to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η Έλια Αποστολοπούλου στο left.gr για το δικαίωμα στην πόλη και τη φύση

Κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Νήσος το βιβλίο με τίτλο: «Κοινωνικοί αγώνες για το χώρο, τη φύση και τα κοινά την εποχής της κρίσης. Μια γεωγραφική προσέγγιση», το οποίο αποτυπώνει τη συνθετική και μακροχρόνια ερευνητική δουλειά της Έλιας Αποστολοπούλου σε αυτό το πεδίο. Θα έλεγε κανείς ανατρέχοντας απλώς στα περιεχόμενα του πως η μελέτη αυτή προσφέρεται στα χέρια του αναγνωστικού κοινού με μια αναπάντεχη επικαιρότητα.


Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός σε θέματα περιβάλλοντος για να αντιληφθεί πως έχει «ανέβει» πολύ στην πολιτική ατζέντα τα τελευταία χρόνια υπό την πίεση και πολύ σημαντικών κοινωνικών κινημάτων που αγωνίστηκαν για την ανάδειξη του. Η απροθυμία των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά το ζήτημα, πράγμα που φάνηκε και στη πρόσφατη διάσκεψη για το κλίμα, διανοίγει ένα μεγάλο πεδίο πολιτικής δράσης σχετικά με τη κλιματική αλλαγή, την εμπορευματοποίηση της φύσης, τους φυσικούς πόρους. Βιβλία σαν αυτό της Έλιας έχουν να εισφέρουν όχι μόνο μια συστηματική και σε βάθος επιστημονική ανάλυση αλλά και ένα θετικό πρόταγμα για τα δικαιώματα στη φύση και τους ελεύθερους χώρους, μια απαραίτητη αριστερή ερμηνευτική πάνω σέ ένα ζήτημα πραγματικά ζωής και θανάτου για τον πλανήτη. Γνωρίζοντας την Έλια για αρκετά χρόνια με αφορμή το νέο της βιβλίο είχα μια πολύ παραγωγική συζήτηση μαζί της.

Λίγα λόγια για την συγγραφέα. Η Έλια Αποστολοπούλου είναι ανθρωπογεωγράφος και πολιτική οικολόγος και είναι ερευνήτρια (senior research fellow) στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Έλαβε το διδακτορικό της το 2009 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Την τελευταία δεκαετία έχει εργαστεί ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια και ως λέκτορας ανθρωπογεωγραφίας στα Τμήματα Γεωγραφίας των Πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης. Το 2015 ήταν επισκέπτρια ακαδημαϊκός στο Center for Place, Culture & Politics στο City University of New York και το 2017 Carson Fellow στο Ludwig-Maximilians-Universität στο Μόναχο. Είναι συγγραφέας της μονογραφίας “Biodiversity offsetting, urbanization and social justice” (εκδόσεις Springer-Palgrave) και επιμελήτρια του συλλογικού τόμου “The Right to Nature: Social movements, environmental justice, and neoliberal natures” (εκδόσεις Routledge). Έχει περισσότερες από 50 δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά και συλλογικούς τόμους με κριτές και της έχουν απονεμηθεί κάποιες από τις σημαντικότερες ερευνητικές υποτροφίες (Marie Skłodowska-Curie Individual Fellowship, British Academy Research Grant, Cambridge Arts Humanities and Social Sciences Research Grant, Royal Geographical Society Research Grant, Rachel Carson Fellowship). Από το 2020, είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Dialogues in Human Geography, ενός από τα κορυφαία περιοδικά γεωγραφίας διεθνώς. Πρόσφατα, της απονεμήθηκε από το Ισπανικό κράτος η 5ετής υποτροφία Ramón y Cajal με έδρα το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης όπου και πρόκειται να μετακομίσει μετά το καλοκαίρι.

Και έρχομαι να ρωτήσω γιατί ένα βιβλίο με αυτή τη θεματική σήμερα; Ποιοι ήταν οι λόγοι που έστρεψαν την ερευνητική σου ματιά στον χώρο αυτό;

Να πω αρχικά ότι το ζήτημα των κοινωνικών συγκρούσεων βρίσκεται στο επίκεντρο της έρευνας μου από το διδακτορικό μου έως και σήμερα. Αυτό συνδέεται τόσο με την αντίληψη μου για την ίδια την έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες -ως μία κοινωνική και πολιτική διαδικασία- αλλά και με τη δική μου πολιτική δραστηριοποίηση και συμμετοχή σε κοινωνικούς αγώνες.

Το βιβλίο αυτό, επομένως, από τη μία αντανακλά τα παραπάνω και από την άλλη αποτελεί κομμάτι της ερευνητικής μου εστίασης στην κλιμάκωση των κοινωνικών αγώνων από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 έως και σήμερα σε όλο τον κόσμο. Από τις εξορύξεις χρυσού και υδρογονανθράκων, τα μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής και την υφαρπαγή γης στην ύπαιθρο, μέχρι την απώλεια δημόσιων (πράσινων και µη) χώρων και τα έργα αστικής αναγέννησης (regeneration) και εξευγενισµού (gentrification), η ένταση της κοινωνικής, χωρικής και περιβαλλοντικής ανισότητας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της τελευταίας δεκαετίας παρουσιάζοντας νέα όξυνση στην τωρινή συγκυρία λόγω των πολιτικών διαχείρισης της πανδημίας Covid-19.

Το βιβλίο αυτό ξεκινά από την παραπάνω παρατήρηση και σκοπό έχει να φέρει κοντά περίπου δέκα χρόνια έρευνας που εστιάζουν σε διαφορετικές κοινωνικές συγκρούσεις και αγώνες για την πρόσβαση στο χώρο, τη φύση και τα κοινά σε διαφορετικές χώρες. Ο κεντρικός σκοπός του εν λόγω εγχειρήματος είναι η σύνδεση αγώνων που ενώ -για πολλούς και σημαντικούς λόγους- σπάνια τέμνονται στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία συναντιούνται όλο και περισσότερο στην καθημερινή πολιτική πράξη.

«Να φέρει κοντά περίπου δέκα χρόνια έρευνας» μου λες και με μια απλή επισκόπηση των περιεχομένων του βιβλίου ο αναγνώστης θα ταξιδέψει από τη Μεγάλη Βρετανία μέχρι τις οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας κι από εκεί στην Αθήνα της πανδημίας και τον Πειραιά της... Cosco. Μίλησε μου λίγο για τη διαδρομή και τα συμπεράσματά σου μέσα σε αυτό το συγκριτικό πλαίσιο.

Η διαδρομή αυτή αφενός σχετίζεται και με τη δική μου ερευνητική και προσωπική διαδρομή – από την Ελλάδα που αποτελεί σε όλη την ερευνητική μου πορεία σημαντικό σταθμό στην Αγγλία που από το 2012 και μετά είναι σταθερά στο επίκεντρο της έρευνας μου μέχρι τη στροφή μου κυρίως τα τελευταία πέντε χρόνια σε μια πιο παγκόσμια προσέγγιση που αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο που έχει -ή θα πρέπει να έχει!- ο Παγκόσμιος Νότος στην παραγωγή θεωρίας που είναι ικανή να εξηγήσει τι συμβαίνει στον 21ο αιώνα.

Το συγκριτικό πλαίσιο που χρησιμοποιώ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις μαρξιστικές μετα-αποικιακές γεωγραφίες και στις σχεσιακές συγκρίσεις όπως τις περιγράφει η Gillian Hart, σε μία εξωστρεφή αίσθηση του τόπου όπως την περιγράφει η Doreen Massey και σε μία αντίληψη για την παραγωγή του χώρου, του τόπου και της κλίμακας που κινείται στο πνεύμα των αναλύσεων του Λεφέβρ. Για παράδειγμα, στην έρευνα μου για το Νέο Δρόμο του Μεταξιού σε μία σειρά πόλεων στην Ευρώπη, την Ασία και την Λατινική Αμερική, αυτή η προσέγγιση μου έχει επιτρέψει να αναδείξω ότι αφενός η ανάπτυξη νέων παγκόσμιων υποδομών και οικονομικών διαδρόμων υλοποιείται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε τόπο αλλά αφετέρου παρουσιάζει και σημαντικές ομοιότητες λόγω του κοινού ρόλου των διαφορετικών πόλεων που εξετάζω ως αστικών κόμβων του Νέου Δρόμου του Μεταξιού. Η σχεσιακή σύγκριση μου έχει επιτρέψει να ανακαλύψω απροσδόκητες συνδέσεις μεταξύ τόπων τόσο διαφορετικών όσο το Κολόμπο στη Σρι Λάνκα και οι Βασιλικές Αποβάθρες στο Λονδίνο και να δω ότι οι αγώνες ενάντια στις συνέπειες των νέων έργων υποδομής διαπλέκονται σε κάθε τόπο που έχω εξετάσει με τοπικούς κοινωνικούς αγώνες γύρω από τη στέγαση, την απασχόληση, τη δημόσια υγεία και την κοινωνική, χωρική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη.

Από την αρχή του βιβλίου σου αναφέρεσαι στη νεοφιλελευθεροποίηση της φύσης και του χώρου και θέλω να σε φέρω στο ελληνικό πλαίσιο και να σε ρωτήσω αν η περίοδος της κρίσης, η ύπαρξη των μνημονιακών κυβερνήσεων και της διεθνούς επιτροπείας συνέτειναν στην επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας.

Ναι φυσικά συνέτειναν με σαφή και καθοριστικό τρόπο. Με τον καθηγητή μου στο Κέιμπριτζ (Bill Adams) μία από τις πρώτες κοινές μας εργασίες εστιάζει ακριβώς σε αυτό το θέμα – το ρόλο της οικονομικής κρίσης στο βάθεμα της νεοφιλελευθεροποίησης της φύσης και του χώρου τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Μεγάλη Βρετανία.

Όσο αφορά στην Ελλάδα, οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης υπήρξαν βαθιά νεοφιλελεύθερες: παρατεταμένη λιτότητα και περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις γης, δημόσιου χώρου και φυσικών πόρων και απορρύθμιση της περιβαλλοντικής και χωροταξικής νομοθεσίας με στόχο την προσέλκυση και διευκόλυνση ιδιωτικών επενδύσεων και συνεργασιών δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Οι αλλαγές αυτές περιλάμβαναν και μια νέα κατηγορία στρατηγικών επενδύσεων, για τις οποίες επιτρέπονται θεμελιώδεις παρεκκλίσεις από την νομοθεσία αλλά και την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης αναπτυξιακών έργων. Παράλληλα, η ίδρυση του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) το 2011 στο πλαίσιο της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής, ξεκίνησε “το μεγαλύτερο πρόγραμμα εκποίησης στον κόσμο” όπως αναφερόταν στην αρχική ιστοσελίδα του ταμείου, επιτρέποντας μία σειρά βαθιά αντιφατικών αναπτυξιακών έργων που εντείνουν την κοινωνική και περιβαλλοντική ανισότητα με εμβληματικό παράδειγμα την επένδυση στο Ελληνικό.

Είναι σημαντικό να πούμε εδώ ότι ενώ ο νεοφιλελευθερισμός αποτέλεσε την κυρίαρχη απάντηση στην κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο, οι συνέπειες δεν ήταν ίδιες σε όλες τις χώρες όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς λόγω της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης. Όπως εξηγεί ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου το “δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο ισχυρούς μοχλούς πρωταρχικής συσσώρευσης”. Στην Ελλάδα, ο παροξυσμικός χαρακτήρας της κρίσης και η “παγίδα του χρέους” όπως την ονομάζει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά για να νομιμοποιήσουν μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια καπιταλιστικής συσσώρευσης μέσω της υφαρπαγής γης, φυσικών πόρων, συντάξεων και δημόσιων αγαθών αλλά και μίας σειράς κοινωνικών δικαιωμάτων (όπως το δικαίωμα στην κατοικία, την υγεία, την πόλη και τη φύση) εκπληρώνοντας όχι μόνο τις επιταγές της ΕΕ και του ΔΝΤ αλλά και μακροχρόνια αιτήματα του ελληνικού κεφαλαίου.

Και ποια είναι τα πεδία που βλέπεις σήμερα στη χώρα να προχωρούν τέτοιες διαδικασίες; Είναι το πολυσυζητημένο Ελληνικό; Είναι τα βουνά της εγκατάστασης των αιολικών; Είναι η τραυματική εμπειρία των εξορύξεων της Χαλκιδικής ή των μελλοντικών συναφών σχεδιασμών; 

Είναι όλα αυτά που αναφέρεις. Η ιστορία των Σκουριών αντανακλά τις τεράστιες συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα – όπως είχε γράψει και η Ναόμι Κλάιν η έμφαση τότε δόθηκε στα οικονομικά μέτρα αλλά την ίδια στιγμή αυτό που συνέβαινε στις Σκουριές αποτελούσε μία απευθείας απειλή για τις ζωές των ανθρώπων, τη δημόσια υγεία, την περιβαλλοντική ασφάλεια. Έδειχνε με ένα τρόπο σοκαριστικό που οδηγεί η λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης εν μέσω κρίσης αλλά και το που μπορεί να φτάσει η κρατική καταστολή των αγώνων.

Στο βιβλίο που εκδώσαμε το 2019 με τον Ισπανό συνεργάτη μου Jose Cortesz Vazquez για το «Δικαίωμα στη φύση» (|The right to nature) ένα από τα κεφάλαια αναφέρεται στον εμβληματικό αγώνα των κατοίκων στις Σκουριές και είναι μάλιστα γραμμένο από την επιτροπή αγώνα των κατοίκων. Εκεί οι αγωνίστριες και οι αγωνιστές από τις Σκουριές έγραψαν κάτι πολύ σημαντικό: ότι η τοπική κοινωνία άλλαξε μέσα από αυτόν τον αγώνα και οδηγήθηκε μέσα από την εμπειρία της στην αμφισβήτηση του πολιτικού, οικονομικού και νομικού συστήματος που επιτρέπει σε εταιρείες όπως η Eldorado Gold να καταστρέφουν έναν ολόκληρο τόπο. Έγραψαν ακόμη ότι συνειδητοποίησαν ότι ο αγώνας ενάντια σε κάτι, γεννά σταδιακά την ανάγκη να αποφασίσουμε όχι μόνο τι πρέπει να γκρεμίσουμε αλλά και τι πρέπει να χτίσουμε, τι να αρνηθούμε και τι να διεκδικήσουμε. Το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό γιατί αναδεικνύει ότι πέρα από την συζήτηση για το αν «κέρδισε» ή «έχασε» ένας αγώνας, είναι κρίσιμο για μια κοινότητα που αγωνίζεται να αποτιμήσει τις εμπειρίες του αγώνα της και να κρατήσει ζωντανό το όραμα μιας ζωής διαφορετικής, κοντά/μαζί και όχι κόντρα στη φύση και με κοινωνικές σχέσεις που θα βασίζονται στην συνεργασία και την αλληλεγγύη.

Το Ελληνικό αποτελεί ένα αντίστοιχο παράδειγμα υφαρπαγής και συσσώρευσης μέσα στο πλαίσιο της κρίσης. Και εδώ η αντίσταση των κατοίκων είναι τεράστιας σημασίας. Ο αυτοδιαχειριζόμενος αγρός που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του ευρύτερου αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και εκποίηση του πρώην διεθνούς αερολιμένα της Αθήνας όπως και το κοινωνικό ιατρείο, αποτέλεσαν πειράματα στην κοινωνική αλληλεγγύη και στην από τα κάτω, αμεσοδημοκρατική οργάνωση. Σήμερα, αυτές οι μορφές αυτό-οργάνωσης δεν υπάρχουν πια ενώ στον ιστότοπο του λεγόμενου ‘’The Hellinikon” διαβάζουμε ότι οι παρεμβάσεις στην περιοχή του πρώην αεροδρομίου αποτελούν το μεγαλύτερο έργο αστικής ανάπλασης στην Ευρώπη. Η αναφορά σε ένα ανοιχτό σε όλους/ες μητροπολιτικό πάρκο είναι για πρώτη φορά -μετά από περισσότερα από 20 χρόνια δημόσιου διαλόγου και κοινωνικών αγώνων- απούσα. Στη θέση του εμφανίστηκε πρόσφατα το λεγόμενο “experience park” το οποίο μαζί με τα σχέδια για την περιοχή που έχουν δει τη δημοσιότητα -μεταξύ των οποίων η δημιουργία του πρώτου «πράσινου ουρανοξύστη» [sic] - επιβεβαιώνουν με τον χειρότερο τρόπο τις προβλέψεις ότι μία διαδικασία ανισότιμης αστικής αναγέννησης και αστικού «εξευγενισμού» είναι σε εξέλιξη σηματοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες διαδικασίες ιδιοποίησης δημόσιου πλούτου και γης στην Ελλάδα και αποστέρησης των κατοίκων της Αθήνας από τον αστικό δημόσιο χώρο και το δικαίωμα στα αστικά κοινά.

Όσο για τους αγώνες ενάντια στην εγκατάσταση αιολικών πάρκων είναι κομμάτι της ίδιας επίθεσης και της ίδιας προσπάθειας υφαρπαγής και ιδιοποίησης της γης, των φυσικών πόρων, των κορυφογραμμών, του τοπίου και τελικά του πολιτισμού και της ιστορίας πολλών τοπικών κοινωνιών σε όλη τη χώρα. Τους τελευταίους μήνες ασχολούμαστε με τους συνεργάτες μου με το εν λόγω θέμα κάνοντας μια σειρά συνεντεύξεων με επιτροπές αγώνα στα Κύθηρα, την Κρήτη, τα Άγραφα, την Βοιωτία, και αλλού και βλέπουμε και εδώ τη σημασία της κοινωνικής αλληλεγγύης αλλά και την σταδιακή ανάδειξη του ζητήματος της ενεργειακής και κλιματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα ως κεντρικού ζητήματος των αγώνων του μέλλοντος.

Αναφέρθηκες σε πρωτοβουλίες αυτοδιαχείρισης. Θέλω να σταθούμε λίγο εδώ…

Αγώνες όπως ο αγώνας στο Ελληνικό αλλά και στο Tyneside στην Αγγλία, που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο, αναδεικνύουν ότι το δικαίωμα στην πόλη μπορείούν να κερδηθεί μόνο μέσω συντονισμένου αγώνα, δεδομένου ότι υπάρχει ανάγκη όχι μόνο να παραχθεί ο αστικός χώρος με διαφορετικό τρόπο αλλά και να τον ιδιοποιηθούμε με ενεργό τρόπο, εάν πρόκειται να απαιτήσουμε το δικαίωμα στην πόλη. Η ιδέα ότι οι κάτοικοι της πόλης πρέπει να αντιστρέψουν τη διαδικασία με την οποία ο αστικός χώρος γίνεται ξένος για αυτούς και να ανακτήσουν τον έλεγχό του μέσω της επανα-οικειοποίησής του διατρέχει το έργο του Λεφέβρ και μπορεί να θεωρηθεί μία πράξη «χωρικής αυτοδιαχείρισης».

Η κοινοτική κηπουρική για παράδειγμα σηματοδοτεί συχνά αυτή την επιθυμία επανα-οικειοποίησης του χώρου και αντίστασης στην κρατική διαχείριση της καθημερινής ζωής που έχει ενταθεί στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου αστισμού και, ιδιαίτερα, στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση των πόλεων μετά το 2008. Η τελευταία έχει οδηγήσει στη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών για την κοινωνική πρόνοια και στην εμφάνιση νέων μορφών καπιταλιστικής συσσώρευσης μέσω της ιδιωτικοποίησης της γης, του δημόσιου χώρου και των φυσικών πόρων καθώς και μέσω διάφορων υλικών αλλά και άυλων μορφών ιδιοποίησης και κοινωνικής αποστέρησης (π.χ. του δικαιώματος στη στέγαση, στην αίσθηση του ανήκειν, στην καθημερινή ασφάλεια, στη δημόσια υγεία). Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για την αντάρτικη κηπουρική, η οποία σε αντίθεση με τους κοινοτικούς αγρούς που στηρίζονται από τους δήμους, τείνει να αμφισβητεί ευθέως τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και να στηρίζει την άμεση δημοκρατία και τη συλλογική δράση «από τα κάτω». Με αυτήν την έννοια έχει, επομένως, τη δυνατότητα να προκαλέσει σημαντικούς μετασχηματισμούς στην πόλη και να διαταράξει την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου αστισμού.

Σε πάω σε ένα άλλο θέμα τώρα. Διαβάζοντας το βιβλίο σου το πιο αναπάντεχο κεφάλαιο για μένα ήταν το 5ο που αναφέρεται στη πανδημία. Για να το πω λίγο χοντροκομμένα: σε ένα βιβλίο που επεξεργάζεται με ιδιαίτερο βάθος πεδία εμπορευματοποίησης και διεύρυνσης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της φύσης και του δημόσιου χώρου προστίθεται η νέα ποιότητα της πανδημίας. Τι φέρνει αυτή; Αφορά μόνο τον αυταρχισμό και την περιστολή δικαιωμάτων;

Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης στην πανδημία σηματοδότησε μια στιγμή βίαιης αναδιάρθρωσης του δημόσιου χώρου. Αυτή δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Ακολούθησε μια δεκαετία παρατεταμένης λιτότητας και αδιαφορίας για την κοινωνική αναπαραγωγή που οδήγησε σταδιακά στο σχηματισμό μιας άνισης πόλης με την κατανομή και την ποιότητα των δημόσιων χώρων να επηρεάζεται τόσο από ταξικά όσο και από φυλετικά κριτήρια και να οξύνει τον κοινωνικό και χωρικό διαχωρισμό. Οι αστικές πολιτικές έχουν μία μακρά ιστορία επιβολής χωρικών κανόνων και η κατασκευή του δημόσιου χώρου ήταν πάντα οριοθετημένη με βάση το φύλο, την τάξη, τη φυλή, την ηλικία, τις ηγεμονικές πολιτιστικές, σεξουαλικές και αισθητικές επιλογές.

Ωστόσο, το γεγονός ότι ο καπιταλιστικός χώρος είναι ένας εμπορευματοποιημένος αστυνομικός χώρος που συγκλίνει προς την εξάλειψη κάθε διαφορετικότητας (Λεφέβρ) δεν αναιρεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυτές οι τάσεις προσέλαβαν νέα χαρακτηριστικά. Τα μέτρα για τη διαχείριση της πανδημίας, με αποκορύφωμα την επιβολή lockdown, ενίσχυσαν τη σύγκρουση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και μία σειρά από δομικές ανισότητες καθιστώντας την πανδημία, μεταξύ άλλων, μια αστική κρίση που επηρέασε δυσανάλογα τους κατοίκους των πόλεων με βάση την τάξη, την εθνικότητα, αλλά και οποιαδήποτε άλλη ευαλωτότητα. Τα ιδιαίτερα αυστηρά μέτρα για τους πρόσφυγες, τους/ις μετανάστες/ριες, τους/ις νέους/ες και τους/ις διαδηλωτές/ριες εκδήλωσαν μια προσπάθεια δημιουργίας αποστειρωμένων δημόσιων χώρων ή και ιδιότυπων ιδιωτικοποιημένων δημόσιων χώρων στους οποίους απαγορεύεται κάθε δραστηριότητα που η κυβέρνηση θεωρούσε εχθρική απέναντι στα σχέδιά της πριν από την πανδημία (συγκεντρώσεις μεταναστών σε πλατείες, διαδηλώσεις, καταλήψεις) και οι οποίοι κανονικοποιούν μία «υπό όρους» χρήση του αστικού χώρου η οποία υπόκειται σε κανόνες που επιβάλλουν ιδιωτικά συμφέροντα πέρα από οποιοδήποτε κοινωνικό έλεγχο.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η πανδημία αποκάλυψε την ανικανότητα του καπιταλισμού να καλύψει ακόμη και τις βασικές ανάγκες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, κάτι που εκφράστηκε και εκφράζεται ακόμη ιδιαίτερο οξυμένο στην Ελλάδα όπου ουσιαστικά η κοινωνία έχει αφεθεί στην τύχη της με την ατομική ευθύνη να αποτελεί πλέον την επίσημη κυβερνητική πολιτική. Και εμείς τι κάνουμε απέναντι σε αυτό; Όπως είπε πολύ χαρακτηριστικά η Arundhati Roy το 2020 «η πανδημία μπορεί να λειτουργήσει ως μία πύλη μεταξύ αυτού του κόσμου και του επόμενου. Μπορούμε να επιλέξουμε να τη διαβούμε, σύροντας τα πτώματα της προκατάληψης και του μίσους μας, της εχθρότητάς μας, των τραπεζικών δεδομένων μας και των νεκρών ιδεών μας, των νεκρών μας ποταμών και των καπνισμένων ουρανών πίσω μας. Ή μπορούμε να τη διαβούμε με ελαφρά βήματα, με λίγες αποσκευές, έτοιμοι να φανταστούμε έναν άλλο κόσμο. Και έτοιμοι να παλέψουμε για αυτόν».

Βασική θεματική του βιβλίου η σύνδεση του δικαιώματος στη πόλη με το δικαίωμα στη φύση. Μίλησε μας λίγο για τη σύνδεση αυτή και ίσως την αναγκαιότητα της;…

Το δικαίωμα στη φύση μολονότι είναι ένας νέος όρος βρίσκει έμπνευση στο δικαίωμα στην πόλη. Οι βασικοί λόγοι που με ώθησαν στη δημιουργία αυτού του νέου όρου το 2016 στο ομότιτλο συνέδριο που είχαμε διοργανώσει στο Κέιμπριτζ είναι αφενός η σημασία ανάδειξης της αναγκαιότητας σύνδεσης των αγώνων για την πόλη, το δημόσιο χώρο, τα κοινά και τη φύση τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και στην καθημερινή πολιτική πράξη, και αφετέρου η ανάγκη συνειδητοποίησης της άρρηκτης σχέσης κοινωνικής, χωρικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης.

Μια τέτοια προσέγγιση έχει την προοπτική να οδηγήσει στη στρατηγική σύνδεση των περιβαλλοντικών, χωρικών και κοινωνικών πτυχών των κινημάτων που έχουν αναδυθεί στη μετά το 2008 εποχή, διότι θέτει ανοιχτά το ερώτημα του ποιος καθοδηγεί τη σχέση μεταξύ της οικονομικής εκμετάλλευσης των ανθρώπων, του χώρου, της γης και της φύσης, της ιδιοποίησης των κοινών, της (πλανητικής) αστικοποίησης και της συσσώρευσης κεφαλαίου, στρέφοντας τη συζήτηση στο ποιος καθοδηγεί ελέγχει την παραγωγή του χώρου και της φύσης και ποιων τα (ταξικά) συμφέροντα εξυπηρετεί αυτή η παραγωγή.

Αυτό σημαίνει ότι αναδεικνύει την ανάγκη σύνδεσης των περιβαλλοντικών κινημάτων και των κινημάτων πόλης με το εργατικό κίνημα και τα εργατικά αιτήματα στο δρόμο οικοδόμησης ενός συνολικότερου κινήματος που θα καθιστά σαφές ότι οι λύσεις σε μια σειρά κρίσεων, κλιματικής, ενεργειακής, κρίσης στην υγειονομική περίθαλψη και τη στέγαση, επισιτιστική κρίση και κρίση δημόσιας υγείας, απαιτούν δράση ενάντια στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στις συγκεκριμένες βιομηχανίες που όχι μόνο ευθύνονται για τις κρίσεις, αλλά και επωφελούνται από αυτές. Το δικαίωμα στην πόλη και το δικαίωμα στη φύση συνιστούν επομένως πολιτικές θέσεις που προσανατολίζονται στο μέλλον και συλλογικά δικαιώματα που τονίζουν, μεταξύ άλλων, την ανάγκη αμφισβήτησης και ανατροπής των σχέσεων ιδιωτικής ιδιοκτησίας, και αναγνώρισης ότι η περιβαλλοντική και χωρική δικαιοσύνη είναι αδύνατες χωρίς την κοινωνική δικαιοσύνη (και αντίστροφα). Νομίζω πως εν τέλει ανοίγουν ένα δρόμο διεκδίκησης μιας ριζικά διαφορετικής σχέσης κοινωνίας-φύσης-χώρου και ριζικά διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων και, όπως γράφω και στο κλείσιμο του βιβλίου, μιας ζωής διαφορετικής, αυτής που ονειρευτήκαμε αλλά ακόμη δεν ζήσαμε.

Πάμε τώρα στο τέλος του βιβλίου σου. Σε μια ερευνητική δουλειά που περιγράφεις μεγάλης έκτασης μετασχηματισμούς και πολύ βαθιά χνάρια ας μου επιτραπεί ο όρος «καπιταλιστικών βαρβαροτήτων» κλείνεις αισιόδοξα, βλέπεις περιθώρια κοινωνικών αγώνων και κατακτήσεων...

Ναι είναι αλήθεια και δεν πρόκειται απλά για επαναστατική αισιοδοξία. Κλείνω με αυτό το πρόταγμα γιατί αν κάτι με έχει σίγουρα διδάξει η έρευνα μου από το διδακτορικό μου για τις κοινωνικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 έως και σήμερα είναι ότι η αλληλεγγύη και ο κοινός αγώνας των κοινοτήτων που πλήττονται από την καπιταλιστική και νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα μπορεί να ανοίξει δρόμους χειραφέτησης προς μια κοινωνία απελευθερωτική για τους ανθρώπους και τη φύση. Και είναι οι ίδιες οι αγωνίστριες και οι ίδιοι οι αγωνιστές σε τόσο διαφορετικούς τόπους με τις/τους οποίες/ους έχω μιλήσει, συνεργαστεί και θεωρήσει πραγματικές/ούς συνεργάτιδες/ες και συνοδοιπόρους στην έρευνα μου που με έχουν πείσει για αυτό.

Βασίζεται, επίσης, στην παρατήρηση ότι μετά την κρίση του 2008 οι ριζοσπαστικές μετασχηματιστικές δράσεις υπήρξαν συχνά αδιαχώριστες από τις καθημερινές πράξεις αντίστασης και επιβίωσης οι οποίες σταδιακά -μέσα από την καθημερινή πάλη- οδήγησαν συχνά στην αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στην απευθείας σύγκρουση με τεράστια συμφέροντα διακινδυνεύοντας ακόμη και τη ζωή των εμπλεκόμενων αγωνιστών/τριών. Είναι εντυπωσιακό πραγματικά πως η ίδια η δράση του κινήματος μπορεί να οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις περιπτώσεις όπου η υιοθέτηση συλλογικών και αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων άνοιξε το δρόμο για την υιοθέτηση αντι-καπιταλιστικών, αντι-σεξιστικών και αντι-ρατσιστικών αιτημάτων, και τη σύνδεση των ταξικών αγώνων με τα ποικίλα κινήματα εντός και εκτός της πόλης που αγωνίζονται για τα δικαιώματα των γυναικών, των μεταναστών, των ΛΟΑΤΚΙ+ αναγνωρίζοντας την ανάγκη συγκροτημένων και συντονισμένων βημάτων προς την διαθεματικότητα. Αυτό φυσικά ισχύει και ιστορικά με εμβληματική περίπτωση τον αγώνα τον μεταλλωρύχων στην Αγγλία επί Θάτσερ.

Τα παραπάνω δεν υπονοούν ότι κάθε κινηματική διαδικασία θα μετατραπεί αναγκαστικά σε μία πράξη ρήξης και ανατροπής – αναδεικνύουν όμως ότι σε μια συγκυρία όπου το κυρίαρχο αφήγημα του καπιταλισμού δείχνει να παίρνει μια όλο και πιο δυστοπική μορφή, γεννιούνται καθημερινά κινήματα και αγώνες που αμφισβητούν τις ανισότιμες και καταπιεστικές σχέσεις εξουσίας και επιδιώκουν να επανα-οικειοποιηθούν την πόλη και τους τόπους και να προτάξουν έναν νέο πολιτισμό πέρα και έξω από την κυρίαρχη κουλτούρα του τέλους της ιστορίας.

Αφού σε ευχαριστήσω για τη γόνιμη συζήτηση θα ήθελα να μου πεις και που βρίσκεσαι τώρα ερευνητικά, τι σχεδιάζεις και τι περιμένουμε από εσένα.

Σε αυτή τη φάση το βασικό μου ερευνητικό αντικείμενο είναι η μελέτη του Νέου Δρόμου του Μεταξιού και του τρόπου με τον οποίο αλλάζει τις πόλεις σηματοδοτώντας νέες μορφές αστικοποίησης, αστικής ανάπτυξης και κατανόησης της αστικής μορφής (“urban”). Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου εστιάζει ακριβώς σε αυτό περιγράφοντας τις ιστορίες του Πειραιά, των «Βασιλικών» Αποβαθρών του Λονδίνου, και του Κολόμπο στη Σρι Λάνκα. Άμεσα αναμένεται να δημοσιευτούν σε ξενόγλωσσα επιστημονικά περιοδικά και το πιθανότερο και σε ένα νέο συλλογικό τόμο τα αποτελέσματα της έρευνας μας και σε μία σειρά άλλων πόλεων, μεταξύ των οποίων το Κατμαντού (Νεπάλ) και το Chancay (Περού). Η σημαντική νέα εξέλιξη είναι ότι τον Αύγουστο του 2021 μου απονεμήθηκε η υποτροφία Ramón y Cajal από το Ισπανικό κράτος οπότε το σχέδιο αυτή τη στιγμή είναι να μετακομίσω στην Ισπανία από το Σεπτέμβριο ως Senior Researcher στο ICTA, στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Αναμένω, επίσης, τα αποτελέσματα του ERC Consolidator Grant για μια νέα πρόταση που αφορά στον Νέο Δρόμο του Μεταξιού και ένα πρόγραμμα έρευνας που εκτείνεται σε 15 χώρες σε όλο τον κόσμο – δε ξέρω αν θα καταφέρω να το υλοποιήσω μέσω της συγκεκριμένης πρότασης αλλά και αυτό να μη γίνει θα βρεθούν άλλοι τρόποι…

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)