to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το επίπεδο των μισθών είναι «βόμβα» στα θεμέλια της αγοράς εργασίας

Ένα εύρημα που σοκάρει και προϊδεάζει για τη δημιουργία ενός νέου κύματος εργαζόμενων φτωχών, ειδικά ενόψει και του τεράστιου κύματος ανατιμήσεων στην ενέργεια και άλλα βασικά είδη, είναι η αδυναμία που κατέθεσαν οι 6 στους 10 εργαζόμενους και εργαζόμενες να τα βγάλουν πέρα αποκλειστικά με τον μισθό τους.


Μια από κάθε άποψη γκρίζα εικόνα για την ελληνική αγορά εργασίας περιγράφεται στις απαντήσεις των εργαζόμενων που συμμετείχαν στην ετήσια έρευνα «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας», που πραγματοποίησε για δεύτερη χρονιά φέτος το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την Prorata. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της εικόνας θα λέγαμε ότι συνοψίζονται στα παρακάτω:

Πρώτον, γενικευμένη ανασφάλεια ως προς την εργασία, καθώς ένας στους πέντε εργαζόμενους και εργαζόμενες δήλωσε ότι θεωρεί «πολύ» ή «αρκετά πιθανό» να χάσει τη δουλειά του στον επόμενο ένα χρόνο. Σε συνδυασμό με τα –ακόμη– πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, που καθιστούν τη χώρα μας αρνητική πρωταθλήτρια στην Ευρώπη, το στοιχείο αυτό είναι η μόνιμη απειλή που κρέμεται πάνω από το κεφάλι των εργαζόμενων. Ο φόβος της απώλειας της θέσης εργασίας, κατά τη γνώμη μας απηχεί την αντίληψη που έχουν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες για την κατάσταση και τις προοπτικές αυτού που συνήθως αποκαλούμε «πραγματική οικονομία», ενώ είναι και άρρηκτα συνδεδεμένος με το θεσμικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στο πεδίο του δικαίου της απόλυσης, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη πρόβλεψη του ν. 4808/2021 («νόμος Χατζηδάκη») που αντικατέστησε την υποχρέωση επαναπρόσληψης από την καταβολή επιπλέον αποζημίωσης, όταν μια απόλυση κρίνεται άκυρη.

Δεύτερον, ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου και εντατικοποίηση της εργασίας. Συμπληρώνοντας τα επίσημα στατιστικά – που φέρνουν την Ελλάδα πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε εργάσιμο χρόνο (με 43,9 ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα, βάσει των στοιχείων της Eurostat για το 2019, και με το 16,8% των εργαζόμενων να εργάζονται πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα – από την έρευνα του ΙΝΠ προέκυψε ότι ένας στους τέσσερις εργαζόμενους και εργαζόμενες δεν έχει σταθερό ωράριο, ποσοστό που ανεβαίνει σε 31,3% μεταξύ των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα. Με τα παραπάνω δεδομένα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτώμενων (77,6%) εμφανίστηκε ιδιαίτερα επικριτική απέναντι στο νέο θεσμικό πλαίσιο ελαστικής διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου που εισήγαγε τον περασμένο Ιούνιο ο «νόμος Χατζηδάκη», κάνοντας λόγο για μια ρύθμιση που είναι «προς το συμφέρον των εργοδοτών, που θα μπορούν να επωφεληθούν από την υπερωριακή απασχόληση των εργαζομένων χωρίς να τους αμείβουν γι’ αυτή».

Αντίστοιχα, πάνω από τους μισούς απάντησαν ότι η ρύθμιση αυτή θα αυξήσει τον συνολικό χρόνο εργασίας των εργαζόμενων και το 42,9% ότι θα μειώσει το εισόδημά τους. Και όλα αυτά, πριν την τελευταία παρέμβαση του υπουργού Εργασίας, που καταργεί την υποχρέωση εκ των προτέρων αναγγελίας της υπερεργασίας «χαρίζοντας» πέντε ώρες επιπλέον εργασίας στους εργοδότες…

Τρίτον, εκτεταμένη εργοδοτική παραβατικότητα και γενικευμένη δυσπιστία των εργαζομένων ως προς τις δυνατότητες ελέγχου και αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σχετική ερώτηση ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εργαζομένων απάντησε ότι έχει υποστεί κάποιας μορφής παραβίαση των δικαιωμάτων του από τον εργοδότη του μέσα στον τελευταίο ένα χρόνο, ωστόσο μόνο το 21,5% αυτών προχώρησε σε κάποια καταγγελία, επίσημα ή δημόσια, αναφέροντας ως κυριότερο (35,2%) λόγο μη καταγγελίας το ότι γνώριζαν πως θα δικαιωθούν πολύ δύσκολα. Δεν είναι επομένως να απορεί κανείς που πολύ λίγοι μεταξύ των ερωτώμενων πιστεύουν ότι πράγματι θα εφαρμοστούν ακόμα και οι όποιες προστατευτικές ρυθμίσεις υπάρχουν σε επιμέρους θέματα, όπως για παράδειγμα το πλαίσιο δικαιωμάτων των εργαζόμενων από απόσταση (τηλεργασία). Σε μια περίοδο που η πανδημία επανακάμπτει και η επαναφορά του μέτρου της τηλεργασίας φαντάζει μία εύλογη πρόταση, είναι σαφές ότι αυτό δεν θα εφαρμοστεί αποτελεσματικά χωρίς τα αντίστοιχα μέτρα.

Το κυριότερο ωστόσο ζήτημα είναι το χαμηλό επίπεδο των μισθών. Ένα εύρημα που σοκάρει και προϊδεάζει για τη δημιουργία ενός νέου κύματος εργαζόμενων φτωχών, ειδικά ενόψει και του τεράστιου κύματος ανατιμήσεων στην ενέργεια και άλλα βασικά είδη, είναι η αδυναμία που κατέθεσαν οι 6 στους 10 εργαζόμενους και εργαζόμενες να τα βγάλουν πέρα αποκλειστικά με τον μισθό τους. Αν αυτό συνδυαστεί με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη σε ποσοστό μη οικειοθελούς μερικής απασχόλησης επί του συνόλου αυτής στην Ευρωπαϊκή Ένωση (οι άνθρωποι δηλαδή αναζητούν πλήρη απασχόληση, αλλά δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας), αλλά και με το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων αναμένουν στασιμότητα ή μικρή μόνο βελτίωση της μισθολογικής τους κατάστασης για τα επόμενα πέντε (!) χρόνια, είναι σαφές ότι μιλάμε κυριολεκτικά για μια βόμβα στα θεμέλια της αγοράς εργασίας και, συνολικά, της ελληνικής κοινωνίας.

Κυρίαρχο επομένως θέμα δεν μπορεί παρά να είναι αυτό, τόσο για τα συνδικάτα – από τα οποία οι εργαζόμενοι ζητούν, σύμφωνα και με τις απαντήσεις στην έρευνα, περισσότερες και αυξημένες διεκδικήσεις – όσο και για τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Η αρχή μπορεί και πρέπει να γίνει από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Αφ’ ενός, πρόκειται για ένα αίτημα που είναι εύλογο και έχει ευρύτατη κοινωνική υποστήριξη: το 90,6% των συμμετεχόντων/ουσών στην έρευνα του ΙΝΠ δήλωσε ότι τυχόν αύξηση του κατώτατου μισθού θα είχε θετική επίπτωση στην ανάπτυξη, καθώς θα αυξανόταν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Αφ’ ετέρου, υποστηρίζεται από τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο ότι, το ζήτημα απασχολεί αυτή τη στιγμή τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που βρίσκονται στη διαδικασία υιοθέτησης οδηγίας για το ζήτημα αυτό, ενώ έχει τεκμηριωθεί αναλυτικά και με έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για τον κατώτατο μισθό (2021), στην οποία προτείνεται η αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού και του συνολικού επιπέδου των μισθών στη χώρα είναι πρωτίστως ζήτημα επιβίωσης για μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων και διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Είναι επίσης προϋπόθεση για μια σειρά άλλες ποιοτικές μεταβολές στην αγορά εργασίας: για την είσοδο νέων και γυναικών σε αυτή, για τον επαναπατρισμό συμπολιτών μας που αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα σε αναζήτηση καλύτερων όρων, για τη βελτίωση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων. Δυστυχώς, μετά από δύο χρόνια στασιμότητας στο ύψος του κατώτατου μισθού – κάτι που μόνο η Ελλάδα και η Ουγγαρία έκαναν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση – η κυβέρνηση επέλεξε να προχωρήσει σε μια αύξηση της τάξης του 2% (και …βλέπουμε) το 2022. Κάτι που είναι προφανές ότι βρίσκεται πολύ πίσω από τις ανάγκες, ενώ ούτως ή άλλως έχει ήδη εξανεμιστεί από τις πληθωριστικές τάσεις της περιόδου. Αντίθετα, αυτό που απαιτείται είναι ένας συνδυασμός νομοθετικών και αναπτυξιακών παρεμβάσεων που θα ανεβάσει σημαντικά τόσο τον κατώτατο όσο και συνολικά τους μισθούς στη χώρα, σε συνδυασμό με ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος που θα εξασφαλίζει την πρόσβαση των εργαζομένων στα βασικά αγαθά.

Το ευτύχημα, μέσα σε όλη αυτή την εικόνα, είναι ότι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες όχι μόνο έχουν πλήρη επίγνωση της κατάστασης – πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά, αφού τη βιώνουν κάθε μέρα κυριολεκτικά στην τσέπη και στην καθημερινότητά τους. Αλλά και το ότι έχουν αρχίσει να ανακτούν την εμπιστοσύνη τους στη δύναμη των συλλογικών διεκδικήσεων. Καταγράφηκε στις απαντήσεις στην έρευνα του ΙΝΠ, αποτυπώθηκε και στις κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών.

Το σύνολο των ευρημάτων της έρευνας και η ανάλυσή τους βρίσκονται διαθέσιμα εδώ

Η Κατερίνα Τσατσαρώνη είναι οικονομολόγος, ερευνήτρια ΙΝΠ, συντονίστρια της θεματικής Εργασία-Κοινωνικό Κράτος-Αλληλεγγύη - Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός-πολιτική επιστήμονας, διευθύντρια ΙΝΠ

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)