to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η «Αγία Ελένη» της εθνικοφροσύνης

Η αντιπαράθεση γύρω από το πρόσωπο της δημοφιλούς ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, που εκτελέστηκε από την ΕΑΜική Εθνική Πολιτοφυλακή το 1944. Ποια υπήρξε στην πραγματικότητα, γιατί σκοτώθηκε και πώς οικοδομήθηκαν τα αντιμαχόμενα αφηγήματα για τη ζωή και τον θάνατό της


Κεντρική εικόνα: Η Αγία Ελένη διά χειρός Φώτη Κόντογλου, αφιερωμένη στη μνήμη της Παπαδάκη. Το 1942, ο ζωγράφος είχε κι αυτός εκτεθεί, ως συνεργάτης του μουσολινικού «Κουαδρίβιο» Π. ΜΑΡΣΑΝ, «ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ» (Αθήνα 2001)

Τελικά η δεκαετία του ’40 δεν λέει με τίποτα να μας εγκαταλείψει ως συμβολική διαχωριστική γραμμή, στο καλαπόδι της οποίας προσαρμόζονται βολικά οι σημερινές πολιτικοϊδεολογικές αντιθέσεις. Το διαπιστώσαμε για μια ακόμη φορά, με την αντιπαράθεση των τελευταίων εβδομάδων γύρω από το πρόσωπο της Ελένης Παπαδάκη, της δημοφιλούς ηθοποιού (και ερωμένης του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη) που εκτελέστηκε από την ΕΑΜική Εθνική Πολιτοφυλακή κατά τα Δεκεμβριανά του 1944.

Η απόφαση του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη, να την τιμήσει δίνοντας το όνομά της στο ισόγειο του REX προκάλεσε την αντίδραση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και, ανακλαστικά, έναν καταιγισμό δημοσιευμάτων με κοινή συνισταμένη την εθνική και πολιτική αποκατάσταση της «συκοφαντημένης» καλλιτέχνιδας.

«Το μόνο βέβαιο στην περίπτωσή της», μας πληροφορεί λ.χ. το γνωστό για την εμβρίθεια των ιστορικών αναλύσεών του «Πρώτο Θέμα» (26/10), «είναι ότι δεν υπήρξε κατάσκοπος, καταδότρια, δωσίλογος, μαυραγορίτισσα, πόρνη των ναζί, ηθική ή φυσική αυτουργός εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ηταν μια γυναίκα που έσωσε ζωές αντιστασιακών και ως ανταπόδοση της πατριωτικής της δράσης εκτελέστηκε με ανελέητη νοσηρότητα. Τα “αμαρτήματά” της για τους εμπαθείς δολοφόνους της συμπυκνώνονταν σε μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού “ανομήματα”. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια, ήταν απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, είχε τιμηθεί προπολεμικά με έπαινο από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β΄ και, το χειρότερο, η οικογένειά της διατηρούσε μακροχρόνια φιλική σχέση με τον εγκάθετο, διορισμένο επί Κατοχής από τους Γερμανούς πρωθυπουργό και μισητό “Κουίσλιγκ”, Ιωάννη Ράλλη. Αυτομάτως είχε καταχωρηθεί στην “αντίδραση” της άρχουσας τάξης από τη σκληροπυρηνική μερίδα της Αριστεράς εκείνης της εποχής. […] Η Ελένη Παπαδάκη ήταν τελικά ένα εύκολο και βολικό θύμα ενός εκδικητικού φονταμενταλισμού, ο οποίος, στο πλαίσιο της άρνησής του να κατανοήσει τη διαφορετική γνώμη και στάση, επιβάλλει τιμωρητικούς και παραδειγματικούς σωφρονισμούς. Iδιαίτερα ραφιναρισμένη, μορφωμένη, πολύγλωσση, κοσμική, απολιτίκ και χορτάτη αστή, συνιστούσε εκείνη την ταραγμένη εποχή της επαναστατικής εμμονής το αντικείμενο του μίσους όσων αποστρέφονταν την καλλιέργεια, τη δικαιοσύνη, τη συνύπαρξη που στεριώνουν την κοινωνία».

    «Με τέτοιες συμβολικές κινήσεις αποκαθηλώνεται σιγά σιγά η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στον χώρο της Ιστορίας»
    («Φιλελεύθερος», 18/10/2019)

Η ανάδειξη της «απολιτίκ» γερμανοφιλίας (επί Κατοχής) ως εθνικά και κοινωνικά ορθής συμπεριφοράς, σε αντιδιαστολή προς τις «εμμονές» της Αντίστασης, δεν ξαφνιάζει φυσικά καθόλου όταν προέρχεται από την εφημερίδα που στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας είχε θέσει τα πρωτοσέλιδά της στην υπηρεσία της προπαγάνδας του εγχώριου ναζισμού. Από κοντά, όμως, στην ίδια αποκατάσταση έσπευσαν να συμβάλουν και κάθε λογής φιλελεύθεροι, με ή άνευ εισαγωγικών, από την Ελενα Ακρίτα (στο fb) μέχρι τον Σάκη Μουμτζή (στο liberal.gr).

Οσο κι αν αυτή η συστράτευση θυμίζει έμμεση προάσπιση οικείων ανιόντων, φαινόμενο που απαντάται άλλωστε και στην αντίπερα πολιτικοϊδεολογική όχθη, δεν παύει ν’ αποτυπώνει μια υπαρκτή δυναμική: η καθολική υπόκλιση σε δανειστές και κάθε είδους «επενδυτές» προϋποθέτει (κι επιφέρει) αντίστοιχες αναπροσαρμογές της εθνικά ορθής συλλογικής μνήμης.

Ποια υπήρξε, όμως, στην πραγματικότητα η Ελένη Παπαδάκη, γιατί σκοτώθηκε και πώς οικοδομήθηκαν τα αντιμαχόμενα αφηγήματα για τη ζωή και τον θάνατό της; Αποκλειστική πηγή των τωρινών υπερασπιστών της, είτε άμεσα είτε διά μέσου εκλαϊκευτικών αναπαραγωγών, αποτελεί η αγιογραφική βιογραφία της από τον οδοντίατρο και θαυμαστή της Πολύβιο Μαρσάν, που εκδόθηκε το 2001 με βάση αρχειακό υλικό που παραχώρησαν ο αδερφός και η πάλαι ποτέ σύντροφος της εκλιπούσας.

Ειδικά όσον αφορά τον φόνο της, οι ισχυρισμοί του Μαρσάν έχουν επίσης αναπαραχθεί εκτενώς από δύο ακόμη συγγραφείς: τον λογοτέχνη Μάνο Ελευθερίου, στις συνεντεύξεις που παραχώρησε κατά την προώθηση της νουβέλας του «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές» (2006), και τον Ελληνοκαναδό πανεπιστημιακό Αντρέ Γερολυμάτο, καθηγητή σε έδρα «ελληνικών σπουδών» χρηματοδοτούμενη από τη Διασπορά και το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (αλλά και πάλαι ποτέ στενό συνεργάτη του στρατηγού Γρυλλάκη κατά τις «εθνικές» εξορμήσεις του στους κόλπους της υπερατλαντικής Ομογένειας), στο βιβλίο του «Κόκκινη Ακρόπολη, Μαύρος Τρόμος» (Ν. Υόρκη 2004 - Αθήνα 2005).

Το πρωτότυπο πόνημα του οδοντιάτρου συνιστά όμως πηγή απείρως διαφωτιστικότερη από τις «επώνυμες» αυτές αναπαραγωγές − εξ ου και θ’ αποτελέσει τον κύριο οδηγό μας για τη διαλεύκανση του βίου της αμφιλεγόμενης ηθοποιού.

Η γοητεία της εξουσίας

Γεννημένη το 1903 στην Αθήνα από εύπορους Φαναριώτες γονείς, η Ελένη Παπαδάκη έβγαλε ιδιωτικό Γυμνάσιο (τα περί Γερμανικής Σχολής ανήκουν στη φαντασία του «Πρώτου Θέματος»), έμαθε πιάνο και ξένες γλώσσες, πέρασε δύο χρόνια ως «ακροάτρια» από τη Φιλοσοφική και στα 21 της ξεκίνησε καριέρα ηθοποιού (1924), για να προσληφθεί στο Εθνικό Θέατρο αμέσως μετά την ίδρυσή του (1931). Από παιδί «προτιμούσε την απομόνωση, που αργότερα μερικοί την απέδωσαν σε υπεροψία» (Μαρσάν 2001, σ.43). Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν από τους ανθρώπους που θεωρούν ίσο κι όμοιο τον περίγυρό τους.

Αντιφατικές είναι οι διαθέσιμες πληροφορίες για την προπολεμική ερωτική της ζωή. Η σχέση της από το 1927 με τη δημοσιογράφο Αιμιλία Καραβία έγινε ευρέως αντιληπτή ως ομοφυλοφιλική, κάτι που ο σεμνότυφος Μαρσάν διαψεύδει πάντως πεισματικά, τονίζοντας πως από το 1937 η Παπαδάκη διατηρούσε δεσμό με τον βιολιστή της ΚΟΑ, Σαμ Μπράντεμπουργκ (σ.69-71). Εβραϊκού θρησκεύματος, ο τελευταίος θα βγάλει την Κατοχή κρυμμένος στο σπίτι της Καραβία στα Πατήσια, σε απόσταση αναπνοής από την κατοικία της Παπαδάκη (σ.341).

Από ένα σημείο τουλάχιστον και μετά, η δημόσια αναγνώριση της καλλιτεχνικής της αξίας και οι συνακόλουθες αμείλικτες συγκρούσεις για την πρωτοκαθεδρία στον χώρο διαπλέχθηκαν στενά με την τότε πολιτική εξουσία, με αποκορύφωμα την αυτοκρατορική συμπεριφορά και πολιτεία της επί Κατοχής. Φαινόμενο ουδόλως πρωτόγνωρο βέβαια στον συγκεκριμένο επαγγελματικό χώρο, αλλά που στην περίπτωση της Παπαδάκη πήρε μια ιδιαίτερα οξυμένη μορφή, με τραγική για την ίδια κατάληξη.

Σύμφωνα μ’ έναν θεατρικό παράγοντα που τη γνώρισε από κοντά, οι απαρχές της κατοχικής συμπεριφοράς της πρέπει ν’ αναζητηθούν στην «ταπείνωση» που υπέστη το 1939, όταν η ανταγωνίστριά της Κατίνα Παξινού την υποσκέλισε χάρη στη «στενή, προσωπική σχέση» της με τον Αγγλο πρέσβη Σίντνεϊ Ουότερλοου: «Στην επίσημη πρεμιέρα της “Ηλέκτρας” στο Βασιλικό Θέατρο του Λονδίνου, η σιδηρά αυλαία έπεσε αφήνοντας μπροστά τη “σιδηρά” κυρία του ελληνικού θεάτρου, να υποκλίνεται εισπράττοντας τα παρατεταμένα χειροκροτήματα και τα “Μπράβο!” του λονδρέζικου κοινού, ενώ η Παπαδάκη είχε αποκλειστεί πίσω από την αυλαία, στη σκηνή, με τους άλλους ηθοποιούς, γεμάτη θλίψη και οργή. Αυτή η ταπείνωση της Ελένης Παπαδάκη έγινε αιτία να αποζητήσει και κείνη την υποστήριξη ενός δυνατού προσώπου. Την βρήκε στη σχέση που δημιούργησε με τον Πρωθυπουργό της κατοχικής Κυβέρνησης, Γιάννη Ράλλη» (Θόδωρος Κρίτας, «Οπως τους γνώρισα», Αθήνα 1998, σ.125).

Καρπός της σχέσης της μ’ αυτόν τον τελευταίο υπήρξαν τα προνομιούχα συμβόλαια που απέσπασε στις 1/7/1943 και 21/6/1944, με όρους που «αντανακλούσαν την πρωθυπουργική εύνοια»: όχι μόνο πανύψηλες αμοιβές αλλά και αποφασιστική εξουσία σε ζητήματα που αφορούσαν τη λειτουργία του θεάτρου, όπως η επιλογή των έργων που θ’ ανεβάζονταν (Μαρσάν 2001, σ.295 & 320).

Εξίσου εμβληματικές υπήρξαν οι σχέσεις που καλλιέργησε με Γερμανούς στρατιωτικούς, στη διάρκεια πάντα της Κατοχής. Οπως εκείνος ο «ωραίος Γερμανός αξιωματικός» που, σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία του Αλέκου Λιδωρίκη, «πήγαινε κάθε βράδυ στο Εθνικό Θέατρο και την περίμενε να τελειώσει να φύγουν» (όπ.π., σ.289).

Σύμφωνα με τον βιογράφο και θαυμαστή της, οι λόγοι αυτής της συμπεριφοράς ήταν βέβαια καθαρά... πολιτισμικοί: «Στα παιδικά της χρόνια είχε ανατραφεί και εμποτιστεί με τη γερμανική κουλτούρα» και τα γερμανικά «ήταν ασφαλώς η δεύτερη μητρική της γλώσσα. Οταν είχε να κάμει μιαν αριθμητική πράξη και να μετρήσει κάτι το ’καμε πάντα στα γερμανικά. Ποτισμένη από μικρή με ό,τι καλό είχε να παρουσιάσει το γερμανικό πνεύμα, δε σταμάτησε να προσφεύγει σ’ αυτό και όταν ακόμη τα πολιτικά γεγονότα θα μπορούσαν να βάλουν σ’ αυτή τη νοοτροπία ένα φραγμό. [..] Ετσι δεχόταν το θαυμασμό και τα χειροκροτήματα εκείνων των Γερμανών, που με την κλασική παιδεία τους ενθουσιάζονταν με τις ερμηνείες της Αντιγόνης, της Ιφιγένειας, της Εκάβης» (σ.288).

Τον καιρό των «εξιλασμών»

Ολα αυτά δεν θα είχαν και πολλή σημασία, αν εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εποχή θανατηφόρας πείνας, γενικευμένης λεηλασίας του ιδιωτικού και δημόσιου πλούτου από τους κατακτητές και αιματηρών αντιποίνων προς «εξιλασμόν» της αντικατοχικής Αντίστασης.

Αντιμέτωποι μ’ αυτή την πραγματικότητα, οι υμνητές της Παπαδάκη καταφεύγουν σε δύο άκρως αντιφατικούς ισχυρισμούς:

● Η ηθοποιός, ισχυρίζονται, «ούτε θέση εξουσίας πήρε ποτέ ούτε ενήργησε ανοικτά ως πρόσωπο εξουσίας» (Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, «Εφ.Συν.» 29/10)· οι επαφές της με τον Ράλλη και τους Γερμανούς «ήταν σχέσεις καθαρά προσωπικές, ιδιωτικής φύσης, έστω και συναισθηματικές ή ερωτικές» (Μαρσάν, όπ.π., σ.289). Φυσικά, για ν’ ασκεί κάποιος (ή κάποια) πραγματική εξουσία, δεν χρειάζεται να έχει διοριστεί με ΦΕΚ· αρκούν οι προσβάσεις στους θεσμικούς κατόχους της, όπως γνωρίζουμε από πάμπολλες περιπτώσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Και η Παπαδάκη, όπως προκύπτει απ’ όλες τις διαθέσιμες αφηγήσεις, αξιοποίησε αυτές τις προσβάσεις της και με το παραπάνω.

● Οποια άτυπη εξουσία είχε, η Παπαδάκη την άσκησε για καλό: επανειλημμένα μεσολάβησε στον Ράλλη για τη σωτηρία ή απελευθέρωση ανθρώπων που είχαν συλληφθεί από τις δωσιλογικές αρχές ή τους Γερμανούς, γεγονός που δεν πιστοποιείται μόνο από αφηγήσεις του περιβάλλοντός της αλλά κι από συγκεκριμένα τεκμήρια − ικετευτικές ή ευχαριστήριες επιστολές που της απηύθυναν επώνυμοι Αθηναίοι, ακόμη κι ΕΑΜίτες, για τη σωτηρία δικών τους ανθρώπων (όπ.π., σ.290-4). Οπως γνωρίζουν βέβαια καλά όσοι έχουν ασχοληθεί με την εποχή, δεν υπήρξε σχεδόν κανένας δωσίλογος, οσοδήποτε ενεχόμενος στη λειτουργία του κατοχικού μηχανισμού, που να μην προσκομίσει στους ανακριτές ή στο δικαστήριο παρόμοια πειστήρια. Καμιά εξουσία δεν έχει άλλωστε νόημα, αν δεν αποδεικνύει έμπρακτα τη χρησιμότητά της στον κοινωνικό περίγυρο αυτού που τη διαθέτει!

Υπάρχουν, ωστόσο, και σκοτεινές σελίδες σ’ αυτό το ιστορικό. Η σημαντικότερη αφορά το μαρτύριο της Βάσως Αργυριάδου, της προϊσταμένης του ραφείου του Εθνικού Θεάτρου, που συνελήφθη, βασανίστηκε κι εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1944 -επί Ράλλη- επειδή αρνήθηκε να καταδώσει τους δύο ΕΑΜίτες γιους της (όπ.π., σ.321).

Η ομιλία που εκφωνήθηκε από συναδέλφους της στο πρώτο μνημόσυνό της, παραμονές της Απελευθέρωσης, στην εκκλησία απέναντι από τον χώρο εργασίας της, φωτογραφίζει αρκετά ευκρινώς την Παπαδάκη: «Αμα σ’ έπιασαν, υπήρχαν μέσα στο Εθνικό Θέατρο πρόσωπα ισχυρά και από το καλλιτεχνικό προσωπικό και το διοικητικό, που θα μπορούσαν μ’ ένα τους νεύμα να σ’ ελευθερώσουν, μια που δεν είχες κανένα επιβαρυντικό παρά μόνο την αγάπη για τα παιδιά σου. Ομως αυτό το βρήκαν έγκλημα και σ’ επιτροπή που παρουσιάστηκε στον ισχυρότερο του Θεάτρου, έδωσαν τούτη την απάντηση: “Αφού δεν μαρτυράει τα παιδιά της...”» (σ.322).

Την αγγελική εικόνα της σχετικοποιούν επίσης ριζικά κάποιες άλλες σελίδες της εξιδανικευτικής βιογραφίας που φιλοτέχνησε ο Μαρσάν. Μεταξύ άλλων, πληροφορούμαστε εκεί (σ.261-7) πως από τις αρχές του 1942 και μετά, εποχή θανατηφόρας πείνας και τρομερών στερήσεων, η Παπαδάκη έδωσε πεισματική μάχη με τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου προκειμένου να... μην πάρουν μισθολογικές αυξήσεις οι άλλοι ηθοποιοί και μειωθεί η απόσταση που τη χώριζε, ως πρωταγωνίστρια, απ’ αυτούς!

Πιθανότατα αυτός ήταν και ο λόγος, μαζί με τη «φημολογούμενη σχέση με τους Γερμανούς ορισμένων από εκείνους που μετείχαν στην παράσταση», που οι ΕΑΜίτες συνάδελφοί της αποφάσισαν να σαμποτάρουν την τελευταία εμφάνισή της, την «Εκάβη» του Ευριπίδη (1943-1944), με τεχνητές λιποθυμίες των μελών του χορού κατά την ώρα της παράστασης (Ασπασία Παπαθανασίου, «Σελίδες μνήμης», Αθήνα 1996, σ.48-9).

Η πιο εύγλωττη ίσως μαρτυρία, παρά τις εξαιρετικά προσεκτικές διατυπώσεις της, εντοπίστηκε στα απομνημονεύματα του μέλους του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου επί Κατοχής, Θ.Ν. Συναδινού, με αφορμή το λοκ άουτ που επέβαλε τον Μάρτιο του 1944 στο ίδρυμα ο Ράλλης, όταν απήργησαν οι ηθοποιοί του «που με τον μισθό που έπαιρναν ήταν αδύνατο να ικανοποιήσουν τις βιοτικές τους ανάγκες».

Αφηγούμενος την επιτυχή προσπάθειά του για επαναλειτουργία του θεάτρου, ο Συναδινός διευκρινίζει ότι «και πολλά άλλα ζητήματα, ίσης ή και λιγότερης σοβαρότητας, χάρη στην παρουσία στο Συμβούλιο του Α. Τερζάκη και μένα λυθήκανε σύμφωνα με τα συμφέροντα του Θεάτρου, πολλές φορές παρά τη θέληση του Ι. Ράλλη, που καθώριζε τη στάση του σύμφωνα με τις πληροφορίες που του μεταφέρανε οι καταδότες του ή απηχούσαν οι γνώμες της Ελένης Παπαδάκη. Την άτυχη καλλιτέχνιδα, που βρέθηκαν εγκληματικά χέρια να της στερήσουν τη ζωή, την κάλεσα σπίτι μου και της μίλησα μ’ αγάπη κι ενδιαφέρον, ώρες ολόκληρες, λέγοντάς της πως η συμπεριφορά της απέναντι στους συναδέλφους της κι ο ρόλος που έπαιζε δίπλα στον Ι. Ράλλη δεν συμβιβαζότανε με την καλλιτεχνική της ιδιότητα και το πλούσιο ταλέντο της. Μ’ άκουσε με προσοχή και με ευχαρίστησε για τις “πατρικές”, όπως είπε, συμβουλές που της έδωσα.
− Κανείς δε μου μίλησε, όπως σεις σήμερα. Σας ευχαριστώ.
Δυστυχώς δεν μ’ άκουσε. Το Ελληνικό Θέατρο στερήθηκε ένα υπερπολύτιμο κι αναπλήρωτο στοιχείο του»
(Αρχείο Θ.Ν. Συναδινού [ΕΛΙΑ], φ.1, σ.9-10).

Η νέμεση της Απελευθέρωσης

Οπως και σ’ άλλους κλάδους, του δημοσιογραφικού συμπεριλαμβανομένου («Εφ.Συν.» 25/11/2017), η Απελευθέρωση του 1944 συνοδεύτηκε από μια πρώτη προσπάθεια συλλογικής αυτοκάθαρσης του σώματος των ηθοποιών.

Στις 20/10 το Δ.Σ. του ΣΕΗ διέγραψε 15 μέλη του, μεταξύ των οποίων και η Παπαδάκη, ως «προδότες του ιερού αγώνα»· ακολούθησε επικύρωση της διαγραφής από δύο διαδοχικές γενικές συνελεύσεις μέσα στον Νοέμβριο (Μαρσάν, όπ.π., σ.326-35).

Στο μεσοδιάστημα η Παπαδάκη προσέφυγε στον υπουργό Παιδείας Παναγιώτη Χατζηπάνο (7/11), απαιτώντας «να αποκαταστήση την τρωθείσαν διά της άνω πράξεως έννοιαν παντός δικαίου και ηθικής τάξεως» (σ.329), αρνήθηκε δε εγγράφως να παραστεί στην επίμαχη συνέλευση, με το επιχείρημα ότι «πάσα άμυνα επί τόσον αναρμόστως συντεταγμένου εγγράφου [του κατηγορητηρίου] θ’ απετέλει ύβριν εναντίον εμού της ιδίας, απρεπώς ήδη διά της ως άνω αποφάσεως καθυβρισθείσης» (σ.333-4).

Από τον βιογράφο της και τους αντιγραφείς του, η διαγραφή αυτή προβλήθηκε ως η μοιραία «στοχοποίησή» της που, μερικές εβδομάδες αργότερα, οδήγησε στη σύλληψη κι εκτέλεσή της από την Εθνική Πολιτοφυλακή (πρώην ΟΠΛΑ). Υποστηρίζεται, μάλιστα, πως οφειλόταν όχι στην κατοχική πολιτεία της αλλά σε επαγγελματικό φθόνο από πλευράς των αριστερών συναδέλφων της.

Μολονότι δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι παρόμοια συναισθήματα κάθε άλλο παρά απουσίαζαν σ’ έναν χώρο τόσο έντονα σημαδεμένο από το σύνδρομο της διασημότητας, η σχέση της Παπαδάκη με τον Ράλλη κάθε άλλο παρά μυστικό αποτελούσε όμως για την αθηναϊκή κοινωνία της εποχής, όπως διαπιστώνουμε από τα αλλεπάλληλα σχετικά -και άκρως επιθετικά- δημοσιεύματα του παράνομου δεξιού αντιστασιακού Τύπου των προηγούμενων χρόνων. Ανακριτές κι εκτελεστές της Εθνικής Πολιτοφυλακής δεν χρειάζονταν την απόφαση του ΣΕΗ για να κλείσουν τους λογαριασμούς με την πασίγνωστη ερωμένη του λαομίσητου κατοχικού πρωθυπουργού!

Ο επίλογος γράφτηκε κατά τη δεύτερη φάση των Δεκεμβριανών, εποχή μαζικής σύλληψης 4.000 αστών ομήρων με απόφαση του Π.Γ. του ΚΚΕ (ως αντίβαρο -υποτίθεται- και εγγύηση για την ΕΑΜική βάση μετά τη διαφαινόμενη ήττα της αθηναϊκής εξέγερσης) αλλά και εκτροχιασμού μιας μερίδας του σκληρού πυρήνα των εξεγερμένων μπροστά στο φάσμα αυτής της τελευταίας.

Σε αντίθεση με άλλους δωσίλογους συναδέλφους της που κατέφυγαν στην ασφάλεια της πολιορκημένης «Σκομπίας», η Παπαδάκη είχε μείνει στο σπίτι της στα Πατήσια, θεωρώντας πως η επαγγελματική φήμη της την προστάτευε από κάθε κίνδυνο. Συνελήφθη στις 21 Δεκεμβρίου 1944 από την Εθνική Πολιτοφυλακή κι εκτελέστηκε την ίδια νύχτα με μια σφαίρα στο κεφάλι ως «η γυναίκα του Ράλλη».

Μεταπολεμικά, ο φόνος καταδικάστηκε ρητά από την ηγεσία του ΚΚΕ ως «αδικαιολόγητη αγριότητα» (Ζαχαριάδης 31/5/1945). Με τον καιρό, μια άλλη θεωρία -περί «προβοκάτσιας» της Ιντέλιτζενς Σέρβις- πήρε ωστόσο το πάνω χέρι στην αριστερή ιστοριογραφία.

Ως δικαιολογητική βάση γι’ αυτό το σχήμα επιστρατεύεται το γεγονός πως οι επικεφαλής του τοπικού ΙΣτ΄ τμήματος της Εθνικής Πολιτοφυλακής, με τα ψευδώνυμα «Ορέστης» και «Φώτης», συνελήφθησαν τις επόμενες μέρες από τον διαμερισματάρχη της Νίκο Ανδρικίδη, πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο κι εκτελέστηκαν, μαζί με τρεις εθνικόφρονες γυναίκες (που από αιχμάλωτες είχαν μετατραπεί σε ερωμένες και συνεργάτιδές τους) για πληθώρα ιδιοτελών εγκλημάτων (αυθαίρετες συλλήψεις για λύτρα, εκβιασμούς, ληστείες), με το επιβαρυντικό ενδεχομένως της «προβοκάτσιας» (Κωστόπουλος 2016, σ.74-6).

Εντυπωσιακή παραμένει ωστόσο η εκκωφαντική σιωπή γύρω από το πραγματικό όνομα του «Ορέστη», μολονότι αυτό ήταν γνωστό στα τότε στελέχη. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, η απόκρυψη της ταυτότητάς του υπαγορεύθηκε από λόγους προστασίας ενός στενού συγγενή του, στελέχους επίσης τότε της Πολιτοφυλακής και μέλους αργότερα της κομματικής ηγεσίας.

Ο Ανδρικίδης συνελήφθη μετά τη Βάρκιζα, καταδικάστηκε επανειλημμένα σε θάνατο για άσχετα φονικά των Δεκεμβριανών κι έμεινε στη φυλακή ώς τη γενική αμνηστία του 1964. Μεταξύ άλλων, στις 15/5/1946 δικάστηκε και για τον φόνο των «Ορέστη» και σία, αφέθηκε όμως ελεύθερος λόγω αμνήστευσης της ηθικής αυτουργίας.

Στις δικές του αναμνήσεις, υπαγορευμένες τη δεκαετία του 1990, «προβοκάτορες» θεωρεί όχι τα στελέχη της ΟΠΛΑ αλλά τις εθνικόφρονες φιλενάδες τους που τους «παρέσυραν»· στην περίπτωση δε της Παπαδάκη, ως βασικό κίνητρο της σύλληψής της υποδεικνύει την επιθυμία «να της πάρουν τα μπιζού και τα άλλα αντικείμενα που είχε σαν γνωστή ηθοποιός» (Ανδρικίδης 1996, σ.92).

Ο φυσικός αυτουργός της εκτέλεσης της Παπαδάκη, 34χρονος μπακάλης Βλάσης Μακαρώνας, καταδικάστηκε, τέλος, σε θάνατο (5/6/1945) κι εκτελέστηκε στην κορύφωση του Εμφυλίου (21/2/1948).

Ξεπλύματα κατά συρροή

Οποια κι αν ήταν τα πραγματικά περιστατικά, απείρως μεγαλύτερη σημασία είχε η αναγόρευση της σκοτωμένης ηθοποιού σε σύμβολο συστράτευσης της ενιαίας -πλέον- εθνικοφροσύνης κατά του κοινωνικού και πολιτικού εσωτερικού εχθρού.

Η ανακάλυψη του πτώματος της Παπαδάκη (26/1/1945) και η κηδεία της δημοσία δαπάνη στο κέντρο της Αθήνας (28/1) θα σημάνουν την απαρχή της αγιοποίησής της απ’ όλους όσοι είχαν λόγους να ξεχαστεί το πρόσφατο κατοχικό παρελθόν εν ονόματι του κοινού «αντισυμμοριακού» αγώνα.

«Ασφυχτική κοσμοσυρροή και μεγάλη έξαψη», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο αυτόπτης Γιώργος Θεοτοκάς. «Κραυγές μίσους: “Θάνατος στους δολοφόνους! Εκδίκηση! Κατάρα! Οχι αμνηστία!” Σαν τελείωσε η τελετή, το πλήθος αξίωσε να γίνει η μεταφορά του φέρετρου με τα πόδια. Το σήκωσαν οι ηθοποιοί και αρκετός κόσμος ακολούθησε ώς το Α΄ Νεκροταφείο» («Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953», Αθήνα 1987, σ.566).

Διαγραμμένος -όπως και η εκλιπούσα- από τον επαγγελματικό σύλλογό του λόγω της ασύστολης κατοχικής αρθρογραφίας του υπέρ του Γ΄ Ράιχ («Εφ.Συν.» 6/4/2019), ο Σπύρος Μελάς θ’ αποφανθεί πάλι από τις στήλες του «Ελληνικού Μέλλοντος» (31/1/1945) πως, αν γινόταν δεκτή η ενοχή της Παπαδάκη, «τότε θάπρεπε να πέσουν όλες οι γυναίκες που πήγαν όχι με φίλους των κατακτητών, αλλά με τους ίδιους τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και που ανάμεσα σ’ αυτές -ήτανε τόσες!- δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι δεν άνοιξαν την αγκαλιά τους και γυναίκες κι αδερφάδες των δημίων». Παλιά δοκιμασμένη συνταγή κάθε μπαγαπόντη η γενίκευση της ενοχής, ακόμη και για παντελώς ανόμοια αδικήματα.

Αυτά το 1945. Εν έτει 2001, ο Πολύβιος Μαρσάν θα ξεπλύνει πάλι στο ίδιο μήκος κύματος όλους όσοι διαγράφηκαν από τα σωματεία τους επί δωσιλογισμώ αμέσως μετά την Απελευθέρωση, εκλαμβάνοντας τη συνέχιση της καριέρας τους ως απουσία ενοχής:

«Ο Αχιλλέας Μαμάκης διεγράφη από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ενώσεως Συντακτών για τον προδοτικό του ρόλο και τη στενή συνεργασία του με τη γερμανική προπαγάνδα. Σε λίγο ξαναεργάστηκε ελεύθερα ως δημοσιογράφος, αποκτώντας ισχύ και δημοσιότητα με τη στήλη “Θεατρικά Νέα” στο "Εθνος" ή τη ραδιοφωνική του εκπομπή “Το θέατρο στο μικρόφωνο”. Εγινε και μια ορισμένη περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών. Οπως και ο Σπύρος Μελάς διεγράφη παροδικά από την Εταιρεία Ελλήνων Καλλιτεχνών ως συνεργάτης του κατακτητή, για να επιστρέψει ως “Φορτούνιο” στις στήλες του αθηναϊκού Τύπου και ως γνωστότατο μέλος στη μεταπολεμική πνευματική ζωή της Αθήνας.

Και από τους ηθοποιούς, όταν τα πνεύματα ησύχασαν, άλλος νωρίτερα, άλλος αργότερα, όλοι ξαναγύρισαν στην ενεργό καλλιτεχνική δράση. [...] Ολοι ξαναβρήκαν τη θέση τους στο ελληνικό θέατρο και στη συνείδηση του κόσμου, μια και δεν υπήρξαν στοιχεία σοβαρά ν’ αποδείξουν τις κατηγορίες του “προδότη” ή του “συνεργάτη του εχθρού”. Το ίδιο ασφαλώς θα συνέβαινε και με την Ελένη Παπαδάκη, αν είχε επιζήσει» (σ.337).

Πώς ακριβώς «ησύχασαν τα πνεύματα» μετά τη Βάρκιζα είναι, βέβαια, γνωστό: με την αμείλικτη ποινική και αστυνομική καταστολή της ΕΑΜικής Αντίστασης από τους ίδιους ακριβώς διωκτικούς μηχανισμούς που -ελέω «συνέχειας του κράτους»- είχαν τεθεί στην υπηρεσία (και) του Γερμανοϊταλού κατακτητή. Για ν’ απαλλαγεί κανείς θεσμικά από το στίγμα του δωσιλογισμού, η απουσία επιβαρυντικών στοιχείων δεν είχε καμιά σημασία: αρκούσε η ιδιότητα του «στοχοποιημένου από τους κομμουνιστές» εθνικόφρονος.

Ακόμη κι ο υποδιοικητής των ταγματασφαλιτών της Εύβοιας, που υπέγραφε την περίφημη ημερήσια διαταγή «απώλειαι ημετέρων, εις Γερμανός στρατιώτης βαρέως τραυματίας» (4/6/1944), διορίστηκε άλλωστε το 1945 υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων, για να φροντίσει τη στελέχωση του στρατού με τους κατάλληλους ανθρώπους.

Η επιχειρηματολογία αυτή έχει, ωστόσο, την αχίλλειο πτέρνα της: έστω κι έμμεσα, παραδέχεται ότι το μόνο διάστημα στο οποίο αποδόθηκε δικαιοσύνη για τα εγκλήματα των δωσιλόγων της Κατοχής ήταν εκείνες οι άγριες 33 ημέρες του Κόκκινου Δεκέμβρη. Ακόμη κι αν αυτό έγινε με μεθόδους που, ως πρακτική συνοπτικής εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων, δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από την κρατική «Δικαιοσύνη» των αμέσως επόμενων χρόνων.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)