to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Πάσχα στον Πόρο

Πάσχα στην πατρώα γη, τον Πόρο. Μικρό νησί ο Πόρος, αλλά στην πραγματικότητα δύο σιαμαία νησάκια (Σφαιρία και Καλαυρία) χωρισμένα από στενό κανάλι.


Απέναντι ο Γαλατάς, η Τροιζηνία, η Πελοπόννησος, ο γενέθλιος της Ελλάδας τόπος. Οπως το ιπτάμενο δελφίνι μπαίνει στα στενά από δεξιά ξετυλίγονται οι στέγες των σπιτιών, μια κωμόπολη με κεραμίδια και ακροκέραμα, νεοκλασικά και μικρόσπιτα, αρχοντικά και φτωχικά ντυμένα στα ροζ της μπουκαμβίλιας.

Δεν ζηλεύει τις Κυκλάδες ο Πόρος με τα ασβεστωμένα ομοιόμορφα σπίτια τους, τη φαιή ξεραμένη γη, ούτε του λείπει το απαστράπτον φως της Πάρου. Το φως εδώ είναι πολύχρωμο, παιχνιδιάρικο, σαν παιδί αλλάζει από στιγμή σε στιγμή παίρνοντας τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου.

Εκτός από τα νοικιάρικα ιστιοφόρα στο λιμάνι και τα τερατώδη δυσανάλογα μηχανοκίνητα, ο Πόρος παραμένει ρετρό, σου θυμίζει άλλες εποχές, δεν μετριέται με τις κοσμοπολίτισσες γειτόνισσες, την Υδρα και τις Σπέτσες.

Εχει τη φρόνιμη γοητεία του παλιού, του γνώριμου και σταθερού, του τόπου που φιλοξένησε περιηγητές και επαναστάτες, ενέπνευσε ποιητές και ζωγράφους, αποπλάνησε ντόπιους και ξένους εραστές. Μένει ίδιος όπως πριν από σαράντα χρόνια, όταν περνούσα τα καλοκαίρια στην ψαρόβαρκα, μεθυσμένος από τα χρώματα και τις μυρωδιές του Λεμονοδάσους.

Χένρι Μίλερ

Μπαίνοντας στον Πόρο έχεις την ψευδαίσθηση ενός βαθιού ονείρου. Ξαφνικά η γη κλείνει απ’ όλες τις μεριές και το καράβι σφίγγεται σε μια στενή λουρίδα θάλασσας χωρίς έξοδο

Φτάνοντας στο λιμάνι θυμάμαι τον Χένρι Μίλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού». Στο καράβι για την Υδρα φτάνει στα στενά του Πόρου το 1939. Ξεμπαρκάρει θαμπωμένος από την ομορφιά, μένει έξι μήνες και η ζωή του μεταμορφώνεται. Διάβαζε Φρόιντ και έβλεπε παντού τα σημάδια της ψυχανάλυσης. «Μπαίνοντας στα στενά του Πόρου, ξαφνικά ανακάλυψα ότι πλέαμε μέσα σε δρόμους.

Το πιο αγαπημένο μου όνειρο είναι να πλέω στη στεριά. Μπαίνοντας στον Πόρο έχεις την ψευδαίσθηση ενός βαθιού ονείρου. Ξαφνικά η γη κλείνει απ’ όλες τις μεριές και το καράβι σφίγγεται σε μια στενή λουρίδα θάλασσας χωρίς έξοδο. Οι άνδρες και οι γυναίκες του Πόρου κρέμονται απ’ τα παράθυρα, ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου. Σταματάς κάτω από τα φιλικά τους ρουθούνια, λες κι είσαι έτοιμος για ξύρισμα και κούρεμα ενώ ταξιδεύεις.

»Οι χασομέρηδες στην προβλήτα περπατάνε μαζί με το πλοίο: αν θέλουν μπορούν να πάνε γρηγορότερα από το πλοίο, φτάνει να επιταχύνουν το βήμα τους. Το νησί περιστρέφεται σε κυβιστικά επίπεδα, που σχηματίζονται από τοίχους και παράθυρα, από βράχια και κατσίκια, από ανεμοδαρμένα δέντρα και θάμνους. Πέρα, εκεί όπου η γη κάνει καμπύλες σαν να μαστιγώνεται, απλώνονται τα δάση με τ’ αγριολέμονα όπου την άνοιξη νέοι και γέροι τρελαίνονται από το άρωμα των χυμών και των λουλουδιών».

Φίλος με τον θάνατο

Θρήνος για τον θάνατό μου. Οι καμπάνες που κλαίνε τη Μεγάλη Παρασκευή στέλνουν μηνύματα θνητότητας. Κανείς, ούτε και ο θεάνθρωπος, δεν ξεφεύγει το πεπρωμένο. Τη Μεγάλη Πέμπτη ακούμε την εξιστόρηση του θανάτου δώδεκα φορές, για να παρηγορήσουμε τον τρόμο του δικού μας. Ο θάνατος είναι το πιο δικό μου πράγμα, μέσα και δίπλα μου, πάντα μπροστά μου. Ο θάνατος το μόνο που δεν θα μοιραστώ με κανένα.

Την Παρασκευή έχουμε την κηδεία, τον δεύτερο συμβολικό θάνατο, που μας ελευθερώνει από το αντικείμενο της αγάπης μας. Το αποθέτουμε στη μνήμη, διακόπτεται το πένθος, γυρίζουμε στις καθημερινές μας δουλειές ξεχνώντας το φάντασμα του να μην υπάρχεις. Ξέρουμε βέβαια το τέλος στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα της Ιστορίας. Το Πάσχα έρχεται, η ανάσταση φτάνει. Αλλά όπως είπε ο David Jenkins, μεγάλος θεολόγος και μητροπολίτης του Durham, ίσως να είναι η ανάσταση «ένα τρικ ταχυδακτυλουργού με κόκαλα». Δεν χρειάζεται η ανάσταση για να γίνεις φίλος με τον θάνατο.

Η πιο ανθρώπινη σκηνή του δράματος παίζεται στον κήπο της Γεσθημανής, όταν ο Χριστός φοβισμένος, γεμάτος αγωνία γι’ αυτό που πρέπει να γίνει, στρέφεται στον Πατέρα του: «Πάτερ, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο… Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;» Ο Θεός γίνεται άνθρωπος των ανθρώπων, τίποτε πιο ανθρώπινο από την αμφιβολία, την ανασφάλεια, τον φόβο. Γιατί με εγκατέλειψες, μήπως δεν είσαι στοργικός πατέρας;

Η πρωταρχική θεοδικία, η δίκη και η αθωότητα του θείου ξεκινάει στη Γεσθημανή. Αμφιβολία, φόβος, απιστία και μαζί η υπέρβασή τους. Πριν από κάθε ανάσταση, πριν από κάθε νίκη, αγώνες και ήττες. Σιγοστεκόμαστε, αμφιβάλλουμε για τις δυνάμεις μας, αμφισβητούμε την πίστη μας. Θρηνούμε για τα όνειρα, για τα οράματα που μπορεί να χαθούν αν δεν επιμείνουμε στην αρχική απόφαση. Αποτύχαμε. Θα προσπαθήσουμε ξανά, θα αποτύχουμε καλύτερα.

Οσο πιο βαθιά πιστεύεις, τόσο πιο πολύ αμφιβάλλεις. Οταν αμφιβάλλω, παίρνω την ευθύνη πάνω μου, γίνομαι υπεύθυνος για την πίστη μου παρ’ ότι δεν σταματάω να την αμφισβητώ. Ο φανατικός, αυτός που δεν αμφιβάλλει και δεν αμφισβητεί, δεν πιστεύει, υπακούει και ακολουθεί. Ο Πέτρος θα αρνηθεί τον Χριστό τρις, για να γίνει η πέτρα της εκκλησίας. Οι Μαρίες που πήγαν στον τάφο έφυγαν τρέχοντας. «Εφοβούντο γαρ». Το σαράκι της αμφιβολίας είναι προϋπόθεση της Ανάστασης. Υπάρχω, είμαι ελεύθερος, γιατί αμφιβάλλω, γιατί ξέρω ότι μπορεί να αποτύχω, αλλά επιμένω μέχρι τέλους.

Στις στέγες του Πόρου

Παντοπόρος / Απορος. Χένρι Μίλερ: «Το να πλέεις αργά μέσα στους δρόμους του Πόρου είναι σαν να ξαναζείς τη χαρά να περνάς μέσα από το λαιμό της μήτρας. Είναι μια πολύ βαθιά χαρά για να μπορείς να τη θυμάσαι. Είναι μια από τις χαρές κάποιου μουδιασμένου ηλιθίου που δημιουργεί μύθους σαν αυτόν της γέννησης ενός νησιού από κάποιο βυθισμένο πλοίο».

Στη βάση της λέξης «Πόρος» βρίσκεται η ρίζα pir- ή por- που απαντάμε στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Πειραιάς, Πόρτο, Πορτ, Πάρος, Παρίσι. Σημαίνει άνοιγμα και πέρασμα, κυρίως θαλάσσιο πέρασμα, ταξίδι στα κύματα. Ο Σοφοκλής στην «Ωδή στον άνθρωπο», το ωραιότερο στάσιμο της Αντιγόνης, παινεύει τα ανθρώπινα κατορθώματα:

«Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν-θρώπου δεινότερον πέλει· παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται».

Ο άνθρωπος είναι ναυτικός παντοπόρος, πλέει παντού και φτιάχνει πόλεις, θεσμούς, μηχανές. Αλλά αυτός ο πολυταξιδεμένος παραμένει παντού άπορος, χωρίς πόρο, πέρασμα και πατρίδα. Ο,τι και να φτιάξει, όσα μεγαλεία και να εφεύρει, όσο πολυμήχανος και αν είναι, δεν θα ξεφύγει την τελική κρίση. Παντοπόρος και άπορος μαζί.

Δύο περάσματα, το πρώτο η είσοδος από τα στενά του κόλπου, το δεύτερο η έξοδος, η Μεγάλη Πέμπτη καθενός. Το πρώτο ανοίγει έναν καινούργιο κόσμο, το δεύτερο τον κλείνει δίνοντας το τέλος, τον σκοπό και τελειωμό του. Ο Πόρος, η Βενετία με αλμυρό νερό, υπόσχεται και παίρνει πίσω. Ταξιδιώτες εμείς σαν τον επίκυκλο Οδυσσέα που γυρίζει στην πατρική γη ή σαν τον νομάδα Αβραάμ που συνεχώς φεύγει για αλλού. Και οι δύο ξεριζωμένοι, πρόσφυγες και μετανάστες, το βλέμμα πάντα μπροστά, μακριά, να ακουμπάει τον άλλο στον ορίζοντα.

«Αν ποτέ κατορθώσω την πληρότητα που επικαλούνται οι βουδιστές, αν θα έχω ποτέ την επιλογή είτε να επιτύχω τη Νιρβάνα είτε να μείνω πίσω για να παρακολουθώ και να καθοδηγώ εκείνους που θα έρχονται, λέω τώρα ας μείνω πίσω, ας υπερίπταμαι σαν ένα ευγενικό πνεύμα πάνω από τις στέγες του Πόρου κοιτάζοντας τον ταξιδιώτη μ’ ένα χαμόγελο ειρήνης και χαράς. Μπορώ να δω όλη την ανθρωπότητα να στραγγίζεται στο λαιμό του μπουκαλιού εδώ, γυρεύοντας μια έξοδο στον κόσμο του φωτός και της ομορφιάς» (Henry Miller, «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού», μετάφραση: Ιωάννα Καρατζαφέρη).

* Ο Κώστας Δουζίνας είναι βουλευτής Α΄ Πειραιά, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Αμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)