to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Αμερικανικές εκλογές και δικαστές

Η διάκριση των εξουσιών δεν ήταν ποτέ απόλυτη: η κυβέρνηση διορίζει την ηγεσία των δικαστηρίων ενώ τα δικαστήρια πάντα ασκούσαν ένα είδος οιονεί νομοθετικής παρέμβασης όταν εξέταζαν την συνταγματικότητα νόμων και κυβερνητικών αποφάσεων. Σήμερα όμως η διάκριση έχει εξασθενίσει πλήρως και παραμένει μόνο ως νομιμοποιητικός μύθος.


Τις προηγούμενες εβδομάδες η σειρά άρθρων PhilosophyXS έχει υποστηρίξει ότι ζούμε σε ένα «κράτος δικαστών». Έχουμε προχωρήσει σταδιακά από ένα Σύνταγμα, που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία και εκφράζεται από την κοινοβουλευτική εξουσία, σε ένα κράτος της εκτελεστικής εξουσίας που εδώ και χρόνια η κυβέρνηση μοιράζεται με τους δικαστές, ως μικρό συνεταίρο.

Η διάκριση των εξουσιών δεν ήταν ποτέ απόλυτη: η κυβέρνηση διορίζει την ηγεσία των δικαστηρίων ενώ τα δικαστήρια πάντα ασκούσαν ένα είδος οιονεί νομοθετικής παρέμβασης όταν εξέταζαν την συνταγματικότητα νόμων και κυβερνητικών αποφάσεων. Σήμερα όμως η διάκριση έχει εξασθενίσει πλήρως και παραμένει μόνο ως νομιμοποιητικός μύθος.

Οι δεξιοί αλλά και πολλοί φιλελεύθεροι έχουν αποδεχτεί και έχουν ενισχύσει τον νομοθετικό ρόλο των δικαστών. Έτσι τα ανώτατα δικαστήρια ήταν η πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση στην κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.  Ήταν αναμενόμενο. Το «κράτος των δικαστών» λειτουργεί πάντα αντιδημοκρατικά και συνήθως ταξικά: αντιδημοκρατικά όταν ακυρώνει αποφάσεις της δημοκρατικής πλειοψηφίας και ταξικά όταν τα δικαστήρια προστατεύουν την ιδιοκτησία και την εξουσίας των ελίτ από τις πολιτικές παρεμβάσεις προοδευτικών κυβερνήσεων.

Δεν θα μπορούσε να ήταν πιο επίκαιρη αυτή η ανάλυση. Όσα γίνονται αυτή την στιγμή στην χώρα μας και στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα για τις δύο πλευρές του νομίσματος της στενής σχέσης δικαστών και πολιτικής. Στην χώρα μας, το ΣΤΕ θα αποφασίσει τις επόμενες μέρες την συνταγματικότητα της κυβερνητικής απόφασης να μεταφερθούν οι αρχαιότητες από τον σταθμό Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη, μιά απόφαση που έχει καταδικαστεί καθολικά από την κοινωνία της Θεσσαλονίκης και την παγκόσμια αρχαιολογική κοινότητα.

Η υπουργός Πολιτισμού συναντήθηκε πρόσφατα, εν όψει της υπόθεσης, με την πρόεδρο του ΣΤΕ. Δεν ξέρουμε βέβαια τι διαμείφθηκε στην πολυδιαφημισμένη συνάντηση. Αλλά το ότι έγινε και δημοσιοποιήθηκε δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά ως προφανής προσπάθεια να επηρεασθεί η απόφαση του δικαστηρίου Η εκτελεστική εξουσία συχνά υπενθυμίζει στην δικαστική ότι η δεξιά, από τα σπλάχνα της οποίας κατάγεται η πλειοψηφία της δικαστικής ηγεσίας, δεν είναι συνηθισμένη να χάνει στα χέρια των δικών της ανθρώπων.

Την ίδια στιγμή νόμος κατήργησε την Εισαγγελία Διαφθοράς ουσιαστικά καταργώντας την εισαγγελέα Τουλουπάκη, την δικαστικό που πήρε στα σοβαρά την υποχρέωση της να διαλευκάνει το σκάνδαλο Novartis.  Η κυβέρνηση μου θύμισε ακόμη μια φορά την «σιδηρά κυρία» Θάτσερ. Επειδή ο Δήμος του Μείζονος Λονδίνου (Greater London Council) υπό την ηγεσία του δημοφιλούς Red Ken Livingstone ήταν η μόνη ουσιαστική αντιπολίτευση στην παντοδύναμη πρωθυπουργό, η Θάτσερ κατάργησε τον Δήμο για να απαλλαγεί από τον  Red Ken.   Η κυβέρνηση δεν μπορεί να επέμβει άμεσα σε εκδικαζόμενες υποθέσεις, αλλά η συνάντηση της υπουργού με την δικαστή «για καφέ και ενημέρωση» στέλνει το μήνυμα. Με την άλλη κίνηση, η κυβέρνηση ψιθυρίζει στους δικαστές ότι αν θέλετε να μην χάσετε την θέση σας ή να πάρετε προαγωγή πρέπει να θυμόσταστε τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις σας. Είναι θέμα ατομικής ευθύνης.

Αν γυρίσουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται ότι τα δικαστήρια μπορεί πάλι να αποφασίσουν τον επόμενο Πρόεδρο. Όσοι παρακολουθούμε το Αμερικανικό πολιτικό και νομικό γίγνεσθαι  έχουμε μια έντονη αίσθηση déjà vu. Το 2000, απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου έδωσε τη νίκη στον Τζορτζ Μπους εναντίον του Δημοκρατικού Αλ Γκορ. Απαγόρευσε την καταμέτρηση ενός μεγάλου αριθμού ψήφων στην Φλόριντα, δίνοντας την πλειοψηφία στην Πολιτεία και τον Λευκό Οίκο στον Μπους. Οι Αμερικάνοι δημοκράτες, με μικρό και κεφαλαίο Δ, θεωρούν δικαιολογημένα ότι οι δικαστές τους έκλεψαν την προεδρία. Όπως είπε ο δικαστής Στίβενς που μειοψήφησε στην απόφαση, «παρότι δεν θα μάθουμε ποτέ με απόλυτη βεβαιότητα την ταυτότητα του νικητή, η ταυτότητα του ηττημένου είναι απολύτως σαφής. Είναι η εμπιστοσύνη του έθνους στον δικαστή ως αμερόληπτου φύλακα του νόμου.» Οι Αμερικανοί θεωρούν τους δικαστές ως πολιτικούς χωρίς μεγάλες διαφορές από τους εκλεγμένους βουλευτές.

Το 2000 πέντε δικαστές  από τους εννιά του Ανώτατου Δικαστηρίου είχαν διοριστεί από τους Ρεπουμπλικάνους. Η πλειοψηφία 5-4 σκηνοθέτησε ένα δικαστικό πραξικόπημα με διάτρητα επιχειρήματα και εγκατέστησε τον άνθρωπο της στον Λευκό Οίκο.  Αυτό ακριβώς περιμένει από τα δικαστήρια σήμερα ο Τραμπ. Φοβούμενος ότι θα έχανε στις κάλπες έκανε δεκάδες προσφυγές πριν τις εκλογές προσπαθώντας να αποτρέψει την καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων που ανέμενε ότι θα πήγαιναν στον Μπάϊντεν. Οι προσφυγές πολλαπλασιάστηκαν μετά τις εκλογές όταν οι φόβοι του επαληθεύτηκαν. Ο Τραμπ θέλει να διακοπεί η καταμέτρηση των ψήφων στις Πολιτείες που ο Μπάϊντεν προηγείται αλλά να συνεχίσει στην Αριζόνα όπου η αρχική πλειοψηφία του Δημοκρατικού μικραίνει. Άλλες προσφυγές επιδιώκουν την ακύρωση μεγάλου αριθμού επιστολικών ψήφων στις κρίσιμες Πολιτείες.

Ο Τραμπ ελπίζει ότι οι δικαστές θα του επιτρέψουν να σφετεριστεί την προεδρία που του στέρησαν οι πολίτες. Αν οι προσφυγές απορριφθούν από τα Πολιτειακά δικαστήρια, όπου συχνά η πλειοψηφία των δικαστών έχει επιλεγεί από Δημοκρατικές κυβερνήσεις, πιθανόν να καταλήξουν στο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο. Η επιλογή της υπερσυντηρητικής δικαστού Ειμι Μπάρετ στο Δικαστήριο αυτό, δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές, δημιούργησε μιά στιβαρή συντηρητική πλειοψηφία 6-3 που μπορεί να κληθεί ξανά να κρίνει το αποτέλεσμα των εκλογών.  Για να έχουμε επανάλειψη του 2000, Θα πρέπει το τελικό προβάδισμα του Μπάϊντεν στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων να είναι πολύ μικρό και η δικαστική ανατροπή του αποτελέσματος σε μία Πολιτεία να οδηγεί σε νίκη του Τραμπ. Αλλά αυτά είναι πραγματολογικά θέματα. Το νομικό προηγούμενο και η δικαστική εξουσία υπάρχουν.

Ο μύθος της δικαστικής ουδετερότητας

Όταν έχουμε υποθέσεις με μεγάλο πολιτικό διακύβευμα, όπως οι εκλογές, η Novartis ή η αφαίρεση των αρχαίων, η υποτιθέμενη ουδετερότητα των δικαστών είναι αδύνατη. Σε τέτοιες υποθέσεις το δικαστήριο δεν ερμηνεύει το δίκαιο. Η ίδια η απόφαση δημιουργεί δίκαιο. Δεν ακολουθεί η απόφαση έναν προϋπάρχοντα κανόνα, παρότι εμφανίζεται ως τέτοια. Η ίδια η απόφαση δημιουργεί τον κανόνα της και αλλάζει τον συσχετισμό δύναμης. Όχι μόνο δεν τηρείται η διάκριση των εξουσιών αλλά αντίθετα αναγνωρίζεται ο πολιτικός και ιδεολογικός ρόλος των δικαστηρίων.

Ωστόσο, ο ισχυρισμός περί ουδετερότητας δεν είναι ούτε ψέμα ούτε απάτη αλλά νομιμοποιητικός μύθος, με την έννοια που δίνει στον «μύθο» η κοινωνική ανθρωπολογία. Οι μύθοι αποτελούν τις «ιερές» ιστορίες μιάς κοινωνίας. Αποτελούν τον ιδεολογικό συνδετικό κρίκο που επιτρέπει σε ιδιαίτερα συμφέροντα και μερικές απόψεις να εμφανίζονται ως καθολικές και να γίνονται ηγεμονικές: αποκαλύπτουν «αυτονόητες» αλήθειες στους «πιστούς» τους, που τους επιτρέπουν να βλέπουν τον κόσμο συνεκτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων τους, και προφανείς παρανοήσεις στους αντιπάλους. Οι «πιστοί» έχουν επενδύσει πολλά στον μύθο τους και αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν ως τέτοιο, βάζοντας κάτω από το χαλί ό,τι τον υποσκάπτει. Οι αντίπαλοι πάλι συχνά θεωρούν τον μύθο απλά ψεύτικο και δεν κατανοούν την επιτελεστική του λειτουργία. Δεν είναι, λοιπόν, ο μύθος μια ψεύτικη κατανόηση του κόσμου αλλά η περιγραφή του από μία μόνο προοπτική που εμφανίζεται ως καθολική και συμβάλλει στην κατασκευή της πραγματικότητας.

Ακριβώς επειδή οι δικαστές παίρνουν τη μία πλευρά σε μιά μεγάλη σύγκρουση - δεν μπορεί να γίνει και διαφορετικά - δίνεται τόση έμφαση στη μυθολογία της ουδετερότητας και ανεξαρτησίας. Ακριβώς επειδή οι δικαστές συχνλα νομοθετούν, τονίζεται τόσο η θεωρία της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία οι δικαστές ερμηνεύουν και δεν νομοθετούν. Η ισχυρισμοί περί ιδεολογικής ουδετερότητας της δικανικής κρίσης γίνονται εκκωφαντικοί, ακριβώς όταν τα μεροληπτικά τους αποτελέσματα είναι προφανή. Λύση δεν αποτελεί, λοιπόν, ένας φορμαλισμός που κρύβει το όνομά του, αλλά η τίμια δικαστική και δημόσια συζήτηση κάθε φορά του πολιτικού διακυβεύματος και των επιπτώσεων της πολιτικά κρίσιμης απόφασης. Διαφορετικά το «κράτος των δικαστών» μετατρέπει το πολίτευμα μας από δημοκρατία σε δικαστική αριστοκρατία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προχωρήσει αρκετά σ’αυτή την κατεύθυνση. Αλλά τουλάχιστον το αναγνωρίζουν και δεν κρύβονται πίσω από ανώδυνες μυθολογίες.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)