to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η ευθύνη του διανοούμενου

Η επίθεση στους διανοούμενους ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, την περίοδο της μεγάλης επιρροής τους. Καθώς ο φόβος της δημοκρατίας άρχισε να διακατέχει τις ελίτ, ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, πνευματικός ηγέτης της αντιδραστικής Τριμερούς Επιτροπής (Trilateral Commission), υποστήριξε ότι το πρόβλημα της δημοκρατίας είναι οι «διανοούμενοι των αξιών»: άνθρωποι που καλλιεργούν μια «συγκρουσιακή κουλτούρα» και αντιτίθενται στον πραγματισμό των εξπέρ και των «κοινωνικών πολιτικών».


Ποιος είναι ο ρόλος του διανοούμενου στη ζοφερή κατάσταση των τριών κρίσεων – της οικονομικής, της πανδημικής και της κλιματικής, της μητέρας όλων των κρίσεων; Η «σιωπή» των διανοούμενων συζητήθηκε έντονα στην περίοδο των μνημονίων. Κατεστημένοι δημοσιογράφοι και σχολιαστές κατάγγελλαν τους διανοούμενους γιατί δεν μιλούσαν για την κρίση.

Κάποιοι απάντησαν στην πρόκληση. Τον Ιούνιο του 2011, 32 γνωστοί διανοούμενοι δημοσίευσαν σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες δήλωση με τίτλο «Τολμήστε». Σε μια επίδειξη συμπαράστασης προς τη χειμαζόμενη κυβέρνηση, ζητούσαν από τους πολιτικούς και τον λαό να δεχτούν τα μέτρα για να σωθεί η Ελλάδα. Τους καλούσαν «να αλλάξουν νοοτροπία, να παραμερίσουν τις ιδιοτέλειες, τις αγκυλωμένες στο παρελθόν ιδεολογικές και πολιτικές περιχαρακώσεις και να αναλάβουν επιτέλους στο ακέραιο τις ευθύνες τους... για τους κινδύνους που απειλούν τη χώρα, για τον αγώνα και τις θυσίες που απαιτεί η σωτηρία και η ανάκτηση της αξιοπρέπειάς της.».

Ο κ. Δοξιάδης, που αντιπροσώπευσε τους 32, κατήγγειλε τον «λαϊκισμό» των «αγανακτισμένων» και δήλωνε ότι «το Μνημόνιο δεν είναι ένας κακός μπαμπούλας, αλλά μια συμφωνία που κάναμε» προτρέποντας την κυβέρνηση να ολοκληρώσει το «έργο» της, γιατί «δεν έγιναν, ακόμη, οι αποκρατικοποιήσεις και ιδιωτικοποιήσεις που έπρεπε και όπως έπρεπε». Πολλοί από τους 32 υπέγραψαν στην ίδια κατεύθυνση την έκκληση των 58 τον Οκτώβρη του 2013. «Προτάσσοντας την κοινή μοίρα, όχι την ιδιοτέλεια», αναλάμβαναν την ευθύνη να νουθετήσουν τους πολίτες «με μόνο το δικαίωμα που μας δίνει η πολύχρονη παρουσία και έγνοια μας» για την Ελλάδα. Οι περισσότεροι ήταν αργότερα ένθερμοι υποστηρικτές του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015 και αποτέλεσαν τον πυρήνα του Αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου.

Η «ευθύνη των υπεύθυνων» 32, 58, 1.000 αποτελεί το νήμα που τους συνδέει και θεμελιώνει το δικαίωμά τους να επιπλήττουν τους αρχικά τους διαμαρτυρόμενους πολίτες και αργότερα την αριστερή κυβέρνηση. Δεν ακούσαμε νουθεσίες από τους «τολμηρούς υπεύθυνους» του 2011 για τις πολλαπλές αποτυχίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αντίθετα η «ευθύνη», που εκπροσωπούσαν τότε οι διανοούμενοι, έγινε τώρα ο βασικός μηχανισμός για να δικαιολογηθούν οι αποτυχίες. Η «ατομική ευθύνη» των πολιτών αντικατάστησε τη «δημόσια ευθύνη» των διανοουμένων. Οι λαλίστατοι διανοούμενοι δεν έχουν ευθύνη να συμβουλεύσουν την κυβέρνηση πιθανά γιατί ολοκληρώνει το έργο των μνημονίων. Αυτή η σιωπή και οι πολιτισμικοί πόλεμοι γύρω από την επιστήμη και τους νεο-εξπέρ της πανδημίας μας επιτρέπει να εξετάσουμε τον ρόλο του διανοούμενου σήμερα.

Μια σύντομη ιστορία

Η λέξη διανοούμενος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία, στο πλαίσιο της υπόθεσης Ντρέιφους. Οι πολέμιοι του Ντρέιφους δημιούργησαν τον όρο «classe intellectuelle» για να στιγματίσουν τους υποστηρικτές του ως παρακμιακούς, αντιεθνικιστές και Εβραίους. Οι υπερασπιστές του Ντρέιφους, όπως ο Εμίλ Ζολά (που έγραψε το περίφημο «Κατηγορώ») με μια επιδέξια αντιστροφή υιοθέτησαν τον όρο «διανοούμενος» για τη δική τους υπόθεση, δημιουργώντας έτσι μια νέα μαχητική ταυτότητα.

Οι μεγάλοι διανοούμενοι του 20ού αιώνα, όπως ο Ράσελ, ο Οργουελ, ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Σαΐντ, ο Τσόμσκι ή ο Ντεριντά, αγωνίζονταν για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα, αντιστάθηκαν στον ρατσισμό και την αποικιοκρατία, εναντιώθηκαν στον πόλεμο. Το ίδιο και οι Ελληνες - ο Σεφέρης, ο Μάνεσης, ο Καστοριάδης, ο Πουλαντζάς, ο Σβορώνος, ο Τσουκαλάς. Οι διανοούμενοι ήταν συνήθως φιλόσοφοι, λογοτέχνες ή καλλιτέχνες με μεγάλη δημόσια αναγνώριση. Εκπροσωπούσαν τον «ριζικό διαφωτισμό», μιλώντας εν μέρει ως ειδικοί, αλλά κυρίως ως αντιπρόσωποι της δικαιοσύνης και της αλήθειας.

Η γνώση και η αλήθεια, υποστηρίζουν, δεν είναι «αντικειμενικές», αλλά πεδία μάχης στα οποία μπαίνουμε οπλισμένοι με ηθικές αρχές, ιστορική συνείδηση και πολιτικές αξίες. Ο δημόσιος διανοούμενος δεν πουλάει την ειδίκευσή του και δεν δίνει ουδέτερες συμβουλές. Οι ηθικές και πολιτικές του αρχές τον βοηθούν να κρίνει, να καταδικάζει και να αντιστέκεται στις υποδείξεις της εξουσίας και τις κοινοτοπίες της «κοινής γνώμης». Η αλήθεια και η οικουμενικότητα δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, είναι στρατηγικές για τη ριζική της αλλαγή.

Η ηθική και η πολιτική ευθύνη των διανοούμενων βασίζεται στην παρρησία τους. Πρόγονός τους ο Σωκράτης με την ανδρεία και την επίμονη κριτική στη «δόξα», την κοινότοπη ορθοδοξία. Η ανδρεία και η παρρησία δεν χρειάζονται εμπειρική γνώση, λέει ο Λάχης στον Περί Ανδρείας διάλογο, αλλά την ηθική γνώση του εαυτού, του αγαθού και του ωραίου. Ο παρρησιαστής δεν γεννιέται, αλλά γίνεται από την αρμονία λόγου και βίου.

Ομως, ο ηρωικός αυτός διανοούμενος πέθανε τη δεκαετία του 1990 και αντικαταστάθηκε από τους ειδήμονες, τους συμβούλους, τους εμπειρογνώμονες, ενώ τα αδηφάγα ΜΜΕ έχουν ακόρεστη επιθυμία για «ομιλούσες κεφαλές». Το Πανεπιστήμιο, βασικός παραγωγός διανοουμένων πρόσφατα, δεν οδηγεί πια στη σκέψη και την κριτική. Η μεγάλη εξειδίκευση έκανε την πανεπιστημιακή ζωή μοναχική, διανοητικά απομονωμένη, υπό αυστηρό έλεγχο και αξιολόγηση για να συμμορφώνεται με χρηματοδοτικές προτεραιότητες και ιδεολογικές απαιτήσεις. Η ιδέα του «αναγεννησιακού» ανθρώπου, με εγκυκλοπαιδική γνώση, ηθική ακεραιότητα και αισθητική οξυδέρκεια σταδιακά χάνεται.

Η επίθεση στους διανοούμενους ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, την περίοδο της μεγάλης επιρροής τους. Καθώς ο φόβος της δημοκρατίας άρχισε να διακατέχει τις ελίτ, ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, πνευματικός ηγέτης της αντιδραστικής Τριμερούς Επιτροπής (Trilateral Commission), υποστήριξε ότι το πρόβλημα της δημοκρατίας είναι οι «διανοούμενοι των αξιών»: άνθρωποι που καλλιεργούν μια «συγκρουσιακή κουλτούρα» και αντιτίθενται στον πραγματισμό των εξπέρ και των «κοινωνικών πολιτικών».

Πιέζουν για συνεχή αύξηση και υπερβολική εμβάθυνση της δημοκρατίας, αμφισβητώντας ηγεσίες και εξουσίες. Η διάκριση ανάμεσα σε «αξίες» και «πολιτικές» διαχωρίζει τους ειδικούς, που προσφέρουν τις γνώσεις τους για τεχνικά ζητήματα, και τους λίγους διανοούμενους παλαιάς κοπής, που παραμένουν εγκλωβισμένοι στις μεγάλες προσδοκίες και τις αφηγήσεις του «ριζικού διαφωτισμού». Οι «διανοούμενοι των αξιών» είναι «ψευδοπροφήτες». Οι επιθέσεις στην ακεραιότητα και τα κίνητρά τους, η χλεύη και οι προσβολές είναι ανελέητες και φτάνουν στα όρια του παροξυσμού όταν απειλείται η κυρίαρχη ιδεολογία. Ενα μεγάλο μέρος της ιδεολογικής ηγεμονίας παίζεται γύρω από τη φιγούρα και τον ρόλο του διανοούμενου.

Ο σύγχρονος διανοούμενος/πανεπιστημιακός είναι εξειδικευμένος σ’ ένα μικρό πεδίο. Κύρια δημόσια λειτουργία του είναι να προσφέρει συμβουλές στην κυβέρνηση και, περιστασιακά, να σχολιάζει ζητήματα στα μέσα επικοινωνίας. Ο πανεπιστημιακός εξπέρ είναι ένα απλό φερέφωνο της πραγματικότητας, ένας εκπρόσωπος της αλήθειας. Δεν υπάρχει αντίλογος στις «αντικειμενικές» επιστημονικές του απόψεις. Αυτό το είδος ειδίκευσης είναι εξαιρετικά χρήσιμο για την εξουσία. Αν η γνώση των ειδικών μπορεί να δίνει λύσεις, δεν υπάρχει λόγος για δημόσιο διάλογο ή χρονοβόρες και δαπανηρές δημοκρατικές διαδικασίες. Η επιστημονική κακοφωνία στην περίοδο της πανδημίας υπέσκαψε την ιδεολογική νομιμοποίηση του επιστήμονα.

Η θέση του παρρησιαστή από την άλλη δεν είναι πλέον απαραίτητη. Ζούμε στην εποχή του λογιστή. Ετσι, η ευθύνη του διανοούμενου έχει αντιστραφεί. Αντί να αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη και «να λέει την αλήθεια στην εξουσία», έχει γίνει εργαλείο της κυβέρνησης και της οικονομικής ολιγαρχίας. Η ευθύνη των διανοούμενων είναι να υπηρετούν τη δομή εξουσίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, λέει ο Τσόμσκι, για «όσους έχουν ήδη αποκτήσει εξουσία και πλούτο ή διαισθάνονται ότι μπορούν να τα αποκτήσουν, αρκεί να αποδεχτούν το κατεστημένο και να προαγάγουν τις αξίες του». Θα συνεχίσουμε στο επόμενο.

*Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος του Ιδρύματος «Νίκος Πουλαντζάς»

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)