to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Από τον αντισημιτισμό στο Ολοκαύτωμα: Έγκλημα και συναίνεση

Το ευρύ γερμανικό κοινό γνώριζε για τις φρικαλεότητες που συντελούνταν πριν και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου


Η συναίνεση της γερμανικής κοινωνίας, εκεί που στηρίχτηκε η γερμανική προπαγάνδα ώστε να πάρει τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση του ναζιστικού εγχειρήματος της εξολόθρευσης των Εβραίων που κατέληξε στο Ολοκαύτωμα, στον παραλογισμό της Ιστορίας και μας δίνει τροφή για σκέψη για τη σχέση μεταξύ λαϊκής έστω και σιωπηρής συναίνεσης και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Η ανοχή

Το ευρύ γερμανικό κοινό γνώριζε για τις φρικαλεότητες που συντελούνταν πριν και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ήξεραν πολύ καλά ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν γεμάτα Εβραίους με την κατηγορία των «υπανθρώπων» και των «εκμαυλιστών της φυλής» και ότι εξοντώνονταν, όπως και άλλες πληθυσμιακές ομάδες και μειονότητες. Η εξολόθρευση 6 εκατομμυρίων Εβραίων δεν καλλιεργήθηκε σε έναν άβουλο και απαθή λαό, απλώς ο προϋπάρχων αντισημιτισμός των Γερμανών έλαβε ιδεολογικό περίβλημα από το ναζιστικό καθεστώς. Εξάλλου, ο αντισημιτισμός του Μεσοπολέμου δεν ήταν γερμανική αποκλειστικότητα. Αρκεί να θυμηθούμε τι συνέβη στη Διάσκεψη του Εβιάν το 1938. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση της Γκόλντα Μέιρ, μετέπειτα πρωθυπουργού του Ισραήλ, η οποία ήταν παρούσα στη Διάσκεψη.  Ήταν οργισμένη, όπως έγραψε αργότερα, διότι οι «αριθμοί» για τους οποίους μιλούσαν με τόση αναισθησία οι κυβερνώντες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών δεν ήταν παρά ανθρώπινα όντα, τα οποία καταδικάζονταν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους στα φρικτά στρατόπεδα συγκέντρωσης του Τρίτου Ράιχ μόνο και μόνο επειδή οι υποκριτικές κυβερνήσεις των υπόλοιπων χωρών αρνούνταν να τους παράσχουν άσυλο και βίζα. Η απάνθρωπη και υποκριτική αντίδραση της Δύσης άφησε το περιθώριο στον Χίτλερ να χλευάσει το αποτέλεσμα της Διάσκεψης, να εντείνει τις διώξεις του και να θέσει σε εφαρμογή την Τελική Λύση.

Οι Γερμανοί γνώριζαν ότι επανειλημμένα ο Χίτλερ είχε προαναγγείλει την εξολόθρευση κάθε Εβραίου επί γερμανικού εδάφους. Χιλιάδες, κατευθυνόμενα από τη χιτλερική προπαγάνδα, άρθρα είχαν δημοσιευτεί, όπου με περηφάνια εξαγγέλλονταν, βήμα-βήμα, τα μέτρα που θα υλοποιούσαν το ναζιστικό όραμα. Ο Robert Gellatel στο βιβλίο του "Backing Hitler: Consent and Coercion in Nazi Germany", μετά από έρευνα στις 24 μεγαλύτερες εφημερίδες και περιοδικά της Γερμανίας της εποχής, σημειώνει ότι ο Τύπος σε όλη τη χώρα, ήδη από το 1933, χρονιά ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, έπαιζε τον ρόλο εκμαυλιστή της κοινής γνώμης με στόχο την κανονικοποίηση της εξόντωσης 6 εκατομμυρίων Εβραίων.

Σε κοινή θέα

Ήδη από το 1933 οι εφημερίδες ανέφεραν τη δολοφονία 12 κρατουμένων στο Νταχάου, το πρώτο «πιλοτικό» στρατόπεδο που φτιάχτηκε, αρχικά για κομμουνιστές. Στις 23 Μαΐου, η Dachauer Zeitung έγραφε ότι το στρατόπεδο ήταν το πιο «διάσημο μέρος της Γερμανίας», ενώ το 1934 η ευρείας κυκλοφορίας και κύριο όργανο της ναζιστικής προπαγάνδας Volkische Beobachter ανακοίνωνε τη διεύρυνση των μέτρων κατά άλλων «πολιτικών εγκληματιών», αναφέροντας ως παράδειγμα τους Εβραίους με την κατηγορία της παρακμής της φυλής, παραθέτοντας φωτογραφίες «τυπικών υπανθρώπων» με «δύσμορφα κεφάλια», ενώ για πρώτη φορά σημειώνεται ότι η κράτησή τους είναι αόριστης διάρκειας. Από το 1936 και μετά δεν γίνεται καμία αναφορά σε κομμουνιστές κρατούμενους, ενώ στην εφημερίδα των SS Das Schwarze Korps τα στρατόπεδα ορίζονται ως τόποι για «εκμαυλιστές της φυλής». Τον Ιανουάριο του 1937 η βερολινέζικη Borsen Zeitung μεταφέρει δηλώσεις του αρχηγού των Ες-Ες Χάινριχ Χίμλερ αναφορικά με την αδήριτη ανάγκη για «ακόμη περισσότερα στρατόπεδα» γι' «αυτούς με υδροκεφαλισμό, στραβισμό, δύσμορφους Εβραίους και μια ολόκληρη σειρά φυλετικά κατώτερων τύπων».

Τον Νοέμβριο του 1938 το αντισημιτικό πογκρόμ που ακολούθησε τη Νύχτα των Κρυστάλλων είχε διθυραμβική κάλυψη από το σύνολο του Τύπου, την ώρα που ο υπουργός προπαγάνδας Γκέμπελς ανακοίνωνε ότι η «τελική απάντηση» στο εβραϊκό πρόβλημα θα διευθετηθεί με κυβερνητικό διάταγμα.

Είναι τότε που η εφημερίδα Manchester Guardian, ο σημερινός Guardian, δημοσιεύει κύμα μικρών αγγελιών χάρη στις οποίες εβραϊκές οικογένειες από την Αυστρία κατάφεραν να φυγαδεύσουν τα παιδιά τους στη Δύση, εκτός Ράιχ, και να τα σώσουν από τους ναζί. Τα επιγραμματικά κείμενα διαβάζονται σαν κοινή παράκληση όλων των αποστολέων: «Πάρτε το παιδί μου!».

Ανάλογου περιεχομένου εκκλήσεις δημοσίευσαν και οι λονδρέζικοι Times και η Telegraph, ωστόσο η εφημερίδα Manchester Guardian προτιμήθηκε από τους υποψήφιους φυγάδες διότι η πόλη φιλοξενούσε τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, εξαιρουμένου του Λονδίνου, και είχε δεσμούς με τη Βιέννη λόγω του εμπορίου κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Ο τρόπος με τον οποίο η εφημερίδα ανέφερε τον ναζιστικό αντισημιτισμό και υποστήριξε την είσοδο των προσφύγων στη Βρετανία, και στη συνέχεια την προστασία τους, μπορεί να θεωρηθεί μία από τις πιο υπερήφανες στιγμές στην ιστορία της.

Αποκλεισμοί, απομόνωση και χρήσιμες απαγορεύσεις

Στα τέλη του 1939 όλες οι γερμανικές εφημερίδες ανακοινώνουν την απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 8 μ.μ. για τους Εβραίους που «μολύνουν την αρία φυλή» και μάλιστα τον Νοέμβριο δημοσιεύουν τα ανακοινωθέντα της αστυνομίας για τις πρώτες εκτελέσεις «αντικοινωνικών στοιχείων» χωρίς δίκη, ενώ τον Μάρτιο του 1941 η Hamburger Fremdenblatt έχει εκτενή αναφορά για την πρώτη μαζική δημοπρασία περιουσιών Εβραίων που κρατούνταν ή δολοφονήθηκαν, στην οποία συμμετείχαν 100.000 πολίτες.

Από το 1941 και μετά πέφτει σιωπητήριο: η χρήση των θαλάμων αερίων, καθώς αποτελούσε μέρος της «Τελικής Λύσης», περιβαλλόταν από καθεστώς λογοκρισίας, γεγονός που επέτρεψε στους ίδιους τους ναζί λίγο μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου να αναδειχθούν στους πρώτους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Παραμένει αξιομνημόνευτος και ηγεμονικής σημασίας για το περιεχόμενο των αρνήσεων που ακολούθησαν μετά ο λόγος του Χίμλερ προς τους αρχηγούς των Ες-Ες:

"[...] Θέλω να σας μιλήσω πολύ σοβαρά, με ειλικρίνεια, για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Αναμεταξύ σας μπορεί να συζητιέται και να αναφέρεται με ειλικρίνεια, αλλά εμείς ποτέ δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτό δημόσια [...] Εννοώ την εκκαθάριση των Εβραίων, την εξόντωση της εβραϊκής φυλής".

Μετά το Ολοκαύτωμα και την ήττα της Γερμανίας ο ορατός αντισημιτισμός κόπασε τη δημόσια ορμή του και τις εξαγγελίες θανάτου. Η εξοντωτική για τον Άλλο κανονικότητα του Ράιχ του Χίτλερ μετουσιώθηκε σε αίσθημα εξωτερικευμένης ήττας και ενοχής του γερμανικού λαού. Οι αναδιπλώσεις τέτοιας μορφής δεν στοιχειοθέτησαν ποτέ όμως ολοκληρωτική παύση του αντισημιτισμού, που δεν άργησε να βρει νέες μεταμορφώσεις στις ερχόμενες δεκαετίες τόσο στη μουδιασμένη Γερμανία όσο και αλλού, καθώς ο αντισημιτισμός είναι η πιο ανθεκτική μορφή ρατσισμού και η πιο δραματική απόδειξη ότι ο σκοτεινός Μεσαίωνας δεν έχει πολλά να ζηλέψει από τον δικαιωματικό 21ο αιώνα.

* Η Μαρία Γιαννακάκη είναι πρώην γενική γραμματέας στο υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)