to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το πρόβλημα των δημοσκοπήσεων: Εξαρτήσεις, γκρίζες ζώνες και ευθύνες ΜΜΕ και επιστημόνων

Ο Άγγελος Σεριάτος, επιστημονικός συνεργάτης της Prorata επιχειρεί μια λεπτομερή προσέγγιση στο λεγόμενο «πρόβλημα των δημοσκοπήσεων». Από τις μεθόδους, έως τις ερμηνείες και από τις ανατροπές στο ελληνικό πλαίσιο, μέχρι την πρόσφατη διεθνή εμπειρία


Η αστοχία των περισσότερων δημοσκοπήσεων να εκτιμήσουν την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων κατά τη διάρκεια του πολιτικού σεισμού που συντάραξε συθέμελα τη χώρα το 2015, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εμπέδωση ενός κλίματος απαξίωσης προς τις εταιρίες μέτρησης της κοινής γνώμης. Στην πραγματικότητα όμως, το βασικό πρόβλημα δεν έγκειται πάντοτε σε αυτά κάθε αυτά τα ευρήματα των εταιριών αλλά αφενός στο πως αυτά χρησιμοποιούνται (είτε λόγω άγνοιας, είτε όντως λόγω πολιτικής σκοπιμότητας) από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, και αφετέρου στην σχεδόν ύποπτη απροθυμία αρκετών δημοσκόπων να αναπροσαρμόσουν και να εμπλουτίσουν τη μεθοδολογία τους.

Αρχικά, πρέπει να γίνει κατανοητό πως η δειγματοληπτική μέθοδος έχει πολύ συγκεκριμένες δυνατότητες. Η επιστημονική κοινότητα, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που προκύπτει απ’ το ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στην άποψη του συνόλου του πραγματικού πληθυσμού πάνω σε κάποιο θέμα που μας αφορά (πχ. πρόθεση ψήφου), απέδειξε πως: οι τιμές (απόψεις) ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος θα αντανακλάσουν τις τιμές του πραγματικού πληθυσμού, δίνοντας μας όμως όχι την ίδια την τιμή, αλλά ένα εύρος αυτών (όπου συνήθως για δείγμα 1067 είναι +-3%) εντός του οποίου θα βρίσκεται τελικά η πραγματική τιμή τις 95 από τις 100 φορές που τυχόν επαναλαμβάναμε την ίδια ακριβώς μέτρηση (και φυσικά όχι όλες τις φορές γιατί η στατιστική, όπως φυσικά και καμία άλλη επιστήμη δεν είναι τέλεια). Άρα στην πραγματικότητα ένα βαρύγδουπο πρωτοσέλιδο που εκτιμάει φαρδιά πλατιά «σίγουρη νίκη» της Νέας Δημοκρατίας, με δειγματικό μέσο 29% και διαφορά 6 μονάδων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου ο δειγματικός μέσος είναι 23%, δεν έχει παρά ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά ευρήματα της μέτρησης.  Γιατί με βάση το τυπικό σφάλμα, με εύρος τιμών +-3%, είναι αρκετά πιθανό το κατώτατο δειγματικό όριο της Νέας Δημοκρατίας να συμπίπτει με την πραγματική τιμή του κόμματος στον πληθυσμό, δίνοντας ποσοστό 26%, και το αντίστοιχο ανώτατο δειγματικό όριο του ΣΥΡΙΖΑ να συμπίπτει με την δική του πραγματική τιμή, δίνοντας ποσοστό επίσης 26% (ή φυσικά και μια διαφορά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας με 12 μονάδες).

Για τους επιστήμονες όμως τα προβλήματα γιγαντώθηκαν με τον πολιτικό σεισμό του 2015 (διπλές εκλογές, διαπραγμάτευση, δημοψήφισμα, διαχείριση δημοψηφίσματος, Χρυσή Αυγή, κομματικός κατακερματισμός), ο οποίος προκάλεσε πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα πολιτική ρευστότητα. Η Prorata, σε μια προσπάθεια να συλλέξει τον διάσπαρτο λόγω ρευστότητας πλούτο πληροφοριών έδωσε χώρο στο μεθοδολογικό εργαλείο της «δυνητικής εκλογικής επιρροής» έναντι της ελλιπούς «πρόθεσης ψήφου», η οποία για παράδειγμα μέσα σ’ ένα κλίμα υποχώρησης της αυστηρά μονοκομματικής ταύτισης πολλές φορές «εκβιαστικά» ζητάει να επιλεχθεί από τον ερωτώμενο κάποιο κόμμα έναντι κάποιου άλλου, προσπαθώντας να φανταστεί το αποτέλεσμα μιας μελλοντικής κάλπης. Τι είναι όμως η δυνητική εκλογική επιρροή και πως επιχειρεί να απαντήσει στα παραπάνω ζητήματα; H δυνητική εκλογική επιρροή καταγράφει την πιθανότητα εκλογικής στήριξης για κάθε ένα ξεχωριστά κόμμα και στη συνέχεια αθροίζει τα ποσοστά εκείνων που δηλώνουν πιθανότητα ίση ή μεγαλύτερη του 50% να επιλέξουν κάθε κόμμα , καθώς και τα ποσοστά εκείνων που δηλώνουν πιθανότητα ίση ή μεγαλύτερη του 80% να επιλέξουν κάθε κόμμα. Τι προκύπτει όμως από μια τέτοιου τύπου ερώτηση; Ένα εκλογικό κατώτατο και ένα αντίστοιχο ανώτατο όριο/ποσοστό για κάθε κόμμα, αφού πολλοί ερωτώμενοι θα απαντήσουν μεταξύ άλλων πως δίνουν μηδενική ή σχεδόν μηδενική (20%) πιθανότητα να στηρίξουν κάποιο κόμμα. Αυτή η πληροφορία είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη όχι μόνο για επιστήμονες πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς αλλά και για τα κομματικά επιτελεία. Όταν για παράδειγμα ένα τμήμα κοινωνικά προοδευτικών ψηφοφόρων δεν αποκλείει την πιθανότητα στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΙΝΑΛ και του Ποταμιού, ο ενδιαφερόμενος κομματικός φορέας μπορεί προφανώς να αξιοποιήσει το συγκεκριμένο εύρημα, προσαρμόζοντας πτυχές της στρατηγικής του. Παράλληλα, η συγκεκριμένη μεθοδολογία δύναται να συλλέξει έναν πλούτο πληροφοριών και από τη μεγάλη και κρίσιμη δεξαμενή των αναποφάσιστων, καθώς ρίχνει φως για παράδειγμα στο αν μερίδα ψηφοφόρων (και ποιοι ακριβώς) του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 έχουν κλείσει οριστικά τη πόρτα στο κυβερνόν κόμμα ή αν ένα τέτοιο ενδεχόμενο παραμένει υπό διακύβευση (και υπό ποιες συνθήκες). Επίσης παρέχει πληροφορίες σχετικά με το αν οι αναποφάσιστοι θα προσέλθουν τελικά στις κάλπες αλλά και τις πιθανότητες να ψηφίσουν συγκεκριμένα κόμματα, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στα κομματικά επιτελεία να επιλέξουν μια στρατηγική της τελευταίας στιγμής, είτε με στόχο την προσέλευση των αναποφάσιστων στη κάλπη είτε όχι. Και αυτές είναι μόνο λίγες από τις πολλές δυνατότητες του συγκεκριμένου εργαλείου. Φυσικά εδώ δεν προκρίνεται ο παραγκωνισμός του εργαλείου της πρόθεσης ψήφου αλλά η παράλληλη χρήση του με την δυνητική εκλογική επιρροή εντός ενός εκλογικού κύκλου, με το βάρος να πέφτει στο πρώτο, πλησιάζοντας προς μια εκλογική μάχη, και αντίστοιχα στο δεύτερο όταν μια κάλπη τοποθετείται χρονικά μακριά. Και είναι ακριβώς οι δυνατότητες που μας παρέχει η δυνητική εκλογική επιρροή, που βελτιστοποιούν ουσιαστικά την ίδια την εκτίμηση εκλογικών προτιμήσεων που μας παρέχει η πρόθεση ψήφου.

Το λεγόμενο όμως «πρόβλημα των δημοσκοπήσεων» φυσικά δεν περιορίζεται αμιγώς στην αναπροσαρμογή και βελτιστοποίηση των εργαλείων ανίχνευσης πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς αλλά πολύ περισσότερο επεκτείνεται (α) στους ενδεχομένως ύποπτους λόγους για τους οποίους οι δημοσκοπικές εταιρίες δεν προσανατολίζονται σε μια κατεύθυνση αναδιαμόρφωσης των εργαλείων τους αλλά και (β) στην εμμονή πολλών ΜΜΕ να μη παρουσιάζουν τα πραγματικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων είτε λόγω «πιέσεων από τα πάνω» είτε λόγω άγνοιας και επαγγελματικής ανεπάρκειας. Σχετικά με το πρώτο, ενδεικτικό είναι πως οι δημοσκόποι επιμένουν στον επιστημονικά άχρηστο δείκτη της «παράστασης νίκης», ο οποίος ουσιαστικά μετράει το αν οι συμμετέχοντες διαβάζουν τις τάσεις των δημοσκοπήσεων (!). Αυτή η εμμονή θα ήταν ανάξια σχολιασμού αν δεν γνωρίζαμε από εμπειρικές μελέτες πως ιδίως σε περιβάλλοντα έντονης πολιτικής ρευστότητας (όπου το τι σκέφτεται ο διπλανός μας επηρεάζει έντονα το τι πρέπει να κάνουμε εμείς) η καλλιέργεια «κλίματος νίκης» υπέρ ενός κόμματος εντείνει το bandwagon effect, ένα φαινόμενο δηλαδή που συμπαρασύρει πολλούς ψηφοφόρους προς το πρώτο κόμμα. Υπό αυτή την έννοια δεν απαιτείται απαραιτήτως μαγείρεμα αριθμών για να τεκμηριωθούν ενδεχόμενες πολιτικές εξαρτήσεις ορισμένων εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης. Παράλληλα, γνωρίζοντας πως η απαραίτητη τεχνική στάθμισης προς την προηγούμενη ψήφο, που παραδοσιακά χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, απέτυχε να προβλέψει τις εκλογικές προτιμήσεις το 2015, είναι τουλάχιστον ύποπτο ότι πολλές εταιρίες δεν προχώρησαν σε επανεκτίμηση των στοιχείων ως προς τα οποία πρέπει να σταθμίζεται το δείγμα.

Τέλος, ευθύνη για το «δημοσκοπικό πρόβλημα» έχουν και πολλά ΜΜΕ και δημοσιογράφοι, οι οποίοι στην πραγματικότητα (σκοπίμως ή όχι, λόγω πιέσεων από τα πάνω ή μη) δεν παρουσιάζουν τα πραγματικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων (εύρος τιμών) αλλά στείρα νούμερα, όπως οι δειγματικοί μέσοι, που δίνουν την λεγόμενη «ψαλίδα», αλλά ακόμα χειρότερα και τον αριθμό των κομμάτων που θα περνούσαν το βουλευτικό κατώφλι αλλά και τις έδρες που αυτά θα κέρδιζαν σε μια φανταστική κάλπη. Και φυσικά σε περίπτωση που μια πραγματική εκλογική διαφορά απέχει από τους δειγματικούς μέσους (αν και παρά ταύτα βρίσκεται εντός του επιστημονικά καθορισμένου εύρους τιμών) οι δημοσκοπικές εταιρίες θα στοχοποιηθούν συλλήβδην. Και εκεί ακριβώς έγκειται και η ευθύνη των δημοσιογράφων να παρουσιάζουν με σαφή τρόπο και χωρίς αστερίσκους τα όρια της στατιστικής αλλά και να αναδεικνύουν παράλληλα τα παρεχόμενα κείμενα πολιτικής ανάλυσης που δύνανται να δουν πίσω από τους αριθμούς, ιδίως όταν οι κειμενογράφοι τους έχουν καταφέρει να αφουγκραστούν όλο το προηγούμενο διάστημα με τη χρήση εργαλείων, όπως αυτό της δυνητικής εκλογικής επιρροής (ή φυσικά άλλων άρτιων μεθόδων που υπάρχουν στο χώρο), την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων.

Εν τέλει όμως, οι δημοσκοπικές εταιρίες στη χώρα μας δεν είναι χειρότερες απ’ ότι αλλού, καθώς ούτε έβγαλαν άλλον πρόεδρο, όπως στις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ, ούτε έπεσαν εντελώς έξω, όπως στη Γαλλία το 2017,  σε περιβάλλοντα δηλαδή πολύ λιγότερο ρευστά σε σχέση με το ελληνικό, προσφέροντας έτσι καλύτερες συνθήκες για ασφαλή εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος. Στην πραγματικότητα δηλαδή το ζήτημα της μεθοδολογίας των δημοσκοπήσεων είναι διεθνές φαινόμενο και απασχολεί έντονα την επιστημονική κοινότητα. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή που αφορά τη χώρα μας, έγκειται αφενός στην σχεδόν εκνευριστική εμμονή πολλών δημοσκοπικών εταιριών στην ύποπτη χρήση ελλιπών ή/και άχρηστων επιστημονικά εργαλείων, όπως η παράσταση νίκης, και αφετέρου στην επίσης ύποπτη (αν όχι λόγω άγνοιας) διαστρέβλωση των ευρημάτων, με παρουσίαση δειγματικών μέσων έναντι εύρους τιμών και άλλων εξαιρετικά παρακινδυνευμένων δεικτών, όπως η εκτίμηση του αριθμού των εδρών, ιδίως όταν η αποκάλυψη του τι θα γεννήσει η πραγματική κάλπη απέχει πολύ χρονικά.τι

* Ο Άγγελος Σεριάτος, είναι ερευνητής στον τομέα της Πολιτικής Επικοινωνίας και εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης της εταιρίας δημοσκοπήσεων Prorata

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)