to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Αντίλογος σε δέκα κατηγορίες της αντιπολίτευσης κατά ΣΥΡΙΖΑ

Στον βωμό της πολιτικής συχνά διαστρέφεται η οικονομική πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο όταν έπονται εκλογές και υπάρχει πρωτοφανής πόλωση, όπως αυτή που ζούμε στις μέρες μας. Όμως, αποτελεί σοβαρό παράπτωμα να βαρύνεται η πορεία εξυγίανσης της οικονομίας με πολιτικά παιχνίδια παραπληροφόρησης.


Στον βωμό της πολιτικής συχνά διαστρέφεται η οικονομική πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο όταν έπονται εκλογές και υπάρχει πρωτοφανής πόλωση, όπως αυτή που ζούμε στις μέρες μας. Όμως, αποτελεί σοβαρό παράπτωμα να βαρύνεται η πορεία εξυγίανσης της οικονομίας με πολιτικά παιχνίδια παραπληροφόρησης. Και η αντιπολίτευση (Ν.Δ., ΚΙΝ.ΑΛΛ.) υποπίπτει δυστυχώς στο ολίσθημα αυτό με ορισμένες από τις βασικές κατηγορίες που απευθύνει στην κυβέρνηση για την οικονομία. Πόσο, όμως, αντέχουν οι κατά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κατηγορίες στη δοκιμασία γεγονότων και αριθμών;

1. Έκλεισε το τρίτο Μνημόνιο για να φέρει ένα τέταρτο πλήρες δεσμεύσεων.

Ως δεσμεύσεις εννοούνται οι περικοπές των συντάξεων, η μείωση του αφορολόγητου, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και η αυστηρή εποπτεία από τους δανειστές. Το πρώτο μέτρο ήδη ακυρώθηκε, για το δεύτερο δεσμεύτηκε ο πρωθυπουργός πως δεν θα το εφαρμόσει χωρίς αρνητική αντίδραση από Βρυξέλλες, ενώ για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα υπάρξει αναδιαπραγμάτευση και πιθανή μείωσή τους (ιδίως μετά το 2022) αναλόγως της πορείας της χώρας, μολονότι ο βασικός στόχος που υπηρετούν είναι η τρίτη παρτίδα μακροχρόνιων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.

Τέλος, όσον αφορά την εποπτεία, θα πρέπει κάποτε να γίνει επιτέλους αντιληπτό ότι σε έλεγχο των δημοσίων οικονομικών τους (προϋπολογισμός και υλοποίησή του) υπάγονται όλες οι χώρες - μέλη της Ε.Ε. βάσει του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Απλά στην περίπτωση της υπερχρεωμένης Ελλάδας ο έλεγχος, αντί να γίνεται ανά εξάμηνο, γίνεται ανά τρίμηνο (ενισχυμένη εποπτεία).

2. Καταστρέφει τις προοπτικές της χώρας συρρικνώνοντας το εισόδημα των πολιτών.

Οι προοπτικές της χώρας εξαρτώνται από τη βιωσιμότητα του χρέους και την οικονομική ανάπτυξη, που αυξάνει τα εισοδήματα των πολιτών. Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ (Fiscal Monitor 2019), ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αποκλιμακώνεται από 183% το 2018 σε 143% το 2024, δηλαδή κατά 40 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Οι προβλέψεις αυτές είναι αποτέλεσμα των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους (μείωση επιτοκίων, αναβολή ή/και επιμήκυνση χρόνου αποπληρωμής κ.ά.) που εξασφάλισε με σκληρές διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση από τους δανειστές.

Τα συμφωνηθέντα μέτρα ελάφρυνσης εκτιμάται από τον ίδιο τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) ότι θα μειώσουν τον λόγο χρέος / ΑΕΠ κατά 55 εκατοστιαίες μονάδες μέχρι το 2060. Με παρόμοιες προϋποθέσεις η τρέχουσα ανάκαμψη της οικονομίας μπορεί να σταθεροποιηθεί και να αυξηθεί περαιτέρω αυξάνοντας το εισόδημα των πολιτών.

Πάντως, ήδη την περίοδο 2014-2018 το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 5,9%, κυρίως λόγω της αύξησης της απασχόλησης, ενώ ανά μισθωτό η αύξηση την τελευταία διετία 2017-2018 ήταν 2% περίπου.

3. Αδυνατεί να προκαλέσει μία δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας.

Τελευταία, στα χρόνια και δομικά προβλήματα της οικονομίας (π.χ. γραφειοκρατία, κτηματολόγιο, δικαστικό σύστημα, φορολογία κ.λπ.) που δεν κατόρθωσε δήθεν ως διά μαγείας να εξαφανίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, προστέθηκαν ως εμπόδια της οικονομικής ανάκαμψης η παροχολογία και οι εκλογές που υποτίθεται, απειλούν με νέα ύφεση την οικονομία (ΣΕΒ). Στην πραγματικότητα ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για την Ελλάδα είναι ο γεωπολιτικός (Τουρκία) και μία νέα πιθανή ύφεση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας. Αυτοί που υπόσχονται 4% και πάνω ανάπτυξη ξεχνούν τα εμπόδια αυτά, όπως κι ότι η ελληνική οικονομία ήδη με 2% αναπτύσσεται 3-4 φορές ταχύτερα από τη γερμανική.

Πάντως, όσο θα προχωρεί ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας με βάση τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, τόσο περισσότερο θα ενισχύονται οι δυνατότητές της να ανακάμψει δυναμικά. Και το 2019, από επενδυτική τουλάχιστον άποψη, υπόσχεται πολλά περισσότερα.

4. Υπερφορολογεί συστηματικά την οικονομία προκαλώντας της ασφυξία.

Ασφαλώς οι υψηλοί φόροι αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική δραστηριότητα. Όχι όμως το βασικό, το οποίο είναι η έλλειψη χρηματοδότησης και για την αντιμετώπιση της οποίας έχει δώσει προτεραιότητα η κυβερνητική πολιτική (εξωδικαστικός, 120 δόσεις, κόκκινα δάνεια).

Η υψηλή φορολογία πλήττει σήμερα κυρίως τους "έχοντες και κατέχοντες", αφού μόλις το 19% των φορολογουμένων πληρώνει το 90% του συνολικού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, μόλις το 4,5% των επιχειρήσεων πληρώνει το 83% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και το 33% των ιδιοκτητών ακινήτων φορτώνεται το 66% του ΕΝΦΙΑ. Και αυτά συμβαίνουν με δεδομένη τη μεγάλη έκταση της φοροδιαφυγής.

Παρά ταύτα η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε σταδιακή μείωση της φορολογίας, αρχής γενομένης από το 2018. Από τις δε προβλέψεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία έως το 2024 προκύπτουν δύο ενδιαφέροντα σημεία: πρώτον, ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας θα είναι 20% - 30% υψηλότερος αυτού της Ευρωζώνης και, δεύτερον, ότι η πορεία των κρατικών εσόδων και δαπανών έως το 2024 ισοδυναμεί με μία μέση ετήσια μείωσή τους κατά 0,8 και 0,65 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, εξέλιξη μάλιστα εμπροσθοβαρή, που υποδηλώνει τη σταδιακή αλλά άμεση μείωση του φορολογικού βάρους όπως επιδιώκει η παρούσα κυβέρνηση.

5. Μείωσε την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Από το 2009 έως και το 2016 είχαμε πράγματι μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Όμως, τόσο το 2017 όσο και το 2018 η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ετησίως 0,9% (ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανταγωνιστικότητα (με βάση τις σχετικές τιμές κατανάλωσης) εμφανίζεται το 2018 και το 2019 βελτιωμένη κατά 2,8% και 4,5% αντίστοιχα έναντι του 2014.

6. Αντί να προσελκύσει, έδιωξε επενδύσεις.

Παρά την προσωρινή κάμψη του όγκου των επενδύσεων το 2018, αυτές παρέμειναν αυξημένες 12,3% έναντι του 2014 και το 2019 προβλέπεται πάνω από 10% άνοδός τους (14,8% προβλέπει η AMECO). Αξίζει να σημειωθεί πως ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου της Γενικής Κυβέρνησης, ο οποίος μειώθηκε 52% την περίοδο 2009-2014, αυξήθηκε 24% το διάστημα 2014-2018.

Ακόμη, οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) στη χώρα αυξήθηκαν 78% το διάστημα 2014-2018 και 10% το πρώτο δίμηνο του 2019 σε ετήσια βάση. Το δε απόθεμα ΞΑΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο την περίοδο 2009-2014 μειώθηκε από 13,8% σε 11,8% ακολούθως αυξήθηκε σε 18,1%, το 2018 (Eurostat), δηλαδή 6,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Τέλος, με τις μεγάλες επενδύσεις σε Ελληνικό, υποδομές και ενέργεια να είναι καθ’ οδόν το 2019, η εικόνα των επενδύσεων θα γνωρίσει δραματική αλλαγή προς το καλύτερο.

7. Αύξησε το δημόσιο και τα ιδιωτικά χρέη.

Αυτοί που μιλούν για αύξηση του δημόσιου χρέους παραλείπουν να αφαιρέσουν από το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης τα αχρησιμοποίητα ταμειακά διαθέσιμα που έχει συγκεντρώσει το κράτος με τον δανεισμό του για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (βλ. "μαξιλάρι" σε περίπτωση αδυναμίας εξόδου στις αγορές), τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν για να έχουμε το καθαρό ή πραγματικό δημόσιο χρέος, που επί ΣΥΡΙΖΑ (2015-2018) μειώνεται κατά 9,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Όσον αφορά το ιδιωτικό χρέος, αυτό μειώνεται στο ίδιο διάστημα κατά 12,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (Eurostat). Και οι δύο αυτές επιδόσεις είναι οι καλύτερες που πέτυχε ποτέ στη μεταπολίτευση μία ελληνική κυβέρνηση.

Επίσης οι επικριτές παραγνωρίζουν πως η αποτίμηση του βάρους του χρέους δεν συνδέεται μόνο με το απόλυτο μέγεθός του, αλλά και με τους όρους αποπληρωμής του, οι οποίοι προφανώς μετά την πρόσφατη ρύθμιση έχουν βελτιωθεί σημαντικά με συνέπεια την αξιοσημείωτη μείωση του κόστους χρηματοδότησης.

8. Φτώχυνε τους Έλληνες.

Κάθε χρόνο από το 2000 και μετά η Credit Suisse δημοσιεύει στατιστικές για την εξέλιξη του ιδιωτικού πλούτου (κινητής και ακίνητης περιουσίας) στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει πως την περίοδο 2010-2014 οι Έλληνες έχασαν 570 δισ. ιδιωτικού πλούτου, ενώ την περίοδο 2015-2018 αύξησαν τον πλούτο τους κατά 85 δισ.

Επίσης, επί ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκε η απασχόληση κατά 300.000 θέσεις εργασίας, μειώθηκαν οι άνεργοι κατά 365.000, οι μακροχρόνια άνεργοι κατά 244.000 και οι άνεργοι νέοι κατά 150.000. Επίσης, το ίδιο διάστημα μειώθηκαν οι φτωχοί κατά 240.000 περίπου και τα άτομα με σοβαρή υλική στέρηση κατά 560.000, όταν την προηγούμενη εξαετία είχαν αυξηθεί κατά 840.000 και 1.100.000 αντίστοιχα! Ποιος φτώχυνε, λοιπόν, τους Έλληνες πολίτες;

9. Διέλυσε τη μεσαία τάξη.

Αναμφίβολα η ζημιά που υπέστη η ελληνική μεσαία τάξη μέσα σε πέντε χρόνια (2009-2014) ήταν πρωτοφανής, αφού το μέσο καθαρό εισόδημα μειώθηκε κατά 31,5%. Έκτοτε, όμως, όχι μόνον ανακάμπτει, αλλά και ηγείται της ανάκαμψης της οικονομίας: την τελευταία διετία 2017-2018 η ιδιωτική κατανάλωση αυξάνεται ετησίως 1%, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα αυξάνεται 20% ετησίως, οι αγορές ιδιωτικών ΙΧ αυξάνουν 40% ετησίως, η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει βελτιωθεί κατά 21 μονάδες, ενώ οι ταξιδιωτικές πληρωμές αυξήθηκαν 14% το 2018 και 15% το πρώτο δίμηνο του 2019.

Ανάλογη βελτίωση έχουμε και στο επιχειρηματικό επίπεδο, αφού την περίοδο 2008-2014 είχαμε μείωση του αριθμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) κατά 165.000 (-19%), ενώ την περίοδο 2014-2018 είχαμε αύξηση του αριθμού των ΜμΕ κατά 43.000 (6,2%) (Eurostat, SME Performance Review). Η μεσαία τάξη συρρικνώθηκε επί διακυβέρνησης Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, δεν αφανίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ όπως διατείνεται η αντιπολίτευση. Σήμερα, δε, επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο.

10. Το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται επειδή οι αγορές προεξοφλούν εκλογική νίκη της Ν.Δ.

Μέχρι πρότινος η αντιπολίτευση ισχυριζόταν πως η οικονομία δεν πήγαινε καλά επειδή την εμπόδιζε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα που εμφανώς βελτιώνεται σχεδόν σε όλους τους τομείς, αυτό συμβαίνει (όπως ισχυρίζεται) επειδή οι αγορές προεξοφλούν την εκλογική νίκη της Ν.Δ. Όμως, δεδομένου ότι τόσο στην οικονομία όσο και στα εθνικά θέματα αυτή η κυβέρνηση σημειώνει επιτυχίες, το μόνο σημάδι που έχουν οι αγορές για να κρίνουν αναλόγως είναι οι δημοσκοπήσεις. Και οι δημοσκοπήσεις αναγορεύουν σταθερά από το 2016 τη Ν.Δ. πρώτο κόμμα. Γιατί, λοιπόν, μόλις πρόσφατα μόνο να εμφανίζουν βελτίωση κλίματος λόγω Ν.Δ.;

Το αφελές και αβάσιμο του παραπάνω ισχυρισμού αποδεικνύεται με ένα απλό παράδειγμα. Αν λάβουμε τις δημοσκοπήσεις της Metron Analysis των τελευταίων 16 μηνών, θα διαπιστώσουμε πως μεταξύ Ιανουαρίου και Δεκεμβρίου 2018, που η διαφορά Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ αυξάνεται από 5,7 σε 9 ποσοστιαίες μονάδες, παράλληλα οι δείκτες εμπιστοσύνης των αγορών -όπως αποτυπώνονται στα spread, στον ΡΜΙ (δείκτης προμηθειών των μάνατζερ) και στον δείκτη οικονομικού κλίματος - επιδεινώνονται. Αντίθετα, στο πρώτο τετράμηνο του 2019 όταν η διαφορά των δύο κομμάτων στις δημοσκοπήσεις μειώνεται από τις 9 στις 7,8 μονάδες, όλοι οι παραπάνω δείκτες εμπιστοσύνης των αγορών βελτιώνονται (βλ. Πίνακα).

Μήπως, λοιπόν, με τη λογική αυτή θα έπρεπε να συμπεράνει κανείς πως οι αγορές προεξοφλούν εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ;

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)