to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Οι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις απέναντι στις ευθύνες τους

Τα παραδείγματα όπου τα όρια μεταξύ παραδοσιακής δεξιάς και ακροδεξιάς είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτα, δυστυχώς, αφθονούν


Η κοινωνική συμβίωση στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε στη δυτική Ευρώπη, στηρίχθηκε σε δύο θεμελιώδεις άξονες, επί των οποίων υπήρξε -σε αδρές γραμμές και με τραγικές εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- συναίνεση των βασικών πολιτικών δυνάμεων της εποχής. Ο πρώτος ήταν η γενική άνοδος του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού και η άμβλυνση των ακραίων ανισοτήτων, χάρη στην μεταπολεμική ανάπτυξη αφενός και στην οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους αφετέρου, τα στοιχεία με άλλα λόγια που χαρακτήρισαν τη λεγόμενη «χρυσή τριακονταετία». Ο δεύτερος ήταν -υπό το βάρος και της φρίκης του Ολοκαυτώματος- η κοινή και ισχυρή βούληση να μην υπάρξει «ποτέ ξανά» φασισμός, να αποκλειστούν με άλλα λόγια, αλλού ρητά (βλ. Γερμανία) και αλλού μέσα από την πρακτική των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων όλου του φάσματος, οι φασίστες και οι επίγονοί τους από την πολιτική ζωή των χωρών της Ευρώπης. Πρόκειται για δύο άξονες που ήταν, εξάλλου, σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετοι, αφού η εμπειρία των δεκαετιών του 1920 και του 1930 είχε ήδη αποδείξει ότι η ελεύθερη αγορά από μόνη της, και ειδικά όσο παραμένει ανεξέλεγκτη, είναι κάθε άλλο παρά αυτονόητα συνδεδεμένη με την αστική δημοκρατία.

Σε αυτούς τους δύο θεμελιώδεις άξονες της μεταπολεμικής συναίνεσης -ή μάλλον στη διάρρηξή τους- πρέπει να γυρίσει κανείς για να βρει τη «ρίζα του κακού» και για να εξηγήσει, σε τελική ανάλυση, το αποτέλεσμα των πρόσφατων ιταλικών εκλογών, όπως και των άλλων που προηγήθηκαν,στη Σουηδία ή στη Γαλλία, και -δυστυχώς- και αρκετών μάλλον από εκείνες που θα ακολουθήσουν, ακόμα κι αν κάθε χώρα και κάθε εκλογική αναμέτρηση έχει και τις ιδιαιτερότητές της.

Ως προς τον πρώτο άξονα, το τέλος δηλαδή της «χρυσής τριακονταετίας», η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, η λιτότητα, η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η βίαιη φτωχοποίηση, η μαζική ανεργία δεν τροφοδότησαν απλώς την κοινωνική δυσαρέσκεια. Δημιούργησαν στους ανθρώπους των λαϊκών τάξεων το αίσθημα της ήττας, της ματαίωσης και της ντροπής. Το γεγονός ότι επικράτησε, βοηθούσης της (τουλάχιστον) αμηχανίας της αριστεράς, λόγω της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η ιδέα ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική», καθώς και το γεγονός ότι προσχώρησε στον νεοφιλελευθερισμό, έστω με αστερίσκους, και το μεγαλύτερο μέρος της σοσιαλδημοκρατίας, άφησε στην ουσία τις τάξεις αυτές χωρίς πολιτική εκπροσώπηση. Τις απομάκρυνε από την πολιτική και τις έκανε να αισθανθούν προδομένες. Ποιο περισσότερο εύφορο έδαφος θα μπορούσε να βρει ο φόβος και το μίσος για τον Άλλο και οι πολιτικές ταυτότητας της ακροδεξιάς για να καρπίσουν;

Ως προς τον δεύτερο άξονα της μεταπολεμικής συναίνεσης, η «υγειονομική ζώνη» που θα απέκλειε την ακροδεξιά από την πολιτική ζωή των επιμέρους χωρών άρχισε κι αυτή να εμφανίζει ρωγμές. Αργά αλλά σταθερά, τα κόμματα της ακροδεξιάς -πρώτα τα περισσότερο «light», τα «απλώς» αντιμεταναστευτικά ή τα «κάπως» εθνικιστικά, αλλά στην πορεία ακόμα και τα ανοιχτά νεοναζιστικά ή φασιστικά- άρχισαν να βρίσκουν το χώρο τους στη δημόσια σφαίρα και στην πολιτική των χωρών τους. Κομβικό ρόλο εδώ έπαιξαν τα media, αλλά -δυστυχώς- και η στρατηγική αρκετών κομμάτων της mainstream, παραδοσιακής δεξιάς.

Η ρητορική, τα επιχειρήματα και τελικά ολόκληρη η ατζέντα της ακροδεξιάς βρήκε σταδιακά τη θέση της στο δημόσιο λόγο. Εκλογικεύθηκε, αιτιολογήθηκε και έγινε σιγά-σιγά κομμάτι του κοινά αποδεκτού τρόπου θέασης του κόσμου. Ενσωματώθηκε -άλλοτε αυτοτελώς και άλλοτε σε συνδυασμό με στελέχη προερχόμενα από τον χώρο αυτό- στα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα της δεξιάς.

Όλο και πιο συντηρητικές και αυταρχικές θέσεις και πολιτικές διαδίδονται και υλοποιούνται αδιακρίτως, από δεξιά και ακροδεξιά κόμματα: σε ό,τι αφορά στο κράτος δικαίου, στη δικαιοσύνη, στη λογοδοσία και στη διαφάνεια, στην έμφυλη ισότητα και στα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ προσώπων, στα δικαιώματα των μεταναστών και προσφύγων, στη θρησκευτική ελευθερία, στην ελευθερία του λόγου και στην ελευθεροτυπία, στα δικαιώματα ιδιωτικότητας. Ο κατάλογος δεν έχει, δυστυχώς, τέλος. Η ακροδεξιά ατζέντα διαχέεται σταδιακά και δηλητηριάζει ως ρητορική αλλά και ως πρακτική όλη τη δημόσια ζωή.

Τα παραδείγματα όπου τα όρια μεταξύ παραδοσιακής δεξιάς και ακροδεξιάς είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτα, δυστυχώς, αφθονούν. Πολύ λίγοι θα θυμούνται, λόγου χάρη, ότι το πολωνικό PiS και το ουγγρικό Fidesz δεν ανήκαν τυπικά, μέχρι πριν λίγο καιρό, στην ίδια κομματική οικογένεια, παρ’ όλο που η ομοιότητά τους είναι γνωστή. Και όμως, ενώ τυπικά το PiS ανήκει στην ευρωοομάδα της λαϊκιστικής και εθνικιστικής δεξιάς (επισήμως την ομάδα των «Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών» - ECR), το κόμμα του Orban ανήκε μέχρι και το 2021 στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (έστω με αναστολή της ιδιότητας του μέλους από το 2019). Και αντίστοιχα, αν και κανείς θα ορκιζόταν -κρίνοντας από τις ακραίες θέσεις και πολιτικές της- ότι η κυβερνήτης της Μαδρίτης, Isabel Díaz Ayuso, γνωστή και ως η «ισπανίδαTrump», ανήκει στο ακροδεξιό Vox, είναι παρ’ όλα αυτά στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος της Ισπανίας. Αλλά και το πρόσωπο των ημερών, η Giorgia Meloni, δεν έπεσε από τον ουρανό. Υπήρξε στέλεχος της (κεντροδεξιάς) κυβέρνησης του Silvio Berlusconi πριν ιδρύσει τους Fratelli d’Italia, ενώ μόλις λίγουςμήνες πριν τις ιταλικές εκλογές συμμετείχε στο φεστιβάλ της νεολαίας του κόμματός της ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς…

Και όλα αυτά, χωρίς να μπουν καν στην εξίσωση περιπτώσεις όπως εσχάτως η Ελλάδα, της οποίας η κυβέρνηση ξεκίνησε ως φιλελεύθερη ευρωπαϊκή κεντροδεξιά δύναμη και διολισθαίνει μέρα με τη μέρα σε όλα τα μέτωπα προς τον αυταρχισμό, με αποτέλεσμα το όνομα της χώρας και του πρωθυπουργού της να «φιγουράρει» όλο και συχνότερα, δυστυχώς, δίπλα σε αυτά των Victor Orban και ιJarosław Kaczyński.

Με αυτό το δεδομένο, της ολοένα και προς το συντηρητικότερο και αυταρχικότερο στροφής μεγάλων τμημάτων της mainstream δεξιάς στην Ευρώπη, δεν αποτελεί τελικά έκπληξη -αν και θεσμικά και πολιτικά είναι σημαντικό ορόσημο- το οριστικό «σπάσιμο» της «υγειονομικής ζώνης» και η ανοιχτή συμμαχία με την ακροδεξιά σε εκλογικό και κυβερνητικό επίπεδο. Μια συμμαχία μάλιστα που δεν παρουσιάζεται ως λύση «εθνικής έκτακτης ανάγκης» (όπως έγινε π.χ. με τη συμμετοχή και ακροδεξιών στις τεχνοκρατικές κυβερνήσεις «ειδικού σκοπού», δημοσιονομικού ή υγειονομικού), αλλά ως «φυσιολογική» πολιτική συνεργασία, ως στρατηγική επιλογή εταίρου. Το είδαμε στην περίπτωση της Σουηδίας και της Ιταλίας πρόσφατα. Αποτράπηκε στο «παρά ένα» πριν λίγα χρόνια στην ίδια τη Γερμανία και στην περίπτωση του κρατιδίου της Θουριγγίας. Σχεδόν προαναγγέλθηκε, έστω μέσω φημών και διαρροών, τα τελευταία εικοσιτετράωρα για τη χώρα μας. Θα το βλέπουμε όλο και συχνότερα, στο βαθμό ειδικά που τα εκλογικά ποσοστά της ακροδεξιάς ανεβαίνουν και της παραδοσιακής δεξιάς φθίνουν. Και αυτό θα είναι ο ορισμός της τερατογένεσης…

Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη φαίνεται ότι κρατάει την ανάσα της όλο και συχνότερα. Και πια οι αναστεναγμοί ανακούφισης γίνονται όλο σπανιότεροι. Η αριστερά είναι η πολιτική δύναμη στην οποία αναλογεί και πάλι η ευθύνη να ξαναδιαμορφώσει ένα σύγχρονο ανάλογο των όρων της μεταπολεμικής συναίνεσης. Να ξαναθέσει τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, να ανακτήσει τους δεσμούς της με τις λαϊκές τάξεις και να κάνει δική τους υπόθεση τις φιλελεύθερες αξίες, τα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Όμως, από την άλλη πλευρά, στην ευρωπαϊκή δεξιά αντιστοιχεί μια εξίσου βαριά ιστορική ευθύνη, αφού οι επιλογές της σε κάθε χώρα και συνολικά στην Ευρώπη ανοίγουν το δρόμο ή αποτρέπουν εφιαλτικές εξελίξεις.

Ανεξάρτητα από το πώς θα τοποθετήσει κανείς την ιταλική περίπτωση μέσα στον ευρωπαϊκό κανόνα, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Το αν η επόμενη τριακονταετία θα είναι «χρυσή» ή «μαύρη» κρίνεται σήμερα .Στα λόγια και στα έργα κάθε πολιτικής δύναμης, σε κάθε χώρα και στην Ευρώπη συνολικά.

Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός-Πολιτική Επιστήμονας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, αρμόδια για τις διεθνείς και ευρωπαϊκές υποθέσεις

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)