to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Οι Κοινωνικές Συμμαχίες, ο νεοφιλελευθερισμός στην Παιδεία και το καθήκον συγκρότησης Κοινωνικού Εκπαιδευτικού Μετώπου

«Ένα ισχυρό προοδευτικό κοινωνικό μέτωπο θα πρέπει να περιφρουρήσει το αγαθό της Δημόσιας και δωρεάν Παιδείας από την επίθεση της δεξιάς πολιτικής, την ιδιωτικοποίηση και τον αποκλεισμό...»


1. Η Δημόσια Παιδεία ως κοινωνικό αγαθό και «μετρονόμος» της κοινωνικής κινητικότητας


1.1. Στην εκπαιδευτική πολιτική ακόμα και των συντηρητικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση θεωρούνταν κοινωνικό αγαθό και εξασφαλιζόταν η πρόσβαση τμημάτων των υποτελών τάξεων σε αυτήν. Κεντρική θέση της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας ή της γαλλικής Κεντροδεξιάς, π.χ, ήταν ότι η επένδυση στην Παιδεία θεωρούνταν η πλέον παραγωγική κρατική επένδυση. Το κόστος αυτής της επένδυσης αναλάμβανε το κράτος, δηλαδή η κοινωνία, με αντάλλαγμα την πρόσβαση στη Δημόσια εκπαίδευση.

Η αντίληψη της παροχής Δημόσιας Παιδείας και η θεώρησή της ως κοινωνικού αγαθού κατέστη αποφασιστικής σημασίας όρος για τη μεταπολεμική εξισορρόπηση και άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, μέσω μηχανισμών κοινωνικής κινητικότητας.

Φυσικά, το εκπαιδευτικό σύστημα παρέμενε στην ουσία του ταξικό, αφού αναπτύσσονταν εκ μέρους των κυρίαρχων τάξεων παράλληλες πολιτικές περιορισμού της πρόσβασης κυρίως στην τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ετσι, αναπτύχθηκαν δίκτυα ανώτατων σχολών ελίτ, όπως οι Grandes écoles στη Γαλλία ή ο διαχωρισμός των πανεπιστημίων σε «κατηγορίες» σε άλλες χώρες, όπου το σύστημα εισδοχής είναι και σήμερα εξόφθαλμα περιοριστικό. Μάλιστα, οι γαλλικές Grandes écoles δεν υπόκεινται στην αρμοδιότητα του γαλλικού υπουργείου Παιδείας, αλλά σε υπουργεία αρμοδιότητας του γνωστικού αντικειμένου των σχολών αυτών.


1.2. Η κοινωνική κινητικότητα συνιστά ως ένα βαθμό εγγενή διαδικασία της διαμόρφωσης της κοινωνικής – ταξικής διαστρωμάτωσης στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Οι αστικές κοινωνίες εγκαθιδρύθηκαν χάρη σε ευρύτατες μετακινήσεις πληθυσμών κυρίως από την «ύπαιθρο» προς τις «πόλεις», όπου αναδύθηκαν μαζικά νέοι ταξικοί αστερισμοί, αυτοί των νέων υποτελών τάξεων και των ενδιάμεσων στρωμάτων με τα υποσύνολά τους. Η γεωγραφική – δημογραφική μετακίνηση διαμόρφωσε νέο καταμερισμό εργασίας στην παραγωγική διαδικασία και απώλεσε τον αρχικό γεωγραφικό χαρακτήρα της αποκτώντας κοινωνική διάσταση. Παράλληλα, καθώς βάθαινε ο διαχωρισμός φύσης και ανθρώπου, εμφανίστηκε ένας νέος διαχωρισμός που ξεπερνούσε τον πρωταρχικό διαχωρισμό μεταξύ πόλης και υπαίθρου εισάγοντας μια πιο οριζόντια διάκριση, αυτή μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Διάκριση που θα αποκτήσει βαρύνουσα σημασία για την εξέλιξη της εκπαιδευτικής πολιτικής στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής της κεφαλαιοκρατίας.

Στην ουσία, η κοινωνική κινητικότητα μέσω του εκπαιδευτικού μηχανισμού αποτέλεσε ένα δείκτη των ευρύτερων ταξικών συσχετισμών μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε κάθε χώρα. Αν ο συσχετισμός δύναμης ήταν ευνοϊκός για τις δυνάμεις της εργασίας, το εκπαιδευτικό σύστημα γινόταν πιο «ελαστικό» στις διαδικασίες επιλογής και πιο «ανοικτό» στην πρόσβαση των λαϊκών τάξεων σε αυτό. Αν, αντίθετα, ο συσχετισμός δύναμης ήταν ευνοϊκός για τις δυνάμεις του κεφαλαίου, το εκπαιδευτικό σύστημα γινόταν πιο «ελιτίστικο» και οι μηχανισμοί ταξικής επιλογής στην πρόσβαση στην εκπαίδευση πιο σκληροί και αποτρεπτικοί.

1.3. Στην Ελλάδα ειδικότερα, οι μετεμφυλιακοί κοινωνικοί συσχετισμοί επέδρασαν καταλυτικά στο μοντέλο διαταξικής κινητικότητας που διαμορφώθηκε σταδιακά. Οι λαϊκές τάξεις ηττήθηκαν στο πεδίο της μάχης στο τέλος της δεκαετίας του ‘40, δεν ηττήθηκαν ωστόσο στο πεδίο της ιδεολογίας. Επέβαλλαν, έτσι, σταδιακά στο μπλοκ εξουσίας τη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος σχετικά ανοικτού στην πρόσβαση των λαϊκών τάξεων. Για τις κυρίαρχες τάξεις η εξέλιξη αυτή ήταν μονόδρομος, αλλά και πηγή ισχυρών αντιφάσεων. Δημιουργούντο μεν μηχανισμοί απορρόφησης κοινωνικών εντάσεων μέσω της κοινωνικής ανόδου, αποτελούσαν όμως τα Πανεπιστήμια πηγή ευρύτερης αμφισβήτησης και αιχμή του δόρατος των λαϊκών διεκδικήσεων.

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα λειτούργησε επομένως μεταπολεμικά ως μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας, κυρίως ανοδικής, διαγενεακής και ενδογενεακής. Παρά τις όποιες κοινωνικές διακρίσεις και ανισότητες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αν κατάφερνε κάποιος/α από τα λαϊκά και τα πολυπληθή αγροτικά στρώματα να σπουδάσει, βελτίωνε σημαντικά την κοινωνική του θέση. Μπορούσε να έχει σχετικά πιο εύκολη πρόσβαση στη δημοσιοϋπαλληλία, ακόμα κι αν δεν ανήκε στην κομματική πελατεία των κυβερνώντων και ενδεχομένως μπορούσε να ενταχθεί στη «νέα μικροαστική τάξη» που συνδέεται με τις λειτουργίες του κράτους και του οικονομικού συστήματος εν γένει. Αν μάλιστα γίνονταν μηχανικός, δικηγόρος ή γιατρός, είχε πολλές πιθανότητες να αναρριχηθεί στην «καλή κοινωνία».

Συνεπώς, η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως όρος, αφετηρία και έναυσμα βελτίωσης της κοινωνικής θέσης, θεωρήθηκε δικαίωμα και κοινωνικό κεκτημένο. Πολλώ δε μάλλον που θεμελιώθηκε πάνω σε κοινωνικούς αγώνες, φτάνοντας στη μεταπολιτευτική περίοδο να αποτελεί οργανικό μέρος του κοινωνικού consensus.

1.4. Διαδικασίες κοινωνικής κινητικότητας μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα συνεχίστηκαν μέχρι τα πολύ πρόσφατα χρόνια, όπως έχουν καταγράψει οι έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ από το 2009 έως και το 2014.

Στις αρχές της προηγούμενης 10ετίας οι εκπαιδευτικές στατιστικές θεμελιώνουν τη διαπίστωση ότι τα «παιδιά – νέοι» βελτιώνουν την θέση τους στον εκπαιδευτικό χάρτη σε σχέση με τους γονείς τους και κατ’επέκτασιν και στον κοινωνικο-επαγγελματικό. Αφορά ακόμα και τα παιδιά που προέρχονται από γονείς στοιχειώδους ή Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι αυτονόητο ότι τα παιδιά που ανήκουν σε οικογένειες με γονείς ανώτερων εκπαιδευτικών επιπέδων είναι και τα πιο ευνοημένα. Από το 2000 ήδη πάνω από 6 στα 10 παιδιά διέθεταν εκπαιδευτικό επίπεδο ανώτερο από τον (άρρενα) γονέα και μόνον 7 στα 100 παιδιά, κατείχαν εκπαιδευτικό επίπεδο κατώτερο του γονέα.

Οι μελέτες του 2009 και του 2014 της ΕΛΣΤΑΤ εισάγουν επιπλέουν και στοιχεία για την κοινωνική κινητικότητα που αφορούν στη μετανάστευση: Η σύγκριση του εκπαιδευτικού επιπέδου των νέων με το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων τους δείχνει ότι όταν και οι δύο γονείς είναι γεννημένοι στην Ελλάδα, τα μισά σχεδόν άτομα έχουν ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τους γονείς τους (49,9%). Αν κάποιος (ή και οι δύο) από τους γονείς είναι γεννημένος στο εξωτερικό το ποσοστό των ατόμων με ανώτερη εκπαίδευση από τους γονείς τους είναι αρκετά μικρότερο (29,4% και 20,8%, αντίστοιχα), σε κάθε όμως περίπτωση αξιοσημείωτο.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ακόμα και στην περίοδο της κρίσης, ο εκπαιδευτικός μηχανισμός εξακολουθούσε έστω και σε μικρότερο βαθμό να αμβλύνει κάποιες από τις συνέπειές της.

2. Η μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα στην Παιδεία και η εκπαιδευτική πολιτική της ΝΔ


2.1. Στην κεϋνσιανού τύπου κοινωνική συναίνεση το κεφάλαιο απολάμβανε τη μερίδα του λέοντος του αποτελέσματος από την επένδυση στην Δημόσια Παιδεία, χωρίς να είναι αναγκασμένο να επωμίζεται το κόστος αυτής της επένδυσης στην εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού ή στους καρπούς της Έρευνας. Το κόστος αυτό επιβάρυνε την κοινωνία μέσω της φορολογίας.

Η κατάσταση αλλάζει με την ανάδυση και την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου προς όφελος της ιδιωτικής Εκπαίδευσης, της οποίας το ειδικό βάρος βαίνει αυξανόμενο. Η ιδιωτική εκπαίδευση δεν είναι νέο φαινόμενο, είναι ιδιαίτερα παγιωμένη στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Σε ότι αφορά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το υβριδικό μοντέλο του αγγλοσαξονικού χώρου με την επιβολή υψηλών διδάκτρων, αλλά κυρίως την έμμεση ιδιωτικοποίηση που επέφεραν τα φοιτητικά δάνεια, συνιστά επίσης ένα υπόδειγμα που αναπαράχθηκε σε πολλές χώρες της Ασίας και μετά το 1989 και στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Στην Ελλάδα βλέπουμε να ενισχύεται και να ενθαρρύνεται με πρόσφατο παράδειγμα την απορρύθμιση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα.

2.2. Η σημερινή τάση του νεοφιλελευθερισμού είναι να ενισχύει ή και να επιδοτεί το κράτος αυτές τις ιδιωτικές δομές εις βάρος των δημοσίων. Επιπλέον επιβάλει στα δημόσια Ιδρύματα να λειτουργήσουν με όρους αγοράς, περιορίζοντας έτσι το εύρος των παρεχόμενων παιδαγωγικών υπηρεσιών. Η επερχόμενη συρρίκνωση αποβαίνει εις βάρος των ασθενέστερων τάξεων δεδομένου ότι οι περιορισμοί στην πρόσβαση στα «καλά» Ιδρύματα, τους στρέφει προς τις πλέον προσιτές ιδιωτικές δομές. Προχωρά στη δημιουργία εκπαίδευσης πολλών ταχυτήτων, η οποία αφορά όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Επιβάλλει το διαχωρισμό των Πανεπιστημίων σε Ιδρύματα για ελίτ και δομές για πληβείους.

Η παρέμβαση στα ΑΕΙ είναι όμως η κορυφή του παγόβουνου. Ο κοινωνικός διαχωρισμός ξεκινά ήδη από την Πρωτοβάθμια και αποκτά σαφή ταξικά χαρακτηριστικά αποκλεισμού στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η πολιτική αυτή συνιστά μια ιδιότυπη και αναχρονιστική επαναφορά της αντίληψης της «κάστας» και του συντεχνιακού κατακερματισμού της κοινωνίας. Στο σύγχρονο λεξιλόγιο της δεξιάς ονομάζεται «αριστεία».

2.3. Η παρέμβαση της άρχουσας τάξης στον χώρο της Παιδείας και ιδιαίτερα στη σχέση Δημόσιας και Ιδιωτικής Εκπαίδευσης είναι στρατηγικής σημασίας για την παραγωγική διαδικασία και την κατανομή του εθνικού προϊόντος, την ταξική αναδιάρθρωση και τη συγκρότηση του κοινωνικού σχηματισμού. Εξίσου σημαντική είναι και η αντίδραση των υποτελών τάξεων, η περιφρούρηση των κατακτήσεων και των δημόσιων αγαθών.

Η σημερινή πολιτική της ΝΔ έρχεται να ξαναπιάσει το νήμα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στη δημόσια Παιδεία από εκεί που το είχε αφήσει η μνημονιακή περίοδος 2010-2014. Εκείνη η περίοδος εξαντλήθηκε στη ραγδαία υποβάθμιση της χρηματοδότησης και των δαπανών, στην αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και στη βίαιη μείωση προσωπικού (εκπαιδευτικού και διοικητικού).

Σήμερα, μετά το διάλειμμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που ανέταξε δομές στη δημόσια παιδεία, η ΝΔ ξαναπιάνει το νήμα εκείνης της μνημονιακής περιόδου επιχειρώντας επιπλέον συντεταγμένες θεσμικές αλλαγές και κάνοντας κινήσεις στρατηγικής στο πεδίο των ταξικών κοινωνικών συμμαχιών.

Κεντρική στρατηγική κατεύθυνση της ΝΔ και του νεοφιλελευθερισμού είναι ο ασφυκτικός περιορισμός της κοινωνικής κινητικότητας μέσω του εκπαιδευτικού μηχανισμού.

Σε τελική ανάλυση, η στόχευση είναι μια ριζική αναδιάρθρωση των συμμαχιών του άρχοντος συγκροτήματος εξουσίας μέσω της ενσωμάτωσης των μεσοαστικών στρωμάτων στις πολιτικές του. Για να επιτευχθεί η ενσωμάτωση αυτή απαραίτητη προϋπόθεση είναι αυτά τα στρώματα να μην χαρακτηρίζονται από «ρευστότητα» ως προς την κοινωνική τους προέλευση και σύνθεση, να είναι ιδεολογικώς πιο ταυτισμένα με τις πολιτικές κοινωνικού διαχωρισμού και να μην εμφορούνται από «λαϊκοδημοκρατικά» στερεότυπα. Να είναι δηλαδή όσο το δυνατόν πιο «στεγανοποιημένα» στον προσανατολισμό τους ως «τάξης – στηρίγματος» του αστικού συγκροτήματος εξουσίας.

Επομένως, ο κεντρικός στόχος της σημερινής ΝΔ δεν είναι απλώς και μόνον λόγω ιδεοληψιών να δημιουργήσει «πελατεία» σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά μορφώματα.

Ο στόχος είναι να περιορίσει την πρόσβαση των λαϊκών τάξεων στην Εκπαίδευση και να συγκροτήσει ένα σύστημα διαρκούς «επιλογής» και «αποκλεισμών» με πρόσχημα την «αριστεία» και την «αξιολόγηση» που θα ξεκινά από τη νηπιακή και στοιχειώδη εκπαίδευση και θα μορφοποιείται στη Δευτεροβάθμια.

Η Τριτοβάθμια εκπαίδευση πια, μέσω των αλλεπάλληλων φίλτρων επιλογής, θα είναι «καθαρή», τουλάχιστον στις «σχολές – ελίτ». Και εκεί πια θα μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα ως κλασικός ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους στη διευρυμένη αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας και την κοινωνική - ιδεολογική θωράκιση του συγκροτήματος εξουσίας.

2.4. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να ιδωθεί η μέχρι σήμερα πολιτική της ΝΔ και του Υπουργείου Παιδείας.

Φαίνεται εκ πρώτης όψεως «αποσπασματική», αφού νομοθετεί «κομμάτι – κομμάτι» και κρύβει τη συνολική της φιλοσοφία μέσω μικρών τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια και υπουργικών αποφάσεων. Όμως, έχει σαφές και ολοκληρωμένο ταξικό στρατηγικό στόχο.

Υπάρχουν αρχικά τέσσερα μέτρα που στοχεύουν απευθείας στον αποκλεισμό των ασθενέστερων τάξεων από την πρόσβαση στη Ανώτερη και Ανώτατη δωρεάν εκπαίδευση:

α) Η κατάργηση των διετών προγραμμάτων υψηλής εξειδίκευσης των Πανεπιστημίων για τους αποφοίτους των ΕΠΑ.Λ. Η ίδρυση των Κέντρων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης εντός των πανεπιστημίων έδινε το δικαίωμα στους αποφοίτους των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑ.Λ.), να συνεχίσουν σε αυτά αναβαθμισμένες διετείς τεχνικές και επαγγελματικές σπουδές και να αποκτήσουν ανώτατο δίπλωμα επαγγελματικών προσόντων.

β) Οι ρυθμίσεις για την κατάργηση των Τμημάτων Ελεύθερης Πρόσβασης (ΤΕΠ) των Πανεπιστημίων. Η θέσπιση των ΤΕΠ το 2019 ήταν το πρώτο βήμα αποσύνδεσης της εισαγωγής στα Πανεπιστήμια από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις δίνοντας στους υποψήφιους τη δυνατότητα εισαγωγής σε πανεπιστημιακά τμήματα στα οποία η πραγματική ζήτηση ήταν μικρότερη από τις προσφερόμενες θέσεις.

γ) Η αλλαγή στον τρόπο πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (προσμέτρηση των επιδόσεων - βαθμολογίας και των τριών τάξεων του Λυκείου) με την επαναφορά της βάσης του 10. Την εκ νέου δηλαδή υιοθέτηση ενός ξεπερασμένου βαθμοκεντρικού συστήματος που συνεπάγεται την αύξηση της προσφυγής στα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά «κολλέγια», τη φυγή για φοίτηση σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, τον κίνδυνο συρρίκνωσης Πανεπιστημιακών σχολών λόγω της αριθμητικής ανεπάρκειας των εισαχθέντων και τη διεύρυνση των συστημικών στρεβλώσεων στο ίδιο το εξεταστικό σύστημα.

δ) Η αναβλητικότητα – ασάφεια των προθέσεων σχετικά με τους 15.500 μόνιμους διορισμούς στη Γενική και Ειδική Αγωγή και το χρόνο πραγματοποίησής τους, δηλαδή η μονιμοποίηση μιας κατάστασης δομικής (μόνιμης) υπολειτουργίας των σχολείων.

Κατόπιν, υπάρχουν τέσσερα μέτρα που αφορούν αποκλειστικά στην Τριτοβάθμια Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση:

α) Η ακύρωση του σχεδίου ίδρυσης Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Πατρών,

β) Η αναστολή λειτουργίας 37 τμημάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης που είχε εξαγγελθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μετά από τις προτάσεις των ίδιων των Πανεπιστημίων,

γ) Η θεσμοθέτηση της αναγνώρισης των πτυχίων των Κολεγίων και ξένων Πανεπιστημίων, εξισώνοντας τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους με αυτά των πτυχίων των ελληνικών Πανεπιστημίων.

δ) η ολική απελευθέρωση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, καθώς και η απελευθέρωση των αμοιβών των καθηγητών μέσω αυτής της άτυπης ιδιωτικοποίησης.

Ο Προϋπολογισμός 2020 ήρθε να «ενοποιήσει» τρόπον τινα τις παραπάνω πολιτικές: συγκριτικά με αυτό του 2019 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μειώνει το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) στην Παιδεία, μειώνει τις πιστώσεις δαπανών στην Έρευνα, στις κοινωνικές εκπαιδευτικές παροχές, στις πιστώσεις υπό κατανομή, στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στις μεταβιβαστικές δαπάνες οι οποίες κατευθύνονται σε λειτουργικά έξοδα και επιχορηγήσεις και η μείωσή τους επιδρά δυσμενώς στο λειτουργικό επίπεδο της Εκπαίδευσης. Δεν προβλέπει πιστώσεις για προσλήψεις, τις οποίες παραπέμπει στο μέλλον, ενώ από πουθενά δεν διαφαίνεται ότι θα σεβαστεί τον κανόνα προσλήψεων 1:1.

Είναι ήδη διακηρυγμένο ότι οι περιοριστικές αυτές πολιτικές θα συνεχιστούν. Για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ειδικότερα, το επόμενο βήμα (υπό κατάθεση Ν/Σ για ΑΔΙΠ) θα είναι η εργαλειακή χρήση μιας προσχηματικής «αξιολόγησης» των Πανεπιστημίων με όρους μη-ακαδημαϊκούς, η οποία και θα συνδεθεί με την κρατική χρηματοδότηση. Εδώ ο στόχος είναι προφανής για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Η υποβάθμιση Πανεπιστημίων, Σχολών ή Τμημάτων έως την οριστική τους συρρίκνωση και η ταυτόχρονη «ελιτοποίηση» ορισμένων άλλων Πανεπιστημίων ή Τμημάτων που θα συγκεντρώσουν το κύριο βάρος της χρηματοδότησης.

3. Κοινωνική κινητικότητα και «αριστεία»

Ας επιστρέψουμε όμως στο μείζον ζήτημα της κοινωνικής κινητικότητας.

Για να γίνει αποδεκτή η στρατηγική του περιορισμού της κοινωνικής κινητικότητας μέσω της ανοιχτής πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χρειάζεται να κατασκευαστεί ένα ισοδύναμο και ηγεμονικό ιδεολογικό αφήγημα. Και σ’ αυτό συμβάλλει καταλυτικά το ιδεολόγημα της «αριστείας».

Η «αριστεία» αποτελεί την ιδεολογική απάντηση της δεξιάς στην «κοινωνική κινητικότητα». Η «αριστεία» επιχειρεί να απαντήσει σε ένα συλλογικό κοινωνικό δικαίωμα με τον ατομικιστικό αυτοματισμό της προσωπικής ανέλιξης.

Η «αριστεία» βρίσκεται στον ιδεολογικό πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού. Όπως και αυτός, ταυτίζει την ατομική άνοδο με το κοινωνικό όφελος. Υποστηρίζεται με πάθος από τις νέες ελίτ που τη συνδέουν με τις «ευκαιρίες» που έχουν τα άτομα με ταλέντο, αγνοώντας ότι η ατομική άνοδος δεν είναι μια διαδικασία που συντελείται σε κοινωνικό κενό, αλλά είναι απότοκος της γενικής κοινωνικής κατάστασης που ορίζεται από την πολιτική και ταξική διαπάλη.

Η ιδεολογία της «αριστείας» προτείνει ένα ιδεατό οικοδόμημα όπου η δημοκρατία ταυτίζεται, μέσω της βελτίωσης του μορφωτικού – εκπαιδευτικού επιπέδου, με την στρατολόγηση των ελίτ. Με αυτόν τον τρόπο η «αριστεία» δρα (εξ αντιδιαστολής) ως σχήμα αιτιολόγησης της κοινωνικής ανισότητας, ως εργαλείο εξασφάλισης ενεργούς ή παθητικής συναίνεσης των λαϊκών και μικροαστικών τάξεων στις εν εξελίξει πολιτικές διακοπής της «κοινωνικής κινητικότητας». Η επίκληση της «αριστείας» αποτελεί εκτός των άλλων και μια «ιδεολογική εκδίκηση» της άρχουσας τάξης. Ο,τι εξαναγκάστηκε να παραχωρήσει από τη δεκαετία του ’50 και ύστερα στις λαϊκές τάξεις στο πεδίο της εκπαίδευσης, πρέπει πια να το πάρει πίσω

Επίκεντρο αυτής της πολιτικής θα είναι ο χώρος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Εκεί τα επόμενα χρόνια θα ενταθούν οι πολιτικές διαχωρισμού. Η κύρια στόχευση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος είναι ο έλεγχος της πρόσβασης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά το πεδίο στο οποίο θα εκτυλιχθούν οι πολιτικές αποκλεισμού θα είναι κυρίως η Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ειδικότερα η επαγγελματική. Η συνάρθρωση των εκπαιδευτικών βαθμίδων σε μια ενιαία λειτουργία συναρτάται άμεσα ή έμμεσα με το παραγωγικό και αναπτυξιακό πλαίσιο, καθώς και με το πεδίο διαμόρφωσης των κοινωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών, της ταξικής «ρευστότητας» - κινητικότητας και των συμμαχιών ή αντιθέσεων των κοινωνικών στρωμάτων. Υπό την οπτική αυτή είναι οι μικρότερες βαθμίδες της Εκπαίδευσης και κυρίως η Δευτεροβάθμια που αναγορεύονται στο κατ’ εξοχήν πεδίο επιβολής φραγμών με τη θεσμοθέτηση έμμεσων ή άμεσων μέτρων αποκλεισμού των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων.

4. Η ανάγκη και οι στόχοι του κοινωνικού εκπαιδευτικού μετώπου

Οι λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα, έχοντας επωμιστεί το βάρος μιας εξοντωτικής λιτότητας μετά το 2010, κινδυνεύουν σήμερα να υποστούν μια νέα ιστορικής σημασίας για τα ελληνικά δεδομένα αφαίμαξη. Να χάσουν (και) το δικαίωμα πρόσβασης στο εκπαιδευτικό αγαθό, που αποτελούσε μέχρι σήμερα μια «βαλβίδα ασφαλείας» στην κοινωνική και οικονομική τους συμπίεση.

Θα πρόκειται για τεράστιας εμβέλειας κοινωνική αναδιάρθρωση σε βάρος των φτωχότερων τάξεων, με μακροχρόνιες επιπτώσεις σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα.

Η στρατηγική αυτή πρέπει να εμποδιστεί. Και για να εμποδιστεί πρέπει να αρχίσει να ωριμάζει η ιδέα ενός διευρυμένου κοινωνικού εκπαιδευτικού μετώπου, το οποίο θα θέσει στην ημερήσια διάταξη και θα διεκδικήσει σαφείς δημοκρατικές αλλαγές στη δομή της εκπαίδευσης.

Η εκπαίδευση στην Ελλάδα ήταν πάντοτε ένα πεδίο διαμόρφωσης ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η πολιτική της ΝΔ σήμερα επιχειρεί να μεταθέσει το πεδίο των κοινωνικών της συμμαχιών έξω από το κεντρικό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, κατακερματίζοντας τα ενοποιητικά στοιχεία του.

Οι υποτελείς τάξεις και τα πολιτικά τους υποκείμενα πρέπει να παρέμβουν άμεσα στο πολιτικό σκηνικό της επόμενης περιόδου, να προασπίσουν τη Δημόσια και δωρεάν Παιδεία ως κοινωνικού αγαθού ελεύθερης πρόσβασης.

Πρέπει να υπερασπίσουν τις πολιτικές ενίσχυσης της κοινωνικής κινητικότητας μέσω του εκπαιδευτικού μηχανισμού και να ακυρώσουν στρατηγικές «αριστοκρατικοποίησης» του εκπαιδευτικού αγαθού. Το σύνθημα του εκπαιδευτικών και κοινωνικών κινητοποιήσεων του 1956 «να σπουδάσουν οι φτωχοί» ξαναγίνεται επίκαιρο, με άλλους όρους και σε άλλους πια συσχετισμούς δύναμης.

Είναι επομένως επείγουσα η ανάγκη δημιουργίας ενός κοινωνικού εκπαιδευτικού μετώπου, μιας διευρυμένης δηλαδή συμμαχίας των λαϊκών / εργατικών και μικροαστικών τάξεων, εκείνων δηλαδή που θα πληγούν στον πυρήνα των οικονομικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων αν επικρατήσει η στρατηγική της σκληρής «ταξικής επιλογής» που προετοιμάζει η ΝΔ.

Το κοινωνικό εκπαιδευτικό μέτωπο πρέπει να κινητοποιήσει ενεργά με συγκεκριμένα αιτήματα τις τοπικές κοινωνίες, τα εργατικά και υπαλληλικά σωματεία, τις δομές συλλόγων γονέων, τους μαθητές – σπουδαστές – φοιτητές, τους εκπαιδευτικούς της δημόσιας εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, τις συλλογικότητες όλων των μορφών, τις επιμελητηριακές δομές, τους παραγωγικούς φορείς της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας.

Το κοινωνικό εκπαιδευτικό μέτωπο πρέπει να διαμορφώσει ένα πλαίσιο δράσεων και αιτημάτων που να θίξουν συμπεριληπτικά όλα τα ζωτικά προβλήματα της εκπαίδευσης. Πρέπει:

α) να θέσει επιτακτικά το αίτημα για μεγάλη αύξηση των δαπανών στη δημόσια εκπαίδευση. Να μην υποκύψει στο «δημοσιονομικό κόφτη» της στενής οικονομικής διαχείρισης, αλλά να διεκδικήσει ρεαλιστικά μια δομική αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών υπέρ των εκπαιδευτικών αγαθών: αύξηση του ΠΔΕ, προσλήψεις μόνιμου εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού, ενίσχυση των υποδομών σε κτίρια, εγκαταστάσεις, εξοπλισμό. Να διεκδικήσει «αυξήσεις» των μισθών στο εκπαιδευτικό προσωπικό (νηπιαγωγοί, δάσκαλοι, καθηγητές, διδακτικό προσωπικό των Πανεπιστημίων). Να θέσει το ζήτημα του «καθολικού φοιτητικού μισθού», σηματοδοτώντας μια ισχυρής έντασης πολιτική ενίσχυσης της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

β) να ενισχύσει την κοινωνική πίεση για πολιτικές που θα διασφαλίζουν την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να εφαρμοστούν τα διετή προγράμματα των Πανεπιστημίων για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ, να εφαρμοστεί η ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια με τη λειτουργία Τμημάτων Ελεύθερης Επιλογής, να εξασφαλιστούν δωρεάν μεταπτυχιακά. Να εφαρμοστεί η δίχρονη υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση. Να ενισχυθούν χρηματοδοτικά τα περιφερειακά πανεπιστήμια και να εκσυγχρονιστεί ο «χάρτης» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με νέα τμήματα, νέες γνώσεις, νέες ειδικότητες σε κάθε επιστημονική περιοχή.

Ένα ισχυρό προοδευτικό κοινωνικό μέτωπο θα πρέπει να περιφρουρήσει το αγαθό της Δημόσιας και δωρεάν Παιδείας από την επίθεση της δεξιάς πολιτικής, την ιδιωτικοποίηση και τον αποκλεισμό, καθώς και τις πολιτικές πρακτικές της εντατικής, διαρκούς και επεκτατικής λιτότητας στο χώρο της Παιδείας. Παράλληλα θα πρέπει να επιβάλλει τη διεύρυνση του δικαιώματος πρόσβασης και του συνολικού εκδημοκρατισμού του Εκπαιδευτικού συστήματος.

* Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι πανεπιστημιακός ΑΠΘ, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Α’ Αθήνας

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)