεία των επιστημονικών γραμμάτων: Στα Ιωάννινα, στη Χίο, στις Κυδωνίες, στα Αμπελάκια, στο Πήλιο, σε κάθε ανθηρή εμπορικά πόλη. Παράλληλα με τις επιστήμες, τα σχολεία διέδιδαν και τις νέες αξίες την ελευθερία, την ισονομία, την πρόοδο και έννοιες πρωτόγνωρες, όπως πολίτης και δημοκρατία. Υπήρξαμε οι πιονέροι του Διαφωτισμού στην καθ’ ημάς ανατολή – για αυτή την πραγματική συμβολή μας αξίζει να περηφανευόμαστε και όχι για τα ανύπαρκτα κρυφά σχολειά.

Το διανοητικό αυτό κλίμα ευνοούσε ασφαλώς την εναντίωση στην πολιτική δυνάστευση και τον πνευματικό σκοταδισμό – την εναντίωση ταυτόχρονα στον σουλτάνο και τον πατριάρχη. Ήταν το είδος του λόγου που εξέφραζε ο Ρήγας Φεραίος. Μα όσο και αν ο λόγος αυτός απλωνόταν, όσο και αν συγκινούσε τους λόγιους και τους ρομαντικούς, δύσκολα έπειθε τους εμπόρους των μακρινών μονοπατιών και των μεγάλων υδάτινων δρόμων να διακινδυνέψουν την κοινωνική θέση που με μόχθο και ρίσκο είχαν κερδίσει. Ακόμη και αν ήταν πεφωτισμένοι, οι πλούσιοι που προσδοκούσαν να γίνουν πλουσιότεροι δύσκολα θα ξεσηκώνονταν. Παρεκτός και εάν οι προσδοκίες της αέναης βελτίωσης διαψεύδονταν. Αυτό ακριβώς συνέβη από το 1815 και εξής. Τότε, με την ήττα του Ναπολέοντα και το συνέδριο της Βιέννης, θα λήξει η χρυσή περίοδος της ελληνικής εμπορικής τάξης. Η οικονομική κρίση, που ενέσκηψε την επομένη των πολέμων σε ολόκληρη την Ευρώπη (καθώς η ζήτηση έπεσε απότομα), χτύπησε πιο σκληρά τους έλληνες εμπόρους, διότι ταυτόχρονα τα βρετανικά και τα γαλλικά πλοία επέστρεψαν στη Μεσόγειο και οι ευκαιρίες γρήγορου πλουτισμού εξανεμίστηκαν.

1821

Η ματαίωση των προσδοκιών έγινε η πηγή μιας γενικευμένης δυσαρέσκειας. Η δυσφορία ξεκίνησε από τους εμπόρους που έβλεπαν τον κύκλο των εργασιών τους να συρρικνώνεται, πέρασε στους ναυτικούς και τους τεχνίτες που ξέμεναν άνεργοι, έφτασε στους αγρότες που έχαναν την έξοδο στην αγορά, ανέβαινε στους προύχοντες όσο τα έσοδα από τη φορολογία κατέρρεαν, και από εκεί στους αρματολούς που μαζί με τον γενικότερο παραγκωνισμό τους στα χρόνια εκείνα, έβλεπαν τώρα να διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξή τους. Περισσότερο ίσως από όλους δυσφορούσαν οι μικροί έμποροι που καταχρεωμένοι και δίχως προοπτικές ανάκαμψης ήταν οι πρώτοι που ριζοσπαστικοποιήθηκαν – από αυτούς, διόλου τυχαία, συγκροτήθηκε η Φιλική Εταιρεία.

Ας τολμήσουμε, λοιπόν, μια δεύτερη γενίκευση: Η επαναστατική δράση καθοδηγείται από την επαναστατική ιδεολογία. Η επαναστατική ιδεολογία, όμως, πυροδοτεί την επαναστατική δράση μόνον όταν οι συνθήκες το ευνοούν – κρίσιμος ο ρόλος των ιδεών, μα δεν λειτουργούν σε κοινωνικό κενό. Υπ’ αυτήν την οπτική, η ελληνική επανάσταση όφειλε πολλά στα φιλελεύθερα δημοκρατικά ιδεώδη που αμφισβητούσαν τότε τα παλαιά καθεστώτα. Τα ρυάκια όμως έγιναν ποτάμι ορμητικό όταν οι προσδοκίες κοινωνικής και οικονομικής ανόδου διαψεύστηκαν. Παρά τη γενική πεποίθηση, οι φτωχοί δεν ξεσηκώνονται· τουλάχιστον όχι πρώτοι. Οι πλούσιοι ακόμα λιγότερο. Πρώτοι ξεσηκώνονται όσοι έχουν δοκιμάσει την ευμάρεια και ύστερα βιώνουν ξανά την αποπτώχευση. Αλλά και αυτοί, τότε μόνο, όταν στον ορίζοντά τους υπάρχει διαθέσιμη μια φλογερή επαναστατική ιδεολογία. Στον ελληνικό κόσμο η φιλελεύθερη, δημοκρατική ιδεολογία απέκτησε φλόγα και πάθος όταν συναντήθηκε και συγχωνεύθηκε με την εθνική ιδεολογία.

Και εδώ είναι η ώρα να μιλήσουμε για το έθνος, το αθέλητο αυτό παιδί της Γαλλικής Επανάστασης. Πράγματι, τότε, στα 1789 ο λαός έγινε ιστορικό υποκείμενο, πηγή της πολιτικής νομιμότητας, αυτός, και όχι η παράδοση, όχι η καταγωγή, όχι ο Θεός. «Λαός» ήταν η συμμαχία των αγροτών με τους ανερχόμενους αστούς ενάντια στην Αριστοκρατία – το περιεχόμενο της έννοιας ήταν αρχικά αποκλειστικά κοινωνικό. Όταν όμως, το 1792, τα πρωσικά στρατεύματα κινήθηκαν ενάντια στο επαναστατημένο Παρίσι, ο στρατηγός Φρανσουά Κελερμάν κάλεσε τους πολίτες που έγιναν οπλίτες να αγωνιστούν εν ονόματι του έθνους. Εκεί στη μάχη του Βαλμί, σήκωσε ψηλά το καπέλο του και κραύγασε: Vive la nation! Ζήτω το έθνος! Ο λαός όταν αντιμετωπίζει τον ξένο εισβολέα γίνεται έθνος. Ο λαός γίνεται έθνος όταν διαθλάται στο πρίσμα της ετερότητας.

1821

Αν έλειπε το έθνος, η Ελληνική Επανάσταση θα μπορούσε να ιδωθεί ως αμιγώς κοινωνική ή πολιτική επανάσταση, άρα ως ένα είδος εμφυλίου. Είχε, άλλωστε, πολλά από τα χαρακτηριστικά των εμφυλίων πολέμων. Δεν υπήρξε, για παράδειγμα, ποτέ διαχωρισμός μετώπου και μετόπισθεν. Στις συγκρούσεις δεν μετείχαν μόνο οπλίτες· μετείχαν οι πάντες. Λιγότεροι νεκροί έπεφταν στις μάχες των επαναστατών με τα οθωμανικά στρατεύματα και περισσότεροι στα χωριά όπου αλληλοσφάζονταν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, που ως τότε ζούσανε πλάι ο ένας στον άλλον, συναλλάσσονταν στα παζάρια, συνεργάζονταν στις δουλειές, συν-διασκέδαζαν στα πανηγύρια.

Φανταστείτε τον προεπαναστατικό Μοριά σαν πίνακα των πουαντιλιστών, όπου άνθρωποι διαφορετικών θρησκευμάτων και διαφορετικών γλωσσών συνυπήρχαν για αιώνες διατηρώντας ωστόσο τα διακριτά τους χρώματα, διότι υπήρχε μια δομική πολιτισμική πόλωση με πολλαπλές θεσμικές και κοινωνικές προεκτάσεις: οι άνθρωποι χωρίζονταν σε θρησκευτικές κοινότητες: στην κυρίαρχη μουσουλμανική και στις κυριαρχούμενες χριστιανική και εβραϊκή. Πάνω σε αυτή την κρίσιμη ετερότητα συγκροτήθηκε το ελληνικό έθνος λίγο πριν και κατά την Επανάσταση. Διότι αυτό είναι το έθνος: ένα σύνολο ανθρώπων με διακριτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά που σε δεδομένη ιστορική συγκυρία κατανοεί τον εαυτό του ως συλλογικό υποκείμενο και διεκδικεί την πολιτική του αυτονομία.

Στο δεδομένο τόπο, στον δεδομένο χρόνο, ήταν απολύτως αναμενόμενο οι δημοκρατικές στοχεύσεις να συνδεθούν με τις εθνικές. «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος», διακήρυσσε το Σύνταγμα της Τροιζήνας. «Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Να ένα δεύτερο γεγονός για το οποίο αξίζει να νοιώθουμε περήφανοι για τους προγόνους μας:  Τα τρία συντάγματα του Αγώνα συγκαταλέγονται στα πιο δημοκρατικά εκείνης της εποχής, εφάμιλλα αν όχι πιο ριζοσπαστικά από εκείνα της Γαλλικής Επανάστασης. Καθιέρωναν την αβασίλευτη δημοκρατία, την αντιπροσωπευτική αρχή, την τριμερή διάκριση των εξουσιών, την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ιδιοκτησία, τιμή, ασφάλεια), απαγόρευαν τη δουλεία, δεν αναγνώριζαν κανέναν τίτλο ευγενείας, κατοχύρωναν την ισονομία: όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου ανεξάρτητα από καταγωγή, πλούτο ή αξίωμα.

1821

Όσο η ιδέα του έθνους γειώνεται και κατισχύει ανάμεσα στους επαναστάτες, τόσο οι γραμμές που χωρίζουν τους Έλληνες από τους Τούρκους γίνονται ξεκάθαρες. Οι παραδοσιακές οθωμανικές πρακτικές του παζαριού, της διαρκούς διαπραγμάτευσης εξαλείφονται. Τα λεγόμενα καπάκια, τόσο συνηθισμένα στη Ρούμελη ως εκείνη τη στιγμή, τώρα στιγματίζονται ως προδοσία – ο Καραϊσκάκης θα κληθεί σύντομα και πιεστικά να διαλέξει. Στον Μοριά, οι αγρότες με προτροπή του Κολοκοτρώνη έκαιγαν τις σοδειές τους σαν κατέβαινε ο Δράμαλης. Ποτέ πριν ο αγρότης δεν θα κατάστρεφε τους υλικούς όρους της ύπαρξής του. Τώρα το έπραττε, διότι ένοιωθε πως η επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς δεν ήταν απλώς ανέφικτη· ήταν αδιανόητη. Μέχρι την Επανάσταση, ο κλέφτης καπετάνιος έδινε λογαριασμό μονάχα στα παληκάρια του, ο αρματολός μόνο στον Πασά και στους συμπολεμιστές του. Τώρα, κλέφτες και αρματολοί, ως επαναστάτες πλέον, γνωρίζουν πως δίνουν λογαριασμό σε μια οντότητα που τους υπερβαίνει, στο έθνος. «Συντρέχω πάντοτε εις υποστήριξιν της ελευθερίας και ευδαιμονίας του έθνους μου, θυσιάζων υπέρ αυτού και αυτήν μου την ζωήν, εάν η χρεία το καλέση», έγραφε ο ελληνικός όρκος τον οποίο καλούνταν να εκφωνήσει όποιος επέλεγε να γίνει Έλληνας.

Όσο εξαλείφεται η συνδιαλλαγή με τον αλλόθρησκο, που πλέον κατανοείται ως αλλοεθνής, ανοίγει ο δρόμος για πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες εντός του έθνους. Διότι ασφαλώς οι έμποροι υπήρξαν πρωταγωνιστές, ιδιαιτέρως στην αρχή, μα δίχως ισχυρές συμμαχίες καμιά κοινωνική τάξη δεν μπορεί να ξεδιπλώσει ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο, όπως η Επανάσταση. Μόνο εάν αναγνωρίσουμε τη δύναμη της εθνικής ιδεολογίας μπορούμε να εξηγήσουμε επαρκώς το γιατί οι προύχοντες διακινδύνεψαν την εξουσία που κατείχαν και τον πλούτο που συσσώρευαν μετέχοντας στην Επανάσταση. Μόνο αν αναγνωρίσουμε πως το έθνος στη συγκεκριμένη συγκυρία λειτουργούσε χειραφετικά, μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί οι άνθρωποι των όπλων αρνιόντουσαν πια τα αρματολίκια που με τόσο πάθος διεκδικούσαν λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα. Μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε πως μπήκαν στην περιπέτεια οι πολλοί, οι αγρότες και οι τεχνίτες, οι άνθρωποι του λαού. Δεν αρκούν οι πελατειακές σχέσεις για να το εξηγήσουν, δεν φτάνουν οι λουφέδες ούτε οι απειλές των οπλαρχηγών. Χρειάζεται να κοιτάξεις ψηλά για να διακινδυνέψεις τη ζωή σου.

Ασφαλώς η καθεμιά από αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες επένδυε στην Επανάσταση τις δικές της προσδοκίες. Ασφαλώς οι συγκρούσεις δεν έλειψαν – δεν θα μπορούσαν να λείψουν. Πολιτικοί εναντίον στρατιωτικών· Ρουμελιώτες εναντίον Πελοποννησίων· φιλελεύθεροι εναντίον παραδοσιακών – κάποιες λίγες φορές, στην αρχή της Επανάστασης, χωρικοί εναντίον προυχόντων. Δεν πρόκειται ασφαλώς για κάποιο εθνικό γονίδιο της διχόνοιας. Κάθε επανάσταση έχει εσωτερικές συγκρούσεις. Είναι οι ωδίνες που συνοδεύουν τη γέννηση του νέου κόσμου. Διότι κάθε πετυχημένη επανάσταση είναι μια τομή στον χρόνο. Η Επανάσταση του 1821, εθνική μαζί και δημοκρατική, έφερε τον νέο κόσμο στην καθ’ ημάς Ανατολή. Ύστερα από αυτήν τίποτε δεν ήταν ίδιο με πριν, ούτε η γεωγραφία, ούτε η κοινωνία, ούτε η κυρίαρχη ιδεολογία, ούτε και αυτές ακόμη οι συνειδήσεις των ανθρώπων.

Συνοψίζω:

  • Να θυμόμαστε τους ήρωες και τους μάρτυρες της Επανάστασης· να θυμόμαστε και να διδάσκουμε τις επικές μάχες και τις τραυματικές σφαγές. Διότι υπήρξαν. Μα δεν χρειάζεται να επινοούμε και άλλα εκεί που δεν υπήρξαν, ούτε να αποκρύβουμε τα μελανά και τα συγκρουσιακά. Είναι και αυτά μέρος της ιστορίας μας.
  • Το Εικοσιένα ανήκει στην εποχή των επαναστάσεων. Είναι παιδί του χρόνου εκείνου. Δεν θα μπορούσε να συμβεί νωρίτερα. Εμπνεύστηκε από όσες είχαν ξεσπάσει ήδη και ενέπνευσε άλλες που ξέσπασαν κατόπιν. Κέρδισε μια διακριτή θέση στην τυπολογία των νεωτερικών επαναστάσεων: υπήρξε η πρώτη ταυτόχρονα εθνική και δημοκρατική.
  • Το ευνοϊκό διεθνές πλαίσιο είναι αναγκαίο μα δεν αρκεί. Το «έξω» συνομιλεί πάντοτε με το «μέσα». Αν δεν διευρυνόταν δια του εμπορίου και των γραμμάτων ο γεωγραφικός και διανοητικός ορίζοντας του ελληνικού κόσμου, η επανάσταση δεν θα ξεσπούσε, και εάν ξεσπούσε δεν θα πετύχαινε.
  • Το Εικοσιένα είχε και ταξικές διαστάσεις. Αλλά όχι σαφείς και ξεκάθαρες. Παρά τη γενική πεποίθηση, οι φτωχοί και καταπιεσμένοι δεν ξεσηκώνονται· τουλάχιστον όχι πρώτοι. Οι πλούσιοι με εξουσία ακόμα λιγότερο. Πρώτοι ξεσηκώνονται όσοι έχουν δοκιμάσει την ευμάρεια και ύστερα βιώνουν ξανά την αποπτώχευση. Η οικονομική κρίση των ετών 1815-21 λειτούργησε ως καταλύτης για την εξέγερση.
  • Η ελληνική επανάσταση ήταν πρωτίστως μια εθνική και ταυτόχρονα δημοκρατική επανάσταση. Συγκρότησε το ελληνικό έθνος και θεμελίωσε τους όρους μιας νεωτερικής, δημοκρατικής διακυβέρνησης. Θεμελίωσε, δηλαδή, τον κόσμο που ζούμε.

* Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Το κείμενο προέρχεται από ομιλία σε καθηγητές/ -τριες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των νοτίων προαστίων της Αττικής, Σάββατο 6 Μαρτίου 2021.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)