to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Μακεδονικό: οι αγκυλώσεις του δημόσιου λόγου πριν και μετά τις Πρέσπες

Ένα χρόνο σχεδόν μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και την ακραία πολιτική πόλωση γύρω από το Μακεδονικό, θα επιχειρήσω να διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με τους όρους της πολιτικής συζήτησης. Αναμφισβήτητα, το τοπίο έχει αλλάξει άρδην: η Ν.Δ. ως κυβέρνηση αντέστρεψε πλήρως τη θέση της σχετικά με τη Συμφωνία, καθώς ο ρεαλιστικός στόχος της επίλυσης του ζητήματος και της σταθερότητας στα Δυτικά Βαλκάνια προέχει πλέον της προσέλκυσης των ψηφοφόρων του «πατριωτικού χώρου»


Ένα χρόνο σχεδόν μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών και την ακραία πολιτική πόλωση γύρω από το Μακεδονικό, θα επιχειρήσω να διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με τους όρους της πολιτικής συζήτησης. Αναμφισβήτητα, το τοπίο έχει αλλάξει άρδην: η Ν.Δ. ως κυβέρνηση αντέστρεψε πλήρως τη θέση της σχετικά με τη Συμφωνία, καθώς ο ρεαλιστικός στόχος της επίλυσης του ζητήματος και της σταθερότητας στα Δυτικά Βαλκάνια προέχει πλέον της προσέλκυσης των ψηφοφόρων του «πατριωτικού χώρου».

Ευτυχώς, έστω κι αργά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ηγεσία της Ν.Δ. ομολόγησαν δημοσίως ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι «προδοτική», ότι αντιθέτως η παρούσα κυβέρνηση, παρά τις αντιρρήσεις της, θα επιδιώξει την πιστή εφαρμογή της. Στην τελευταία συνάντησή του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Zoran Zaev ήταν εμφανής η προσπάθεια να σπάσουν οι πάγοι. Η άρνηση της Γαλλίας να συναινέσει στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία επιτάχυνε τις εξελίξεις. Η ελληνική πλευρά συνεχίζει να υποστηρίζει τη διεύρυνση της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια και, μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης αυτής της στρατηγικής, ο Μητσοτάκης έφτασε στο σημείο να πει στον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας «Στηρίξου πάνω μου»1. Έχει ο καιρός γυρίσματα...

Υπό τα νέα δεδομένα, πολλά ερωτήματα τίθενται σχετικά με την εφαρμογή της Συμφωνίας σε περίπτωση επιστροφής του δεξιού, εθνικιστικού VMRO-DPMNE στην εξουσία. Ωστόσο, το νέο όνομα του κράτους δεν πρόκειται να αλλάξει, ούτε η Συνθήκη μπορεί να ακυρωθεί, καθώς περιέχει σαφείς ρήτρες δεσμευτικότητας. Οι επικριτές της Συμφωνίας στη χώρα μας δεν θα πρέπει όμως να επιχαίρουν: τα σημεία που μπορεί να παγώσουν είναι αυτά που συμφέρουν την Ελλάδα: η εσωτερική χρήση του ονόματος, η αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων, η ρητορική περί αρχαίας καταγωγής, κ.λπ. Δεν θα επεκταθώ σε αυτά εδώ. Προς το παρόν, ας επιχειρήσουμε μια αποτίμηση του πώς συζητήθηκε το θέμα στην Ελλάδα.

Η κυρίαρχη εθνικιστική πλαισίωση

Διαχρονικά, η πολιτική συζήτηση για το Μακεδονικό γινόταν με όρους είτε εθνικής απειλής είτε εθνικής υπεροχής. Οι κοινοί τόποι του εθνικιστικού λόγου, όπως διαμορφώθηκαν την κρίσιμη περίοδο 1991-1993, ανακυκλώνονταν και επιβεβαιώνονταν μέσα από τη ρητορική των διαδοχικών κυβερνήσεων, είτε αυτές ήταν υπέρ είτε κατά της προσέγγισης των δύο χωρών. Μόνο η Αριστερά και λίγοι μεμονωμένοι πολιτικοί, κυρίως από τη σκοπιά του πολιτικού φιλελευθερισμού, διατύπωναν ένα διαφορετικό, κριτικό λόγο, που έφτανε ως την αποδοχή του εθνικού ονόματος «Μακεδόνες».

Η συζήτηση των τελευταίων ετών δεν έσπασε τον κανόνα της εθνικιστικής πλαισίωσης του ζητήματος, και αυτό όχι μόνο στη Δεξιά. Η κυρίαρχη πλαισίωση υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών συνοψίστηκε στο ότι η Ελλάδα βγαίνει κερδισμένη, ότι σε κάθε περίπτωση είναι ο ισχυρός παίκτης, κι ότι η γειτονική χώρα θα προσδεθεί στην ελληνική σφαίρα επιρροής. Προκειμένου να περιοριστούν οι αντιδράσεις και ενδεχομένως να πειστούν οι πιο δύσπιστοι, δηλαδή οι «αδιάλλακτοι» και οι ζηλωτές του «πατριωτικού» χώρου, ακόμη και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν τόλμησε να εκφράσει ένα ριζικά διαφορετικό λόγο. Τονίστηκε, βεβαίως, η ανάγκη προσέγγισης, «συνανάπτυξης», φιλίας και ειρήνης στην περιοχή, καθώς και η ρήξη με τις εθνικιστικές αντιλήψεις εκατέρωθεν.

Ωστόσο, η θεματική της ασφάλειας, του αλυτρωτισμού, της ιστορικής συνέχειας με την αρχαιότητα, και της ουσιοκρατικής διαφοροποίησης Ελλήνων και Σλάβων, παρέμειναν στην ατζέντα, καθώς είναι στοιχεία της ίδιας της Συμφωνίας. Το πλέον σημαντικό βήμα που έγινε ήταν η ομολογία ότι η Μακεδονία δεν είναι μία και αποκλειστικά ελληνική, αλλά μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, το όνομα της οποίας προσδιορίζει ιστορικά και το γειτονικό έθνος. Επίσης, σημαντικό είναι πως αναγκάστηκαν να το παραδεχθούν αυτό και πολιτικοί της Ν.Δ., όπως ο Γ. Κουμουτσάκος.

Ωστόσο, η υποστήριξη της Συμφωνίας των Πρεσπών στο επίπεδο του πολιτικού λόγου και της επικοινωνίας δεν ξεπέρασε τα ταμπού που παγίως περιόριζαν τη δημόσια συζήτηση για το Μακεδονικό. Έτσι, ενώ η Ελλάδα απαιτεί η Βόρεια Μακεδονία να εγκαταλείψει τις θέσεις περί εθνικής συνέχειας από την αρχαιότητα, η χώρα μας (σε πείσμα των σύγχρονων ιστορικών αντιλήψεων) παραμένει πιστή στο ουσιοκρατικό αυτό σχήμα, και μάλιστα με φυλετικούς όρους, όχι απλά με όρους πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι σύγχρονοι κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας, ακόμη και όσοι είναι προσφυγικής καταγωγής, ανακηρύσσουν τους εαυτούς τους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Οι ρήξεις και οι ασυνέχειες της ιστορίας, όπως αυτές αναδεικνύονται από την ιστορική έρευνα, είναι ένα θέμα ταμπού στο δημόσιο λόγο. Όταν πανεπιστημιακοί αμφισβητούν το δόγμα της διαχρονικής «ελληνικότητας» της Μακεδονίας έρχονται αντιμέτωποι με καταγγελίες για εθνική μειοδοσία. Κατά συνέπεια, η πεποίθηση μεγάλου μέρους των Ελλήνων πολιτών, ότι η Μακεδονία «ανήκει» στην Ελλάδα, καταλήγει στη λογική της μονοπώλησης του ονόματος και της άρνησης της σημασίας που έχει η νεότερη ιστορία για τη διαμόρφωση των εθνικών ταυτοτήτων.

Ενδεικτικό των ορίων του πολιτικού λόγου ήταν επίσης ότι, καθώς αρκετοί ξόρκιζαν τον «κίνδυνο δημιουργίας μειονοτικού ζητήματος», το θέμα της σλαβοφωνίας στην ελληνική Μακεδονία, των πολιτών που ζητούν να μιλούν ελεύθερα τη γλώσσα τους και χορεύουν «τραγούδια χωρίς λόγια», παρέμεινε εκτός του πλαισίου συζήτησης.

Τέλος, ενώ η αντιπολίτευση κατήγγειλε την αναγνώριση Μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας, το γεγονός πως η εν λόγω γλώσσα αποκαλούνταν «Μακεδονική» από τις αρχές ήδη του 20ου αιώνα, μεταξύ άλλων και από τον εθνικό ήρωα Παύλο Μελά και την Πηνελόπη Δέλτα, περνούσε στα ψιλά. Παρότι ο πρωθυπουργός (τότε) Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε σε αυτό σε μια αποστροφή του στη Βουλή, η αντιπολίτευση σιωπούσε και τα ΜΜΕ απέφευγαν να θίξουν τα ακανθώδη ιστορικά δεδομένα που δεν συνάδουν με την εθνικά ορθή εκδοχή της ιστορίας.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η Συμφωνία των Πρεσπών να υπογραφεί, να ψηφιστεί και να κυρωθεί εν μέσω ατελείωτων συζητήσεων, αντιπαραθέσεων και διαμαρτυριών, χωρίς η κοινή γνώμη, στη μεγάλη της πλειοψηφία, να έχει μετακινηθεί στο ελάχιστο από τις θέσεις που είχε πριν το 2018. Ο περισσότερος κόσμος έμεινε προσκολλημένος στη λογική της απόρριψης της σύνθετης ονομασίας, όταν ακόμα και η Ν.Δ. επισήμως συνέχιζε να αποδέχεται αυτό το πλαίσιο λύσης. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει πως η εθνική θέση ήταν «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις» και η αντιπολιτευτική κριτική εστίαζε στο θέμα της «εκχώρησης της ταυτότητας και της γλώσσας». Έτσι, οι βουλευτές της Ν.Δ. στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία παρέβλεπαν τις κορώνες για το ιερό όνομα της Μακεδονίας και ασκούσαν αόριστη αντιπολιτευτική κριτική στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που «δεν αφουγκραζόταν τον ελληνικό λαό».

Το ερώτημα είναι αν μπορούμε κάποτε να απαλλαγούμε από τις αγκυλώσεις του δημοσίου λόγου και να προσεγγίσουμε το ζήτημα της Μακεδονίας αναστοχαστικά: να συζητήσουμε όλες τις παραμέτρους χωρίς φόβο και πάθος, να αναγνωρίσουμε τα λάθη της ελληνικής πλευράς, να αγγίξουμε τα θέματα ταμπού, να μιλήσουμε για όλα όσα αποσιωπούνται. Στα ελληνικά Πανεπιστήμια αυτό συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια. Καιρός είναι να ανοίξει και η δημόσια συζήτηση χωρίς καταγγελίες περί «εθνομηδενισμού». Η στροφή της παρούσας κυβέρνησης προς πιο «ρεαλιστικές» θέσεις στο Μακεδονικό ίσως είναι μια ευκαιρία.

Μια ακόμη πιο σημαντική ευκαιρία είναι να ενθαρρύνουμε τις επαφές με την άλλη πλευρά, να συναντηθούμε με την κοινωνία της Βόρειας Μακεδονίας, να ενθαρρύνουμε τις ανταλλαγές και τις συζητήσεις, να τους ακούσουμε και να μας ακούσουν. Θα ανακαλύψουμε πως τα σημεία που μας ενώνουν είναι περισσότερα από όσα υποψιαζόμαστε.

* Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης

1 Στ. Τζίμας, «’Στηρίξου πάνω μου’ είπε ο Μητσοτάκης στον Ζόραν Ζάεφ», Καθημερινή, 15 Νοεμβρίου 2019.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)