to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Δεν είναι ο Καπιταλισμός των γονιών σου

Το καπιταλιστικό σύστημα, εδώ και καιρό, έχει χάσει την ικανότητά του να υλοποιεί το φαινομενικό ιστορικό συγκριτικό πλεονέκτημά του από το οποίο αντλεί και την νομιμοποίησή του –να οδηγεί στην ασταμάτητη συσσώρευση κεφαλαίου, που δημιουργεί την αυτοσυντηρούμενη οικονομική ανάπτυξη και δίνει τη δυνατότητα για την άνοδο των επιπέδων διαβίωσης


Βρισκόμαστε σε μια βαθιά αντιφατική πολιτική συγκυρία. Είναι η στιγμή με τις καλύτερες προοπτικές για την εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις από τη δεκαετία του 1960, η οποία όμως κρύβει σημαντικούς κινδύνους. Το καπιταλιστικό σύστημα, εδώ και καιρό, έχει χάσει την ικανότητά του να υλοποιεί το φαινομενικό ιστορικό συγκριτικό πλεονέκτημά του από το οποίο αντλεί και την νομιμοποίησή του –να οδηγεί στην ασταμάτητη συσσώρευση κεφαλαίου, που δημιουργεί την αυτοσυντηρούμενη οικονομική ανάπτυξη και δίνει τη δυνατότητα για την άνοδο των επιπέδων διαβίωσης. Αντιδρώντας, οι παγκόσμιες πολιτικές και οικονομικές ελίτ, μικροσκοπικές στο μέγεθος, επικέντρωσαν ξανά τις προσπάθειές τους, στο επίπεδο τόσο των εταιρειών όσο και των κυβερνήσεων, όχι στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη, αλλά στην αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος προς τα πάνω. Έτσι, στο 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ ανήκει το 40% του αμερικανικού πλούτου, ενώ στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ανήκει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, την ίδια στιγμή στο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού ανήκει τόσος πλούτος όσος ανήκει στους οκτώ πλουσιότερους ανθρώπους. Για να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή, οι νεοφιλελεύθερες ελίτ δεν προσπαθούν πια να ευνοούν ή να εξαγοράζουν σημαντικά κομμάτια του πληθυσμού. Αντί γι’ αυτό,  ετοιμάζονται για τα αναμενόμενα ξεσπάσματα της λαϊκής αντίδρασης ενισχύοντας τον μηχανισμό καταστολής –από τη στενή παρακολούθηση του πληθυσμού ως τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας, και την κτηνώδη καταστολή μικρών, μη απειλητικών, εκδηλώσεων αντίστασης.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η σημερινή εργατική τάξη, αν και ορίζεται ασαφώς και έχει πολλές διαστάσεις, πολύ λίγο έλκεται από τη νεοφιλελεύθερη κοσμοθεωρία που καθιστά ομόφωνη και αναμφισβήτητη την ιδεολογία των ελίτ και των ΜΜΕ τους, μια ιδεολογία που, την εργατική τάξη, δεν την ωφελεί σε τίποτα. Αντιθέτως, είναι ανοιχτή σε ένα πλήθος αντιθετικών πολιτικών απόψεων που θα μπορούσαν να την κινητοποιήσουν ενάντια στους νεοφιλελεύθερους, παγκοσμιοποιητικούς της βασανιστές. Αρχίζοντας από τη Μεγάλη Ύφεση το 2007-2009, γίναμε μάρτυρες μιας εντυπωσιακής σειράς μαχητικών, ριζοσπαστικών, πολιτικών εκρήξεων ενάντια στην κατεστημένη τάξη στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου: στην Αραβική Άνοιξη, στις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων στο Ουισκόνσιν, στο Occupy Wall Street, στα κινήματα των πλατειών στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Τουρκία, και στις μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις τον χειμώνα και την άνοιξη του 2016 στη Γαλλία.

Δυστυχώς όμως, μέχρι τώρα, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, δεξιές, εθνικιστικές, λαϊκιστικές δυνάμεις, έχουν καταφέρει να κεφαλαιοποιήσουν πάνω στη βαθιά δυστυχία και δυσαρέσκεια των εργαζομένων, πολύ πιο αποτελεσματικά από τη ριζοσπαστική αριστερά. Τα κατάφεραν προσελκύοντας διάφορους ψηφοφόρους-μέλη της εργατικής τάξης –κυρίως εργαζόμενους σε εργοστάσια και σε ορυχεία που χτυπήθηκαν σκληρά από την οικονομική στασιμότητα, την τεχνολογική εξέλιξη, και την παγκοσμιοποίηση. Αυτούς που κάποτε αποτελούσαν την κύρια κοινωνική βάση των κεντροαριστερών κομμάτων, αλλά αυτά τους αγνοούσαν εδώ και καιρό. Ειδικά μετά τη Μεγάλη Ύφεση που προκάλεσε βουτιά στα λαϊκά επίπεδα διαβίωσης σε σημείο χωρίς προηγούμενο από την εποχή του Κραχ, αυτές οι εθνικιστικές δυνάμεις έχουν εκμεταλλευτεί τα βάσανα πλατιών μαζών του πληθυσμού για να πετύχουν μεγάλες νίκες στις χώρες που πρωτοπορούν στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, τη λιτότητα και την αναδιανομή του εισοδήματος προς τα πάνω –το Brexit στο ΗΒ και φυσικά ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ.

Μέχρι τώρα, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς έχουν επιδείξει στην καλύτερη περίπτωση σύγχυση και στη χειρότερη αδιαφορία, μπροστά στο καθήκον να αντιμετωπιστεί η άκρα δεξιά καθώς προσπαθεί να προσεταιριστεί την οικονομικά καθημαγμένη και βαθιά αποξενωμένη εργατική τάξη. Η υιοθέτηση της πολυπολιτισμικότητας και της κοινωνικής ένταξης από τα νεοφιλελεύθερα κόμματα, σε συνδυασμό με την άρνησή τους να αναγνωρίσουν τόσο την ταξικότητα όσο και την ταξική εκμετάλλευση, έχει αποπροσανατολίσει όχι μόνο πολλούς από τους οπαδούς αυτών των κομμάτων, αλλά και αριστερές δυνάμεις, που δεν ασχολούνται με την καταστροφική μακροχρόνια υποχώρηση των επιπέδων διαβίωσης και κινητικότητας προς τα κάτω για τους εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι έχουν συντριβεί από τη νεοφιλελεύθερη μορφή του καπιταλισμού. Το θέμα είναι αν θα ακολουθήσουν μια αυτοσχέδια, αντι-νεοφιλελεύθερη λαϊκιστική άκρα δεξιά που δεν θα κάνει τίποτα γι’ αυτούς, εκτός κι αν η Αριστερά μπορέσει να προσφέρει μια πιο βιώσιμη εκδοχή αυτού του αγώνα κατά του νεοφιλελευθερισμού.

Δεν υπάρχει λόγος να προβλέψει κανείς ότι στο προσεχές μέλλον, οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ μπορούν να εξασφαλίσουν πολιτική σταθερότητα, αλλά ότι έχουν κάθε λόγο να περιμένουν αντίσταση από πλατιές μάζες του πληθυσμού. Το ερώτημα είναι κατά πόσο μια ριζοσπαστική αριστερά, που βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, έχει αναπτύξει την ικανότητα να ανταποκριθεί τις άμεσες και έμμεσες ανάγκες παρέμβασής της που σίγουρα θα εμφανιστούν στο επόμενο χρονικό διάστημα.

Δεν είναι ο Καπιταλισμός των γονιών σου

Το απαραίτητο σημείο αναφοράς για να αντιληφθεί κανείς τη σημερινή πολιτική κατάσταση είναι η οικονομική πτώση τα τελευταία περίπου σαράντα χρόνια, που σηματοδοτεί την είσοδο σε μια άλλη εποχή. Αυτή η διαδικασία άλλαξε εντελώς την καπιταλιστική τάξη στον κόσμο, σε όλες της τις πολλαπλές μορφές και τομείς, όπως επίσης και τους περιορισμούς κάτω από τους οποίους λειτουργεί, και τις πολιτικοοικονομικές απόψεις που προωθεί. Επέβαλε στους εργαζόμενους, στα μαζικά κινήματα, και στις πολιτικές οργανώσεις στον κόσμο την ανάγκη να ξανασκεφτούν σε βάθος τις στρατηγικές τους για αντίσταση, μια διαδικασία που ουσιαστικά δεν έχει αρχίσει ακόμα.

Από το 1973, οι οικονομίες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών έχουν πολύ φτωχή απόδοση. Η άνοδος του ΑΕΠ, των επενδύσεων, της παραγωγικότητας, των θέσεων εργασίας, των πραγματικών μισθών και της πραγματικής κατανάλωσης έχουν όλα υποστεί μια ιστορική επιβράδυνση, που έχει προχωρήσει χωρίς διακοπή, δεκαετία τη δεκαετία, επιχειρηματικό κύκλο τον επιχειρηματικό κύκλο, ως τα σήμερα. Πηγή αυτής της απώλειας δυναμισμού είναι η μεγάλη πτώση, και η αποτυχία να ανακάμψει, του ποσοστού κέρδους οριζόντια στην οικονομία. Αυτή η διαδικασία έλαβε χώρα από το τέλος της δεκαετίας του 1960 ως τις αρχές του 1980 και οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη συνεχή συσσώρευση πλεονασμάτων στον τομέα της μεταποίησης παγκοσμίως. Αυτή η αυξανόμενη υπερσυσσώρευση ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας οικονομικής ανάπτυξης που διέλυσε αυτό που οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονταν ως παγκόσμιο εμπόριο. Αντί να βαθύνει ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας με βάση το πλαίσιο που είχε περιγράψει ο Σμιθ, με ολοένα μεγαλύτερη εξειδίκευση και συμπληρωματικότητα, οι πιο δυναμικοί νέοι ανταγωνιστές στην παγκόσμια οικονομία έφεραν αυξανόμενες απολύσεις και έντονο ανταγωνισμό.

Οι μεταποιητές στις αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν νέα τεχνολογία, που ως επί το πλείστον δανείστηκαν από τους οικονομικούς ηγέτες, σε συνδυασμό με σχετικά χαμηλούς μισθούς, για να εξάγουν αγαθά που ήδη παράγονταν για την παγκόσμια αγορά, αλλά σε χαμηλότερη τιμή: η Γερμανία και η Ιαπωνία κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, οι άρτι εκβιομηχανισμένες χώρες της Ανατολικής Ασίας και οι τίγρεις της ΝΑ Ασίας κατά τις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990, και τελικά το κινεζικό μεγαθήριο κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 με την καταστροφική «Κινέζικη τιμή». Το αποτέλεσμα ήταν, η πάρα πολύ μεγάλη προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση στη μία βιομηχανία μετά την άλλη, να συμπιέζει προς τα κάτω τις τιμές κι ως εκ τούτου τα ποσοστά κέρδους, σε έναν αέναο κύκλο που τελικά κατάπιε και τις δεσπόζουσες δυνάμεις, και πάνω από όλες την Κίνα.

Η πτώση του ποσοστού κέρδους λόγω της αυξανόμενα πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, έχει φέρει πτώση στα διαθέσιμα πλεονασματικά κεφάλαια των εταιρειών, ενώ χειροτερεύουν και οι επενδυτικές προοπτικές. Το αποτέλεσμα είναι μια ιστορική εξασθένηση της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η μείωση του ποσοστού απόδοσης έχει επίσης προκαλέσει μια συνεχιζόμενη επίθεση στους μισθούς των εργαζομένων, στα επιδόματα, στις συνθήκες εργασίας. Αναδιανέμοντας τα εισοδήματα προς τα πάνω από την εργασία στο κεφάλαιο, η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, έχει επιδοτήσει τα κέρδη και απέτρεψε μια ακόμα μεγαλύτερη πτώση στην κερδοφορία. Αυτός ο συνδυασμός ασθενών επενδύσεων και μειωμένων μισθών έχει επιδεινώσει τη κρίση της συνολικής ζήτησης, που είναι το άμεσο αίτιο της μακράς ύφεσης που επικρέμεται σαν σκοτεινό σύννεφο πάνω από την παγκόσμια οικονομία. Με άλλα λόγια, οι ίδιες οι διαδικασίες με τις οποίες σταθεροποιήθηκε το ποσοστό κέρδους είναι αυτές που αποτρέπουν αυτή την σταθεροποίηση από το να αυξήσει τη ζωτικότητα της οικονομίας.

Η μακροπρόθεσμη εξασθένηση της συνολικής ζήτησης έφερε μια τάση για βαθύτερες και πιο μακρόχρονες κυκλικές επιβραδύνσεις και πιο ρηχές επεκτάσεις, οι οποίες θα πυροδοτούσαν αργότερα ή νωρίτερα υφέσεις ή και κραχ, αν δεν συνέβαινε η ιστορική αύξηση του δανεισμού, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, τον οποίο υποβοήθησαν, άμεσα ή έμμεσα, οι κυβερνήσεις. Η στροφή προς τα Κεϊνσιανά ελλείμματα και στον εύκολο δανεισμό σε μια ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, ήταν λοιπόν ένα νέο και καθοριστικό χαρακτηριστικό της εποχής –μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησαν μια κάποια σταθερότητα, που θα ήταν αδύνατη αν δεν είχαν εφαρμοστεί. Παρ’ όλα αυτά, διαιώνισαν την αδυναμία της οικονομίας, αποτρέποντας παραγωγούς μεγάλου κόστους και μικρού κέρδους να φύγουν από τη μέση και να πάρουν τη θέση τους άλλοι, πιο παραγωγικοί και δυναμικοί. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυξήσεις στις Κεϊνσιανικές επιδοτήσεις στη ζήτηση, απέφεραν ακόμα μικρότερες αυξήσεις στην προσφορά. Η μεγαλύτερη σταθερότητα λοιπόν αγοράστηκε με τίμημα την πτώση στη απόδοση. Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990, αυτή η διαδικασία έφτασε ένα αρχικό σημείο κορύφωσης, με την παγκόσμια οικονομία να αποδίδει χειρότερα από οποιαδήποτε άλλη πενταετία από το 1950. Ο Κεϊνσιανισμός είχε αποτύχει, και το επακόλουθο σύντομο πείραμα, με την αναζωογόνηση της οικονομίας μέσω ισοσκελισμένων προϋπολογισμών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, μόνο χειροτέρεψε την ατονία.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προσπάθησε να κινητοποιήσει την οικονομία στρεφόμενη σε πάρα πολύ χαμηλά επιτόκια για προκειμένου να οδηγήσει ψηλά τις τιμές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων – κεφάλαια και τιμές κατοικιών. Το έκανε για να αυξήσει τον χρηματικό πλούτο των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, όπως και την πιστοληπτική τους ικανότητα ως προς τις τράπεζες, επιτρέποντάς τους να δανειστούν περισσότερο και να ξοδεύουν περισσότερο, με στόχο να φουσκώσουν τη ζήτηση. Αυτή η διαδικασία σε δύο στάδια ενός Κεϊνσιανού μοντέλου αύξησης των τιμών των περιουσιακών στοιχείων ή «οικονομικών της φούσκας», συνεχίστηκε μέχρι που έσκασε η φούσκα των τιμών μετοχών (1995-2000) και μετά των τιμών των κατοικιών (2001-2007). Οι διαδοχικές φούσκες κατέστησαν δυνατές διαδοχικές εξάρσεις –πρώτα σε επενδύσεις μετά σε καταναλωτικές δαπάνες- δημιουργώντας την εντύπωση ότι η οικονομία είχε με κάποιον τρόπο ανακτήσει τη ζωντάνια της.

Αυτή η εντύπωση ήταν ακόμα πιο ζωηρή στον αναπτυσσόμενο κόσμο, που βίωσε μια χωρίς προηγούμενο, αν και σύντομη, επιτάχυνση οικονομικής μεγέθυνσης, οδηγημένης κυρίως από την άνοδο της Κίνας στη θέση του εργοστάσιου του κόσμου. Η Κίνα στήριξε την άνοδό της κυρίως στις τεράστιες εξαγωγές της στις ΗΠΑ, οι οποίες με τη σειρά τους οφείλονταν σε μια υπερκατανάλωση φουσκωμένη από δάνεια. Η εκρηκτική αύξηση των κινεζικών εξαγωγών οδήγησε με τη σειρά της σε μαζικές εισαγωγές πρώτων υλών και ημι-κατεργασμένων προϊόντων εκ μέρους της Κίνας, από χώρες όπως η Βραζιλία, η Νότια Αφρική -και άλλα μέρη της Αφρικής-, όπως και από την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία. Ακόμα και οικονομολόγοι από την κατά τα άλλα συντηρητική Τράπεζα των Διεθνών Διακανονισμών συμπέραναν, αν και με κάποια επιφύλαξη, ότι οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, ίσως για πρώτη φορά να κλείνουν το χάσμα ανάμεσα σε αυτές και στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες που άνοιγε εδώ και μισή χιλιετία. Την ίδια στιγμή, η μεγάλη μεγέθυνση της Κινεζικής βιομηχανικής εργατικής τάξης έδειχνε να αντισταθμίζει τη συρρίκνωση της εργατικής τάξης στον Βορρά, και η ιλιγγιώδης αύξηση των απεργιών έδειχνε να καταδεικνύει μια παγκόσμια μεταφορά της πρωταρχικής ταξικής πάλης στην Κίνα.

Όλα αυτά ήταν όμως, ως επί το πλείστον, μια ψευδαίσθηση. Οι διαδοχικές οικονομικές επεκτάσεις που βασίζονταν σε φούσκες, απέτυχαν να φέρουν αυξήσεις σε έσοδα και εισοδήματα (κέρδη ή μισθούς) που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις αντίστοιχες αυξήσεις-ρεκόρ στις τιμές των μετοχών και των ακινήτων. Όταν λοιπόν η φούσκα στις τιμές των ακινήτων έσκασε, το 2006 και το 2007, ο πλούτος των νοικοκυριών εξατμίστηκε, οι νέοι δανεισμοί αντικαταστάθηκαν από αυξανόμενα χρέη και πληρωμές, και η κατανάλωση κατέρρευσε. Η συνολική ζήτηση κλονίστηκε, βυθίζοντας την αμερικανική οικονομία –και μια παγκόσμια οικονομία άρρηκτα εξαρτημένη από την αμερικανική- σε Μεγάλη Ύφεση. Η χειρότερη βουτιά από τη δεκαετία του 1930 χειροτέρεψε την καθοδική τροχιά του καπιταλιστικού πυρήνα που είχε ξεκινήσει το 1973 και υποχρέωσε τις αναπτυσσόμενες οικονομίες σε ένα τεράστιο πισωγύρισμα, αφήνοντάς τες σε ένα μέλλον αβέβαιο.

Η ανάκαμψη που επήλθε, κατ’ όνομα μόνο, ήταν μακράν η πιο αδύναμη από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του Μεσοπολέμου. Κατά τη διάρκεια του αμερικανικού οικονομικού κύκλου που άρχισε το 2008, οι μέσες ετήσιες αυξήσεις του ΑΕΠ, επενδύσεων κεφαλαίου και παραγωγικότητας, ήταν μισές σε μέγεθος σε σχέση με τις μέσες αυξήσεις της μακράς καθοδικής περιόδου από το 1973 ως το 2007, και λιγότερο από ένα τέταρτο των μέσων αυξήσεων της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης ανάμεσα στο 1948 και στο 1973. Η αύξηση των θέσεων εργασίας κατά την ίδια περίοδο μείωσε τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό ως ποσοστό επί του ενεργού πληθυσμού από τα 18 ως τα 65 στο 59%, πολύ χαμηλότερα από το 63% του 2007 ή το μέσο 61,7% μεταξύ 1990 και 2007. Το δε πραγματικό διάμεσο εισόδημα των νοικοκυριών δεν έχει ακόμα επιστρέψει στο επίπεδο του 2007, που κι αυτό ήταν αισθητά χαμηλότερο από τα υψηλά του 1999 και του 2000. Το 95% των νοικοκυριών έχουν ακόμα μικρότερα εισοδήματα από αυτά του 2007.

Ο Καπιταλισμός στα υψηλά της μεταπολεμικής μεγάλης ακμής, στα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, υποσχόταν ένα μέλλον αυξανόμενης ευημερίας για όλο και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού βρισκόταν ακόμα εν πολλοίς αποκλεισμένο από τα οφέλη του συστήματος, περιλαμβανομένων των αφροαμερικανών αλλά και άλλων μειονοτήτων στις ΗΠΑ, μαζί με τους περισσότερους από τους πολίτες στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Λίγοι όμως, ακόμα και ανάμεσα στους πιο ριζοσπαστικούς κριτικούς του Μαρξισμού, μπορούσαν να πείσουν τους εαυτούς τους να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της κατάργησης του καπιταλισμού εξαιτίας της ανικανότητάς του να εγγυηθεί αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη και αυξανόμενα επίπεδα διαβίωσης. Για να στηρίξουν την κριτική τους, έπρεπε να καταφύγουν στην αποξένωση που βρίσκεται στον πυρήνα του καπιταλισμού, μαζί με δευτερεύοντα χαρακτηριστικά όπως ο καταναλωτισμός, η προαστιοποίηση, η καταπιεστική ανοχή.

Σήμερα, όλα αυτά έχουν αποδειχτεί χιμαιρικά. Μετά από τέσσερις δεκαετίες συνεχούς οικονομικής παρακμής και επιπέδων διαβίωσης που φθίνουν, οι υποσχέσεις της Χρυσής Εποχής του καπιταλισμού έχουν διασυρθεί βίαια. Το αίτημα για την κατάργηση του καπιταλισμού που εδώ και όχι και τόσο πολύ καιρό απορριπτόταν ως μη ρεαλιστικό και ουτοπικό, θα πρέπει σήμερα να είναι η αφετηρία για κάθε ρεαλιστική Αριστερά. Επανασύλληψη του σοσιαλιστικού στόχου σε μορφή που να μιλάει στη σημερινή αναμορφωμένη κοινωνική οικονομία και εμπλουτισμένες τεχνολογικές δυνατότητες θα πρέπει να είναι η ψηλότερη προοπτική.

Τι είναι ο Νεοφιλελευθερισμός;

Η ανικανότητα του καπιταλιστικού συστήματος να δώσει κάτι παραπάνω από ψήγματα από την αυξανόμενη πίτα ώθησε σχεδόν όλους τους οικονομικούς και πολιτικούς ηγεμόνες (το εισοδηματικά ανώτερο 1% και πάνω) και τα παράσιτά τους (μια περιφέρεια που φτάνει το πολύ το 10%) να ακολουθήσουν τη ριζοσπαστική πολιτική παρέκκλιση που σήμερα είναι γνωστή ως νεοφιλελευθερισμός. Στην αρχή της δεκαετίας του 1970, οι αμερικανικές επιχειρήσεις και το κράτος εξαπέλυσαν μια μαζική αντεπίθεση με σκοπό να αναζωογονήσουν την οικονομία βοηθώντας τη ζήτηση Κεϊνσιανικά με βάση το Κεϊνσιανό μοντέλο, κόβοντας κόστη για να επαναφέρουν την ανταγωνιστικότητα στη μεταποίηση. Αυτό όμως χειροτέρεψε τα διαρθρωτικά πλεονάσματα που είχαν περιορίσει την κερδοφορία αρχικά. Τα επόμενα χρόνια, η βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα, σε σχέση με το κόστος, των παραγωγών από την ανατολική Ασία, τους επέτρεψε να αποσπάσουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο από την παγκόσμια αγορά της μεταποίησης, γεγονός που μείωσε κάθετα τις ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις στις ΗΠΑ, εκτός από τα κορυφαία προϊόντα. Η τάση αυτή αυξήθηκε από την άνοδο των παγκόσμιων εκπτωτικών αλυσίδων που έσπασαν τη βιομηχανική παραγωγή στα εξ ων συνετέθη, και τη διέσπειρε σε τόπους που μπορούσε να γίνει φτηνότερα.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι καπιταλιστικές τάξεις και οι κυβερνήσεις τους, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και γενικότερα, έχουν ως επί το πλείστον σταματήσει να προσπαθούν να τονώσουν ένα νέο κύμα επενδύσεων και ανάπτυξης, μέσω Κεϊνσιανικών ελλειμμάτων, στρατηγικών πολιτικών, ή ανακατασκευής υποδομών όπως για παράδειγμα σχολεία, νοσοκομεία, ή γέφυρες. Δεν πιστεύουν πια στην πιθανότητα να αναβιώσει η κερδοφόρα παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα, με κανένα τρόπο. Αντί γι’ αυτό, στράφηκαν σε ένα μεγάλης εμβέλειας πρόγραμμα αναδιανομής προς τα πάνω με πολιτική βάση, με την κάλυψη χρηματοπιστωτικών και μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών και των κυβερνήσεων. Πέτυχαν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα που τους επέτρεψε τις τελευταίες δεκαετίες να ιδιοποιηθούν το συντριπτικό μερίδιο των αυξήσεων στα ετήσια εισοδήματα που παράγει η οικονομία, ενώ οικειοποιούνται όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του ήδη υπάρχοντος πλούτου που ανήκει στην εργατική τάξη.

Αναλύοντας εκ των υστέρων, η μετάβαση στο νεοφιλελευθερισμό είχε δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά –η λιτότητα είναι το ένα και η αναδιανομή προς τα πάνω είναι το άλλο. Η ουσία της νεοφιλελεύθερης λιτότητας είναι να επιτρέψει την είσοδο στην αγορά σε κάθε οικονομικό φορέα και να του τον υποβάλλει στο σκοτσέζικο ντους του αχαλίνωτου ανταγωνισμού, επιβάλλοντας την επιβίωση του δυνατότερου ως βασική αξία, με προσχηματικό όφελος τις χαμηλότερες τιμές για τα προϊόντα, και πάνω από όλα για το εργατικό δυναμικό. Η αγοραιοποίηση έχει αποδυναμώσει, αν δεν έχει εκμηδενίσει, όλες τις δικλείδες ασφαλείας από τις παρενέργειες του ανταγωνισμού, όπως τα συνδικάτα, το κράτος πρόνοιας, τα εργασιακά δικαιώματα, και την προστασία των καταναλωτών. Έχει επίσης επιφέρει χαμηλότερα εμπόδια στο διεθνές εμπόριο και στις επενδύσεις όπως και την de facto κατάργηση αντιμονοπωλιακών νόμων, για να μην αναφέρω τις κυβερνητικές μακροοικονομικές πολιτικές που επιτρέπουν τον πληθωρισμό.

Ο νεοφιλελευθερισμός έχει επίσης απαιτήσει την αύξηση του αριθμού και της ποιότητας των παικτών σε κάθε αγορά. Αυτό σημαίνει πρόσβαση σε όσους προηγουμένως ήταν αποκλεισμένοι λόγω της γεωγραφικής ή εθνικής τους θέσης (παγκοσμιοποίηση). Σημαίνει επίσης πρόσβαση σε όσους είχαν αποκλειστεί λόγω φυλής, εθνικής ταυτότητας, φύλου, ώστε να αντιπροσωπεύεται κάθε ομάδα σε όλα τα εισοδηματικά επίπεδα και επαγγέλματα, αναλογικά προς τον πληθυσμό (πολυπολιτισμικότητα). Η εμπορευματοποίηση στο μεταξύ επέστρεψε στον ιδιωτικό τομέα δραστηριότητες που από καιρό είχε αναλάβει το κράτος, όπως η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η εκπαίδευση και οι υποδομές.

Οι διαφημιστές του νεοφιλελευθερισμού αρέσκονται να μιλάνε για αυξανόμενη ελευθερία και την προώθηση των ίσων ευκαιριών για όλους. Θέλουν να εξισώσουν νομικά τη θέση των παικτών στην αγορά, χωρίς να αναφέρονται στην εξίσωση των αρχικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν (δε θα είχε νόημα προφανώς). Το ποιοι θα ήταν οι ωφελούμενοι της αυξημένης ελευθερίας ήταν λοιπόν προβλέψιμο. Αυτοί που μπαίνουν στην αγορά κατέχοντας τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή κεφάλαιο (μέσα παραγωγής), τεχνολογική ικανότητα, δυνατότητα για καινοτομία, γνώση, απέσπασαν όλο και περισσότερο εισόδημα. Για να το πούμε διαφορετικά, όλο και περισσότερο εισόδημα και πλούτος πηγαίνουν στις οικονομικές δραστηριότητες στις οποίες είναι πιο εύκολο να μπει κανείς, όπου ο ανταγωνισμός είναι λιγότερο έντονος εξαιτίας των επιπέδων της δυνατότητας για καινοτομία, τεχνολογία, μέσα παραγωγής, και ανθρώπινου κεφαλαίου που απαιτούνται. Ολιγοπώλια όπως οι Apple, Facebook, Google, Microsoft, είναι εμβληματικά από αυτή την άποψη. Αντίστοιχα, όλο και λιγότερο εισόδημα και πλούτος πάνε σε δραστηριότητες στις οποίες είναι εύκολο να μπει κανείς, και λιγότερο από όλα στο ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Ενώ η νεοφιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα ζητάει θεωρητικά την ίση εκπροσώπηση μαύρων, ισπανόφωνων και γυναικών, το γεγονός ότι τα μέλη αυτών των ομάδων τείνουν να εισέρχονται στην αγορά με τα χαμηλότερα επίπεδα κεφαλαίου, εκπαίδευσης, προσόντων, και δυνατότητας να καινοτομήσουν, τους εξασφαλίζει το αντίθετο.

Η δεύτερη πλευρά του νεοφιλελευθερισμού ήταν μάλλον ακόμα πιο σημαντική. Όμως οι φιλοκαπιταλιστές διαφημιστές έχουν «παραλείψει» να διαφημίσουν την επιδραστικότητα που ασκεί προκειμένου να επιφέρει την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου προς τα πάνω, αφού κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στις υποτιθέμενες νεοφιλελεύθερες και καπιταλιστικές αξίες. Αυτό έχει συμβεί μέσω της απόδοσης, εκ μέρους των κυβερνήσεων και των εταιρειών, αποκλειστικής πρόσβασης σε πολιτικά δημιουργημένες ευκαιρίες που αποφέρουν τεράστιες ποσότητες χρήματος σε ένα μικροσκοπικό αριθμό ευνοημένων ατόμων. Αυτοί που ωφελούνται περισσότερο είναι οι σύμμαχοι, αρχηγοί των κομμάτων και κορυφαίοι μάνατζερ εταιρειών, που είναι βασικοί υπεύθυνοι για την εγκατάσταση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας στον καπιταλιστικό κόσμο, απαλλάσσοντάς τους από τη μπελαλίδικη και αβέβαιη διαδικασία να παράγουν για να αποκομίσουν κέρδος σε ανταγωνιστικές αγορές ή να επενδύουν με μεγάλο ρίσκο στις χρηματαγορές.

Κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, οι μηχανισμοί πολιτικά κατεστημένης κλοπής έχουν περιλάβει: τεράστιες φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους και τις εταιρείες, διευκόλυνση των πλουσίων για επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα με πολύ υψηλά επιτόκια, ιδιωτικοποίηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων σε πολύ χαμηλές τιμές, πληρωμή εξωφρενικά υψηλών μισθών σε διευθύνοντες συμβούλους εταιρειών, οι κεντρικές τράπεζες πιέζουν συμπιέζουν τα επιτόκια προκειμένου να ανεβάσουν την αξία μετοχών και ομολόγων που ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά σε πλούσιους. Ίσως οι πιο προκλητικές κλοπές κατόπιν πολιτικής πρωτοβουλίας, έγιναν μέσω της ανόδου του χρηματοπιστωτικού κλάδου, όπου ιδιωτικοποιήσεις κερδών που προκαλούν ίλιγγο έγιναν δυνατές για μια μικροσκοπική μερίδα κορυφαίων μάνατζερ επειδή κυβερνήσεις κοινωνικοποίησαν ζημιές τρισεκατομμυρίων.

Η απολύτως πολιτική φύση της εξουσίας και των προνομίων που δόθηκαν σε μάνατζερ εταιρειών και στους πολιτικούς τους συμμάχους στον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, γίνεται σαφέστερη από αυτό που θα μπορούσε να ειδωθεί ως reductio ad absurdum της όλης διαδικασίας την πολιτικά υποκινούμενη αναστολή των δικαστικών διώξεων των πολύ πλουσίων του χρηματοοικονομικού κλάδου. Η αμερικανική κυβέρνηση (και άλλες) ανέχεται όλο και περισσότερο την ανοιχτή εγκληματικότητα των τραπεζών, όπως δείχνει ο ολοένα μειούμενος αριθμός συλλήψεων σε σχέση με το μέγεθος των κλοπιμαίων που οικειοποιούνται. Τα μεγάλα τραπεζικά σκάνδαλα των τελών της δεκαετίας του ’80 και των αρχών της δεκαετίας του ’90, έφεραν εκατοντάδες συλλήψεις μικροαπατεώνων, που είχαν κλέψει ποσά που σήμερα μας φαίνονται ψίχουλα. Στη συνέχεια, έγιναν γύρω στις 20 συλλήψεις πολύ πιο εντυπωσιακών εγκληματιών, μάνατζερ-επιχειρηματιών, που έκλεψαν εκατοντάδες εκατομμύρια από τεχνολογικούς γίγαντες όπως η Enron, η WorldCom και η Global Crossing στα σκάνδαλα της Νέας Οικονομίας των τελών της δεκαετίας του ’90 και των αρχών της δεκαετίας του 2000. Μηδέν είναι οι συλλήψεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα για τους κορυφαίους τραπεζίτες των μεγαλύτερων διεθνών τραπεζών, που σχεδίασαν και κέρδισαν από τη ληστεία που έφερε στα ιδρύματά τους περισσότερα από εκατό δισεκατομμύρια δολάρια μέσα από το LIBOR, την ανταλλαγή συναλλάγματος, τα ξεπλύματα ναρκοδολαρίων βαρόνων ναρκωτικών, σκάνδαλα της τελευταίας δεκαετίας. Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι αυτοί οι πολύ πλούσιοι λειτουργούν πάνω από το νόμο, και η κυβέρνηση Ομπάμα το αναγνώρισε αυτό σαφώς, με δηλώσεις όπως του πρώην γενικού εισαγγελέα Έρικ Χόλντερ και του Λάνι Μπρούερ, τότε επικεφαλής του τομέα δίωξης εγκλήματος του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Μια παράλληλη διαδικασία, ολοένα αυξανόμενης διαφθοράς και αποδοχής της, μπορεί να καταγραφεί για πολλούς από τους πολιτικούς παγκοσμίως, αποκαλύπτοντας τη στενή σχέση ανάμεσα στο ύψος του εισοδήματος ή της δωροληψίας, το μέγεθος της ισχύος και του πρεστίζ του πολιτικού, και του βαθμού λατρείας του από τα ΜΜΕ. Η λίστα θα περιείχε όχι μόνο γνωστούς όπως τους Κλίντον, τους Μπλερ, και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αλλά και πιο παραδοσιακούς Ευρωπαίους ομολόγους τους όπως ο Χέλμουτ Κολ και ο Γκέρχαρτ Σρέντερ στη Γερμανία, ο Ζακ Σιράκ και ο Νικολά Σαρκοζί στη Γαλλία, των οποίων οι θητείες περιλάμβαναν μυστικά μαύρα ταμεία, κατάχρηση δημοσίου χρήματος, και επικερδείς συμφωνίες με υψηλούς φίλους. Αυτά τα σκανδαλώδη πρόσωπα αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, κι έχουν εισπράξει ξανά και ξανά όλο και πιο ηχηρές επιδοκιμασίες από ένα μικρό αριθμό γιγαντιαίων ομίλων ΜΜΕ –των συνεργών τους, των οποίων τα ολιγοπώλια ανέθρεψαν. Όσο εξωφρενικό κι αν ήταν το θράσος της Χίλαρι Κλίντον που πήρε 21,5 εκατομμύρια δολάρια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Γουόλ Στριτ για 92 ομιλίες που έδωσε μέσα σε δύο χρόνια, από το 2013 ως το 2015, ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν το γλείψιμο με το οποίο χειρίστηκαν αυτή την αποκάλυψη τα διεφθαρμένα ΜΜΕ. Μόνο η άβολη εμφάνιση του Μπέρνι Σάντερς στη σκηνή χάλασε το πανηγύρι.

Οι Ρεπουμπλικάνοι και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν είχαν πρωτοπορήσει εισάγοντας το νεοφιλελευθερισμό το 1980 και το 1981. Έφεραν ξαφνικά, με την πλήρη αποδοχή των Δημοκρατικών, με πολιτικά μέσα που χαρακτήρισαν το νέο καθεστώς, μέτρα που διένειμαν ευθέως εισόδημα στους επικεφαλής των εταιρειών και στους πλούσιους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι εγκαινίασαν την ιστορική μετάβαση της διανομής εισοδήματος προς το 1% που συνεχίζεται ως τα σήμερα. Το πρόβλημα για τους Ρεπουμπλικάνους ήταν ότι αφού οι αποδέκτες αυτής της γενναιοδωρίας ήταν τόσο λίγοι, οι πολιτικές τους δεν απέφεραν πολλά στους λευκούς εργαζόμενους τους οποίους προσπαθούσαν να προσελκύσουν: εργαζόμενοι που, όχι τυχαία, υπέφεραν τις μεγαλύτερες μειώσεις στο επίπεδο διαβίωσής τους από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, χάρη στην αύξηση των συνταξιοδοτικών εισφορών και τη μείωση των δημόσιων υπηρεσιών, τη μείωση των μισθών και την αύξηση της ανεργίας. Η λύση που σκέφτηκαν οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν -πολύ επιφανειακή φαινομενικά- να ενισχύσουν την, υποτίθεται κρυφή αν και ηλίου φαεινότερη, ρατσιστική δέσμευσή τους να ευνοήσουν τους λευκούς, τη σιωπηλή πλειοψηφία, έναντι των μαύρων, στρεφόμενοι στα «κοινωνικά ζητήματα»: από στο έγκλημα, στην αντίθεση στα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και στην έκτρωση κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά η επιδίωξη των Ρεπουμπλικάνων να συμπεριφερθεί πολιτικά η εκλογική τους βάση ενάντια στο υλικό της συμφέρον δεν ήταν μια σίγουρη λύση.

Ο Μπιλ Κλίντον πήρε τη σκυτάλη του νεοφιλελευθερισμού από τους Ρεπουμπλικάνους και εδραίωσε το σχέδιο που είχαν αρχίσει, μια απαραίτητη στροφή για τους Δημοκρατικούς αν ήθελαν να συνεχίσουν να ανταγωνίζονται με επιτυχία στο πεδίο των κομματικών εισφορών. Πιο συγκεκριμένα, ο Κλίντον πήρε με το μέρος του μια εντυπωσιακή φάλαγγα κορυφαίων τραπεζιτών, ψηφίζοντας μια σειρά από νόμους που ευνοούσαν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και θα διαμόρφωναν την οικονομία για την επόμενη δεκαετία και πιο πέρα. Αυτή η στροφή όμως των Δημοκρατικών προς τη Γουόλ Στριτ άφησε ξεκρέμαστη την εργατική τάξη και τους μαύρους που ακολουθούσαν τους Δημοκρατικούς. Σε μια προσπάθεια αντισταθμίσματος και αποπροσνατολισμού, οι δημοκρατικοί στράφηκαν στη διάδοση της πολυπολιτισμικότητας, ελπίζοντας να προσελκύσουν και να καλοπιάσουν μια ολοένα αυξανόμενη βάση υποστηρικτών σε ψηλότερη εισοδηματική κλίμακα. Όπως όμως και με τους Ρεπουμπλικάνους, η στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό άφησε πίσω τους παραδοσιακούς υποστηρικτές τους που προέρχονταν από χαμηλότερες τάξεις, μια προβληματική στρατηγική μεσομακροπρόθεσμα.

Το αποτέλεσμα που φάνηκε γρήγορα ήταν ότι οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι, δίδυμοι αδερφοί, άρχισαν να μοιάζουν όλο και περισσότερο ταξικά. Πιο συγκεκριμένα, οι Δημοκρατικοί έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τους πλούσιους ουσιαστικά στο ίδιο σημείο με τους Ρεπουμπλικάνους. Αυτό που τους διαφοροποιούσε ήταν πολιτικο-πολιτισμικοί προσδιορισμοί: πολυπολιτισμικότητα για τους Δημοκρατικούς και «κοινωνικά θέματα» για τους Ρεπουμπλικάνους. Τα πολιτικά κόμματα που εξυπηρετούν στο πεδίο των υλικών μόνο τους πλούσιους δε θα μπορούσαν να έχουν σταθερές πολιτικές θέσεις. Από αυτή, όπως και από πολλές άλλες απόψεις, δώδεκα χρόνια οικονομικά της φούσκας πρόσφεραν μια προσωρινή απόδραση από την πραγματικότητα, επιτρέποντας στα δύο κόμματα να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα να μιλούν για τα υλικά συμφέροντα των πολύ μεγάλων ομάδων ψηφοφόρων των χαμηλών τάξεων που ήταν πολύ σημαντικές και για τα δύο. Δε θα μπορούσαν να το αναβάλουν για πολύ πάντως.

Για την ώρα, η στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό ήταν μια πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία για τη μικροσκοπική ελίτ των εταιρειών και της πολιτικής που απολάμβαναν την κορυφή της κλίμακας των εισοδημάτων και του πλούτου. Έφερε, ιδιαίτερα μέσα από τις διάφορες μορφές πολιτικά θεσμοθετημένης λεηλασίας, μια άλλως αδιανόητη –και ιστορική- αναδιανομή εισοδήματος προς τα πάνω στο κορυφαίο 1%, από το 10% του 1980, στο 23,5% το 2007, ποσοστό που είχαν φτάσει μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1920 στις παραμονές του χρηματιστηριακού κραχ. Το κορυφαίο 1% ενθυλάκωσε 95% της ολικής αύξησης εισοδήματος, από τη Μεγάλη Ύφεση ως το 2013. Από την άλλη, οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων, που είναι το 80%, δεν αυξήθηκαν από το 1972 ως το 2012 (πέφτοντας στην πραγματικότητα σχεδόν 10%). Αυτό σήμαινε ότι η αμερικανική εργατική τάξη δεν μπόρεσε να πάρει αύξηση στο βασικό μισθό για 40 χρόνια.

Από τη συναίνεση στον εξαναγκασμό: Η κρίση νομιμοποίησης

Με την αποτυχία τους να προκαλέσουν ανάπτυξη, την επιβολή ακόμα πιο ακραίας λιτότητας στους εργαζόμενους, και την εξόφθαλμη ληστεία του υποβιβασμένου 90% προς όφελος του κορυφαίου 1%, οι νεοφιλελεύθερες ελίτ έχουν εν πολλοίς παραιτηθεί από την πολιτική νομιμοποίηση που απολάμβανε η καπιταλιστική εξουσιαστική τάξη της προηγούμενης εποχής, που κέρδισε την αρχηγική της θέση συσσωρεύοντας κεφάλαιο και προκαλώντας ανάπτυξη, φέρνοντας γρήγορη αύξηση στις θέσεις εργασίας και στους πραγματικούς μισθούς. Με την πολιτικοϊδεολογική τους ηγεμονία εν αμφιβόλω, τα σημερινά επίσημα κόμματα εξουσίας, από τα δεξιά προς τα αριστερά, έχουν αρχίσει τις προετοιμασίες ώστε να χρησιμοποιήσουν απάτη και ισχύ σε περίπτωση που θα συναντήσουν αντίσταση. Θα πρέπει να αποφεύγει κανείς να υπερβάλλει ως προς τον βαθμό που αυτή η τάση προς την καταπίεση έχει ήδη πραγματοποιηθεί στον καπιταλιστικό πυρήνα, όπου οι βασικές ελευθερίες είναι ακόμα βασικά άθικτες (αν και ήταν πάντα περιορισμένες, στην καλύτερη περίπτωση, για τους αφροαμερικάνους). Για την ώρα, είχε πάντα να κάνει με το να εντοπίζονται και να παρακολουθούνται πιθανοί αντιδραστικοί. Αυτό έδειξε το πρόγραμμα της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως το αποκάλυψε ο Έντουαρντ Σνόουντεν, να παρακολουθεί ουσιαστικά όλο τον πληθυσμό, να εκφοβίζει, ενώ ετοιμάζεται να καταπιέσει, ριζοσπαστικούς ακτιβιστές, όπως με τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας σε όλο τον κόσμο, και με τη χρήση της πολιτικής καταπίεσης για να καταστείλει μαχητικά κινήματα αντίστασης, όπως η διάλυση του Occupy.

Γεγονός παραμένει ότι είμαστε ήδη μάρτυρες σημαντικών επεισοδίων πολύ πιο σοβαρής καταπίεσης, που περιλαμβάνουν επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αναστολή ελευθεριών, και τη διάλυση της επίσημης δημοκρατίας. Αυτά έχουν εμφανιστεί κυρίως στην περιφέρεια –όπως για παράδειγμα η καταστάση έκτακτης ανάγκης που συνοδεύει πολιτικο-στρατιωτικά πραξικοπήματα στην Αίγυπτο και στην Τουρκία (αν και η Γαλλία παραμένει επίσης σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης αρκετό χρόνο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι). Όμως, οι μεγάλης κλίμακας εκρήξεις αντίστασης από τα κάτω, δε διασάλευσαν μόνο τη δημόσια τάξη, αλλά απείλησαν να αποσπάσουν μεγάλα κέρδη από τις εταιρείες, ο πυρήνας της κοινωνίας είχε επηρεαστεί πολύ από την πολιτική καταπίεση. Κατά το πρώτο μισό του 2016, η κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ δεν μπόρεσε να περάσει ένα νέο νόμο που θα απορρύθμιζε τη Γαλλική αγορά εργασίας, γιατί βρήκε απέναντί του ένα μαχητικό, μαζικό κίνημα που έφερε μαζί ομάδες εργαζομένων, μαθητών, και νεολαία της μεσαίας τάξης που συμμάχησαν, ένα κίνημα που απολάμβανε υποστήριξη από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Όμως ο Ολάντ προχώρησε στην ψήφιση του νόμου εντελώς αντιδημοκρατικά, χρησιμοποιώντας μια πρόβλεψη του συντάγματος που υπήρχε ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις. Σε μια άλλη περίπτωση, η Γερμανία και οι συνεργαζόμενες με αυτήν χώρες της βόρειας Ευρώπης επέβαλαν στον Ελληνικό πληθυσμό μαζικά βασανιστήρια, ακραία μέτρα λιτότητας με σαφή στόχο να φέρουν τη φτωχοποίηση και να επιδείξουν σε ποιο σημείο τα εν λόγω κράτη θα φτάσουν για να τσακίσουν την αντίσταση και να δώσουν ένα παράδειγμα σε όσους αντιστέκονται. Θα ήταν ανόητο να πιστέψει κανείς ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί αυτό αλλού στον πυρήνα του καπιταλισμού.

Η κατάρρευση της Σοσιαλδημοκρατίας στον Νεοφιλελευθερισμό.

Τα σοσιαλδημοκρατικά και τα αριστερά φιλελεύθερα κόμματα γνώρισαν μεγάλη αποδοχή κατά τη διάρκεια της μακράς μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης στον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, οι δυνατότητές τους, ακόμα και τότε, περιορίζονταν σημαντικά από τις πολιτικές προτεραιότητες των στελεχών του κόμματος και των επί κεφαλής των συνδικάτων που ηγούνταν μεγάλων μηχανισμών καλοπληρωμένων στελεχών. Οι τελευταίοι θεωρούσαν ως θεμελιώδες τους συμφέρον το να στηρίζουν τα κόμματα και τα συνδικάτα που τους στήριζαν υλικά –που πλήρωναν τους μισθούς τους, είχαν τις καριέρες τους, και είχαν τη ζωή τους εκεί. Η βασική τους δέσμευση για την προστασία των οργανισμών τους από απειλές, και από πάνω και από κάτω, τους οδήγησε να υιοθετήσουν μια πολιτική στρατηγική που προσπαθούσε να αυξάνει τους μισθούς, τα επιδόματα και την κοινωνική πρόνοια σταδιακά, για να μπορούν να εξυπηρετήσουν τις οικονομικές και πολιτικές ανάγκες του κεφαλαίου ενώ ικανοποιούσαν οριακά τα μέλη τους. Αυτό σήμαινε να έχουν προτεραιότητα τα καπιταλιστικά κέρδη, ως προϋπόθεση για την κεφαλαιακή συσσώρευση και την ανάπτυξη της εργασίας και των μισθών, ενώ αποφεύγονταν με κάθε κόστος ευθείες συγκρούσεις με τους εργοδότες και το κράτος. Αυτές οι συγκρούσεις μπορούσαν εύκολα να θέσουν σε κίνδυνο το κόμμα τους και τα συνδικάτα τους. Αυτή η στρατηγική προϋπέθετε, από την άποψη της τακτικής, συλλογικές διαπραγματεύσεις ελεγχόμενες από το κράτος, κορπορατιστικές μορφές κρατικών ρυθμίσεων για σχέσεις ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργαζόμενους, και εκλογές, που συμπλήρωναν από καιρού εις καιρό περιορισμένες απεργιακές κινητοποιήσεις- αντί για όλο και ευρύτερες μορφές κινητοποίησης από τα σωματεία και τα μέλη του κόμματος. Η εξάρτηση από αυτές τις μεθόδους είναι αυτό που χαρακτηρίζει τους σοσιαλδημοκράτες και τους συνδικαλιστές ρεφορμιστές, και όχι ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις, που απασχολεί όλους τους οργανισμούς που θεωρούν ότι αντιπροσωπεύουν εργαζομένους.

Αυτή η στρατηγική λειτουργούσε αρκετά καλά κατά τη μακρά περίοδο ανάπτυξης, όταν τα υψηλά κέρδη και η γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίου επέτρεπε στις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις και στα σωματεία, να εξασφαλίσουν υλικά οφέλη για τα μέλη τους και τους πολίτες γενικότερα. Όταν όμως η κερδοφορία άρχισε να πέφτει από τα μέσα του 1960 ως τα μέσα του 1970, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες και τα στελέχη των συνδικάτων σταδιακά αφοπλίστηκαν. Αρχικά υποχρέωσαν τα μέλη τους να δεχτούν περιορισμούς σε μισθούς και επιδόματα, και να συγκρατήσουν τους αγώνες τους για την υπεράσπιση του Κράτους Πρόνοιας, ελπίζοντας ότι αυτό θα επέτρεπε στους εργοδότες τους να αποκαταστήσουν τα ποσοστά κέρδους τους, να αποκαταστήσουν τα προηγούμενα επίπεδα επένδυσης και ανάπτυξης, έτσι ώστε να επαναποδίδουν σταθερές βελτιώσεις στα επίπεδα διαβίωσης. Καθώς όμως γινόταν όλο και πιο σαφές ότι οι παραχωρήσεις δεν ωθούσαν τους εργοδότες να αυξήσουν τα ποσοστά συσσώρευσης κεφαλαίου, ότι η οικονομία θα συνέχιζε να είναι στάσιμη κι ότι η λιτότητα θα ήταν μόνιμη, οι ηγεσίες των κομμάτων μαζί με τους συνδικαλιστές βρέθηκαν περιθωριοποιημένοι, περιμένοντας η οικονομία να ανακτήσει το δυναμισμό της.

Όταν οι άρχουσες τάξεις παντού αγκάλιασαν το νεοφιλελευθερισμό, οι σοσιαλδημοκράτες και οι σύμμαχοί τους συνδικαλιστές δεν είχαν επιλογές. Έχοντας από καιρό εγκαταλείψει τη μαχητική ταξική πάλη, δεν είχαν άλλο τρόπο να κερδίσουν οικονομικά ανταλλάγματα για τους υποστηρικτές τους. Η ακραία πολιτική θέση που υιοθέτησαν τα μεγάλα καπιταλιστικά κόμματα τους πρόσφερε μια διέξοδο. Χαρακτηρίζονταν ως μικρότερο κακό, στην πραγματικότητα πήγαν στο στρατόπεδο των αντιπάλων τους εφαρμόζοντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές ελπίζοντας ότι θα κέρδιζαν κάποιες μικρές παραχωρήσεις για τους εργαζόμενους, που όμως οι αντίπαλοί τους δεν έδιναν.

Τα τελευταία περισσότερα από τριάντα χρόνια, σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διεθνώς έχουν λειτουργήσει ως η αριστερή πτέρυγα του νεοφιλελευθερισμού, εναλλασσόμενα στην εξουσία με τους κεντροδεξιούς τους αντιπάλους. Τα δημοκρατικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συχνά πήραν τις σημαντικές αποφάσεις αν όχι για να σπρώξουν μπροστά το νεοφιλελευθερισμό, όπως στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, τουλάχιστον να τον καταστήσουν αμετάκλητο και να παγιώσουν την πορεία προς αυτή την κατεύθυνση. Παραδείγματα ο Μπιλ Κλίντον στις ΗΠΑ, ο Τόνι Μπλερ στο ΗΒ, ο Γκέρχαρτ Σρέντερ στη Γερμανία. Η τάση έχει βαθύνει από τη Μεγάλη Ύφεση, με έμφαση στην απότομη στροφή προς τα δεξιά του Ολάντ με το που πήρε την εξουσία, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα φυγής από το νεοφιλελευθερισμό. Αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, όπως και το Δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ, όπου ο Μπαράκ Ομπάμα ακολούθησε το νεοφιλελευθερισμό ακόμα πιο πιστά από ό,τι ο Μπιλ Κλίντον και ο Τζορτζ Μπους, και κέρδισε δύο εκλογικές αναμετρήσεις επειδή οι ρεπουμπλικάνοι βυθίστηκαν όλο και πιο βαθιά στα δεξιά.

Η παγκόσμια αποστασία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις τάξεις των νεοφιλελεύθερων, αφαίρεσε από τους εργαζόμενους όλα τα μαζικά κόμματα που έστω θα υποδύονταν ότι τους εκπροσωπούν, αφήνοντάς τους χωρίς πολιτική φωνή. Το αποτέλεσμα είναι ένα τεράστιο πολιτικό κενό, χωρίς προηγούμενο, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ού αιώνα. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει κάποιος νέος πολιτικός σχηματισμός στην αριστερά, που μπορεί να οργανώσει μια αξιόπιστη εναλλακτική, με στόχο να σταματήσει τη βουτιά των επιπέδων διαβίωσης του λαού, να προσφέρει μια αντικαπιταλιστική αφετηρία, και να αρχίσει να σχεδιάζει μια πειστική εκδοχή του σοσιαλισμού που να είναι σύγχρονη. Αυτός ο σχηματισμός θα πρέπει να λειτουργήσει ενάντια στην επίθεση που θα δεχτεί από τα νεοφιλελευθεροποιημένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, και, ως επί το πλείστον, χωρίς τη στήριξη, προς το παρόν τουλάχιστον, των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με αυτά τα κόμματα. Παρ’ όλα αυτά, θα έχουν αρκετές ευκαιρίες να επιτεθούν.

Εξέλιξη της Αντίστασης: Μια Διαδικασία Μάθησης;

Η μεγάλη κρίση της στεγαστικής και πιστωτικής αγοράς του 2007 και του 2008, και η Μεγάλη Ύφεση που ήρθε ως αποτέλεσμα, έριξε τους εργαζόμενους ανά τον κόσμο σε μια νέα εποχή των πάγων, στην οποία δεν έχουν ακόμα εγκλιματιστεί. Δεκάδες εκατομμύρια έχασαν τις δουλειές τους και υποχρεώθηκαν, αν ήταν τυχεροί, να δεχτούν πολύ χειρότερες. Σχεδόν άλλοι τόσοι έχασαν τα σπίτια τους και μαζί ένα μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου τους πλούτου. Η δυνατότητά τους να δανείζονται και να καταναλώνουν καταβαραθρώθηκε, και η “τροφική ανασφάλεια” ο κίνδυνος της πείνας, απείλησε τεράστιο αριθμό οικογενειών.

Η χαριστική βολή όμως δόθηκε από τις κυβερνήσεις. Με μια καταφανώς στρεβλή, αλλά απολύτως αναμενόμενη αντίδραση στην κατάρρευση, τα δύο νεοφιλελεύθερα αμερικανικά κόμματα προχώρησαν σε μια συντονισμένη και ακριβή διάσωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα, διατηρώντας τις τράπεζες που είχαν φουσκώσει και σκάσει το χρηματιστήριο μετοχών, και τις τιμές κατοικιών, μαζί με τον πλούτο του 1%. Δεν είδαν κανέναν ηθικό κίνδυνο στην ιδιωτικοποίηση των κερδών και στην κοινωνικοποίηση των ζημιών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το ίδιο αναμενόμενη ήταν η άρνησή τους να διασώσουν τις υποθήκες που βρίσκονται στο κόκκινο και ανήκουν σε συνηθισμένους πολίτες, ηθικολογώντας εναντίον της σπατάλης τους, παρ’ ότι η διάσωσή τους θα ήταν πολύ φθηνότερη και καλύτερη για την οικονομία. Επιδεικνύοντας υποκρισία, οι φιλελεύθεροι ηγέτες σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, κυρίως στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, βρήκαν την ευκαιρία να προσπαθήσουν να καταστρέψουν τους θεσμούς που έχουν απομείνει να προστατεύουν τους εργαζόμενους, τα επίπεδα διαβίωσής τους, και την ισχύ τους στην αγορά εργασίας, τα συνδικάτα και κυρίως το κράτος πρόνοιας. Διασώσεις για την τάξη των καπιταλιστών και βάρβαρη λιτότητα για τους εργαζόμενους ήταν ο κανόνας παντού, και τον στήριζαν και τα δύο νεοφιλελεύθερα κόμματα.

Στην αρχή, κυβερνήσεις, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, εφάρμοσαν μια σύντομη και μικρή δέσμη από κεϊνσιανές ελλειμματικές δαπάνες/επιδοτήσεις στη ζήτηση, που τουλάχιστον απέτρεψαν την ολική κατάρρευση. Σύντομα όμως, νεοφιλελεύθεροι και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού επέστρεψαν στις συνήθειές τους –λιτότητα και πολιτικά καθοδηγούμενες αρπαγές. Αντί να δώσουν κίνητρα στην κατανάλωση και στις επενδύσεις για να βοηθήσουν την συσσώρευση κεφαλαίου, στράφηκαν στη χορήγηση πολύ φτηνών δανείων για να αυξήσουν τις αποδόσεις των μετοχών και των ομολόγων, τα οφέλη από τα οποία μονοπώλησε το εισοδηματικά ανώτερο 1%. Το κύμα λαϊκής αγανάκτησης, που ήρθε ως αποτέλεσμα, παρέσυρε ακόμα μεγαλύτερες ομάδες πολιτών και προκάλεσε ένα ρεύμα έντονης πολιτικής αντίστασης και στη δεξιά και στην αριστερά.

Η εξέγερση της Δεξιάς

Συμπτωματικά, ήταν η δεξιά που ξεκίνησε τη λαϊκή αντίδραση στις ΗΠΑ. Μεγάλες διαμαρτυρίες από τα κάτω που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από μια εξαγριωμένη Ρεπουμπλικανική βάση, χτύπησαν το πρόγραμμα διάσωσης των τραπεζών του υπουργού Οικονομικών Χένρι Πόλσον το οποίο καταψηφίστηκε την πρώτη φορά που έγινε προσπάθεια να περάσει από το Κονγκρέσο. Χρειάστηκαν οι Δημοκρατικοί βουλευτές υπό τον γερουσιαστή Τσακ Σούμερ, απόστολο της Γουόλ Στριτ (παρά τις φιλελεύθερες περγαμηνές του), για να διασωθεί το παντεσπάνι του Πόλσον και των τραπεζών.

Καθώς η Μεγάλη Ύφεση έφτασε στο τέλος της, επίσημα τουλάχιστον, ένα σημαντικό κομμάτι της Ρεπουμπλικανικής βάσης έφυγε προς την άκρα δεξιά οδηγημένο από ένα φιλοεπιχειρηματικό δίκτυο του οποίου ηγούνταν οι δισεκατομμυριούχοι αδελφοί Κοχ. Αυτοί οι ρεπουμπλικάνοι του Κόμματος του Τσαγιού ήθελαν να μειωθούν οι φόροι, να εκμηδενιστούν οι κανονισμοί που έχουν σχέση με τη βιομηχανία και την προστασία του περιβάλλοντος, και να διαλυθούν τα συνδικάτα. Στις τακτικές τους περιλαμβανόταν η παράλυση του κράτους, μέσω του μπλοκαρίσματος των προϋπολογισμών και της άρνησης να επεκταθεί το όριο δανεισμού. Αν και έβγαλαν από τη μέση Ρεπουμπλικάνους του συστήματος σε τοπικές εκλογές, στο τέλος αντιπροσώπευσαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του κόμματος, σε μια υπερ-ριζοσπαστική εκδοχή.

Δύο εξελίξεις άλλαξαν την κατάσταση. Πρώτον, η τεράστια πτώση των επιπέδων διαβίωσης που προκάλεσε η Μεγάλη Ύφεση, με αλλεπάλληλες διαδικασίες πτώσης που πάνε πίσω περισσότερο από μια δεκαετία, βασάνισε ιδιαίτερα τους λευκούς εργαζόμενους, και ειδικά τους λιγότερο μορφωμένους στους οποίους οφείλονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι επιτυχίες του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Αυτοί οι εργαζόμενοι, και ειδικά οι μεσήλικες, εμφανίζουν τεράστια ποσοστά εθισμού στα ναρκωτικά, αλκοολισμού, αυτοκτονιών, και γενικευμένης απελπισίας, που αυξάνονται από τις αρχές της χιλιετίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το ποσοστό θνησιμότητας των λευκών Αμερικανών, ενώ έπεφτε 2% κάθε χρόνο από το 1978 ως το 1998, άρχισε να ανεβαίνει κατά 0,5% κάθε χρόνο ως το 2013. Τα ποσοστά θνησιμότητας για μαύρους, Ισπανόφωνους, και κάθε άλλη φυλετική ομάδα εργαζομένων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, συνέχισαν να πέφτουν με τον ίδιο περίπου ρυθμό, όπως πριν. Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο αριθμός των θανάτων μεσήλικων Αμερικανών με απολυτήριο λυκείου, ή λιγότερο, αυξήθηκε κατά 134 στους 1000 θανάτους, ένα άλμα 20%. Αυτή η βαθιά κοινωνικοοικονομική κατάρρευση άνοιξε το δρόμο για ένα νέο μήνυμα που θα μιλούσε απευθείας για την κατάσταση των λευκών εργαζομένων.

Η δεύτερη εξέλιξη ήταν η εμφάνιση μιας αξιόπιστης πολιτικής δύναμης ευαίσθητης σε αυτές τις ανάγκες: ο Ντόναλντ Τραμπ. Από την αρχή, έβαλε στο τραπέζι μια λίστα από λαϊκιστικά και εθνικιστικά αιτήματα που ήταν σχεδιασμένα, υποτίθεται, για να υπερασπιστούν τους Αμερικανούς εργαζόμενους. Αυτά περιλάμβαναν την εναντίωση στη μετανάστευση και στις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, επιθέσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κι από καιρού εις καιρό απειλές να μειωθούν οι στρατιωτικές δαπάνες και να τιμωρηθούν οι εταιρείες που εξάγουν θέσεις εργασίας. Ο Τραμπ ανακάτεψε αυτό τον οικονομικό, εθνικιστικό λαϊκισμό, με ένα παραληρηματικό μείγμα ρατσισμού κατά των Ισπανόφωνων, ισλαμοφοβίας και μισογυνισμού. Ο ρατσισμός και ο μισογυνισμός αύξανε τον οικονομικό εθνικισμό και ο οικονομικός εθνικισμός ενέτεινε το ρατσισμό, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα του μηνύματός του.

Αυτός ο συνδυασμός αντιπροσώπευε –έστω και μόνο ρητορικά- μια σαφή ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό, δίνοντας στους λευκούς εργαζόμενους ένα εναλλακτικό πολιτικό όχημα. Αυτή η ρήξη κατέστη ακόμα πιο ισχυρή, επειδή η ικανότητα του Τραμπ να κερδίσει λευκούς εργαζόμενους αντιπαραβλήθηκε με την απόλυτη αποτυχία της Χίλαρι Κλίντον –την ενσάρκωση του νεοφιλελευθερισμού- να εμπνεύσει τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από χρώμα, σε όλη τη χώρα. Παρόμοιες δυναμικές είχαν φέρει τη νίκη σε μια παρόμοια συμμαχία δυνάμεων, με ντόπιους εργαζόμενους και χαμηλή συμμετοχή στις εκλογές να παίζουν σημαντικό ρόλο: για τη νίκη του Brexit στο ΗΒ, στις εκστρατείες της Μαρίν Λε Πεν και του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, και σε μικρότερο βαθμό στη νίκη στο δημοψήφισμα ενάντια στις φιλοευρωπαϊκές, φιλελεύθερες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που προώθησε ο Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία.

Η πρόοδος της Αριστεράς

Την ίδια στιγμή η αντίσταση της αριστεράς μετά τη Μεγάλη Ύφεση έχει περάσει από τρεις χαρακτηριστικές και αλληλοεπικαλυπτόμενες φάσεις.

1. Δρόμοι και πλατείες: Αυτόνομα Αντιπολιτικά

Μια σειρά από μεγάλες διαδηλώσεις και καταλήψεις δημόσιων χώρων που σημάδεψαν την Αραβική Άνοιξη έδωσαν το παράδειγμα για την αρχική φάση της εξέγερσης από τα κάτω κι από τα αριστερά. Ακολούθησε η κατάληψη του πολιτειακού μεγάρου στο Ουισκόνσιν από συνδικαλιστές και απλούς ανθρώπους που υπερασπίζονταν τους δημόσιους υπαλλήλους απέναντι στην εκτεταμένη επίθεση στην εργασία που εξαπέλυσε ο δεξιός κυβερνήτης. Τα επόμενα 2-3 χρόνια ακολούθησαν ανάλογες μακρές καταλήψεις, με ριζοσπαστικές πολιτικές, με εξέχοντα τα κινήματα των αγανακτισμένων που κατέλαβαν την Πουέρτα ντελ Σολ στη Μαδρίτη, την πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα και την πλατεία Τακσίμ στην Ιστανμπούλ.

Οι πολιτικές των κινημάτων ήταν παρόμοιες παντού, τουλάχιστον στις μεγάλες καταλήψεις. Τα προγράμματά τους στοχοποιούσαν τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα παντού, με κοινά αιτήματα την αντίθεση στη λιτότητα και στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, και την υποστήριξη στους άστεγους και στους πεινασμένους. Η στρατηγική, η πολιτική τους μέθοδος, ήταν δημοκρατία από τα κάτω προς τα πάνω, και αυτονομία των κινημάτων, δηλαδή ανεξαρτησία από όλα τα παραδοσιακά κόμματα και τον γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλισμό: μια αυτοσχέδια «αντιπολιτική».

Η απομόνωση αυτών των κινημάτων, η άλλη πλευρά της αυτονομίας τους, αποδείχτηκε καταστροφική γι’ αυτά. Δεν ήταν βέβαια μόνο δικό τους το λάθος, αφού είχαν πολύ μικρή υποστήριξη από τα αριστερά κόμματα και τις συνδικαλιστικές ενώσεις. Η αποτυχία τους όμως να δημιουργήσουν οργανώσεις, όσο στοιχειώδες κι αν είναι αυτό, και πολιτικά προγράμματα, όσο άβολο κι αν είναι, το κατέστησε αδύνατο να μακροημερεύσουν και να φροντίσουν να υπάρξει συνέχεια στην πολιτική ώθηση των καταλήψεων, μιας και η ενέργεια που τις συντηρούσε αναπόφευκτα τελείωσε.

2. Εκλογές: Αξιώματα χωρίς Εξουσία

Μετά τη διάλυση των κινημάτων, πίσω από τις αντιπολιτικές καταλήψεις προέκυψε ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό κύμα που εστίασε στον εκλογικό αγώνα. Οι υποστηρικτές του ενίοτε υποστηρίζουν ότι προσδίδουν την πολιτική και την οργάνωση που έλλειπε στην προηγούμενη φάση της μαχητικής αυτο-οργάνωσης και πολιτικής αυτονομίας που όμως χρειάζονται προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους πολιτικούς τους στόχους. Κινητοποιούνται κυρίως από την ελπίδα να γεμίσουν το χάσμα που αφήνει η υποχώρηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα οποία έχουν καταστήσει σαφή την απόλυτη υποταγή τους στους βορειοευρωπαίους ηγεμόνες τους, ειδικά σε σχέση με την αναγνώριση των εξωτερικών χρεών τους και εφαρμόζοντας προγράμματα λιτότητας για να τα πληρώσουν.

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα όσο και το Podemos στην Ισπανία, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την σχεδόν ολοκληρωτική αηδία των ψηφοφόρων τους προς τις τρέχουσες πολιτικές αντιλήψεις και την ακραία διαφθορά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών κατεστημένων στις χώρες τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε με τους ισχυρούς μαζικούς αγώνες που ξεκίνησαν με τη δολοφονία, τον Δεκέμβρη του 2008, του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από την αστυνομία, με την κατάληψη της πλατείας Συντάγματος το 2010, κι με το δυναμικό κίνημα κατά της λιτότητας που ξεσηκώθηκε εξαιτίας των οικονομικών συνθηκών που χειροτέρευαν και της δύναμης της Τρόικας. Καθώς τα κύματα των αγώνων καταλάγιαζαν, ο ΣΥΡΙΖΑ εστίασε σχεδόν εντελώς στις εκλογικές εκστρατείες. Αν κινητοποιούσε περαιτέρω μαζικά κινήματα, ρίσκαρε την καταστροφική σύγκρουση με τις Ελληνικές και Ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ.

Η εμπειρία του Podemos μέχρι τώρα είναι μια αχνή φωτοτυπία αυτής του ΣΥΡΙΖΑ. Το Podemos απέκτησε ξαφνικό δυναμισμό όταν μια χούφτα καθηγητών πανεπιστημίου γνωστών από μια σειρά τηλεοπτικών εκπομπών, αποφάσισε, μετά το κίνημα των αγανακτισμένων, να δημιουργήσει ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, στα αριστερά του ανυπόληπτου Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (PSOE). Το πρόγραμμα που παρουσίασαν ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, εστιάζοντας στη διαφθορά ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή και υποτιμώντας την ταξική κυριαρχία αλλά και τον ταξικό διαχωρισμό στην Ισπανία. Παρ’ όλα αυτά αρχικά ήταν πολύ πετυχημένοι.

Όμως, η εκλογική άνοδος και κυριαρχία του Podemos ανακόπηκε από την άνοδο ενός επίσης ασαφώς περιγεγραμμένου κόμματος, αυτή τη φορά από τα δεξιά. Το Podemos μπορούσε τώρα να προχωρήσει μόνο αν αποκτούσε πιο σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Για να αποκτήσει πραγματικό βάρος οποιαδήποτε μεταρρύθμιση πρότεινε, θα έπρεπε να βοηθάει τους μαζικούς αγώνες στο δρόμο και στις επιχειρήσεις, τη μόνη πραγματική πηγή δύναμης για την αριστερά. Θα υπήρχε το ρίσκο των αντιποίνων απέναντι στο κόμμα, από το κράτος και τους βορειοευρωπαίους εταίρους. Το αν το Podemos θα θελήσει να προβεί σε αυτό το διάβημα, παραμένει να αποδειχθεί.

3. Προς τη σύνθεση;

Το Γαλλικό Μαζικό Κίνημα απέναντι στον Μεταρρυθμιστικό Εργατικό Νόμο του Ολάντ.

Όταν το 2016 η κυβέρνηση Ολάντ ανακοίνωσε μια ευρεία μεταρρύθμιση του Γαλλικού εργατικού νόμου με σκοπό να αποδυναμώσει την προστασία των εργαζομένων, προκάλεσε μεγάλη λαϊκή αντίδραση που δυνάμωνε με την υποστήριξη πλειοψηφιών ανάμεσα στους Γάλλους πολίτες, όπως τουλάχιστον καταγράφονταν στις δημοσκοπήσεις. Το κίνημα επέδειξε από την αρχή αυξανόμενη μαχητικότητα και ραγδαία εξάπλωση, με απεργίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις σε όλη τη χώρα. Η αιτία πίσω από αυτή την εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης ήταν διαδοχικές συμμαχίες ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες που ως τότε ήταν χωρισμένες, αλλά ενώθηκαν. Στον αγώνα μπήκε και μια μεγάλη συνδικαλιστική οργάνωση, πράγμα που δε συνέβαινε αλλού από τη Μεγάλη Ύφεση και μετά. Η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), που παραδοσιακά δεν στρεφόταν εναντίον των συμμάχων της στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, προκήρυξε διαδοχικές απεργίες, αποκλεισμούς λιμανιών, διυλιστηρίων, και πυρηνικών σταθμών. Στο μεταξύ, ξεσηκώθηκαν παράλληλα μαχητικά κινήματα νέων: πρώτα καταλήψεις σχολείων, και στη συνέχεια διαδοχικές καταλήψεις της πλατείας Republique, που έγιναν γνωστές ως Nuit debout. Σε σχέση με τους προηγούμενους π.χ. τους Αγανακτισμένους στην Ισπανία, προήλθε από τα ίδια κοινωνικά στρώματα, αλλά το Nuit debout προσπάθησε να πετύχει την ευρύτερη δυνατή συμμαχία, περιλαμβάνοντας τις ομοσπονδίες εργαζομένων, ως κλειδί για την νίκη. Αν και δεν το πέτυχε, υποστηρίχτηκε και από την ηγεσία του CGT, την οποία πίεζαν τα όλο και πιο ανήσυχα μέλη προκειμένου να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους νέους. Αυτή η ένωση υλοποιήθηκε στις μεγαλύτερες μαζικές διαδηλώσεις, παρά τις αρχικές διαφωνίες ανάμεσα στα στελέχη της συνομοσπονδίας και τους ριζοσπάστες νέους. Αυτές κόπασαν όταν οι επικεφαλής συνδικαλιστές παραχώρησαν την ηγεσία των διαδηλώσεων στους νέους και η μάζα των συνδικαλιστών στάθηκε απέναντι σε μια όλο και πιο βίαιη αστυνομική καταστολή.

Αυτά τα ενωμένα κινήματα μπόρεσαν να πετύχουν, από μια σημαντική άποψη, τους μεγαλύτερους θριάμβους του μεγάλου κύκλου των αγώνων. Και είναι σαφές ότι οι συμμαχίες που δημιουργήθηκαν ανάμεσα σε οργανισμούς που αντιπροσωπεύουν διάφορα κοινωνικά στρώματα ήταν αυτές που τους επέτρεψαν να συγκεντρώσουν μεγαλύτερη δύναμη και πολιτική αποτελεσματικότητα από τους περισσότερους που αγωνίστηκαν ενάντια στη Μεγάλη Ύφεση. Η Γαλλική κυβέρνηση προσπάθησε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης εναντίον του κινήματος, προκειμένου να απαγορεύσει τις διαδηλώσεις, όμως υποχώρησε. Ούτε και μπόρεσε στο τέλος η κυβέρνηση να αποσπάσει μια σαφή νίκη για να περάσει τον νόμο. Η αντιπολίτευση, υποστηριζόμενη από τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, ήταν πολύ ισχυρή. Από μια άποψη παραδεχόμενη την πολιτική της ήττα, αλλά σε κάθε περίπτωση επιμένοντας να περάσει την αντεργατική μεταρρύθμιση, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει έναν ειδικό νόμο, το Άρθρο 49.3 του Γαλλικού Συντάγματος, για να περάσει τον νόμο χωρίς να ψηφιστεί από τη Βουλή.

Αντί για Επίλογο

Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ιστορίας του καπιταλισμού, οι παγκόσμιες καπιταλιστικές τάξεις δικαιολόγησαν την επιβολή τους με διάφορες εκδοχές του γνωστού σλόγκαν «ό,τι είναι καλό για τη General Motors είναι καλό για την Αμερική». Αυτό σημαίνει ότι είναι προς το συμφέρον όλων, της εργατικής τάξης περιλαμβανομένης, να δώσουν προτεραιότητα στα κέρδη των εργοδοτών, επειδή μόνο αν οι τελευταίοι μπορούν να εγγράψουν κέρδη θα θελήσουν να συσσωρεύσουν κεφάλαιο και, εφόσον επικρατούν οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, μόνο αν οι εργοδότες συσσωρεύουν κεφάλαιο (αυξάνουν την επένδυση και τις θέσεις εργασίας) μπορούν να βελτιώνουν τα επίπεδα ζωής τους οι εργαζόμενοι. Για να το θέσω διαφορετικά, προκειμένου να εγγράψουν κέρδη, εκτός από το να αγοράζουν τα μέσα παραγωγής, οι καπιταλιστές γενικά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προσλαμβάνουν εργαζόμενους και να τους πληρώνουν.

Τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια όμως, αυτό το κλισέ έχει σταματήσει να πείθει –και οι καπιταλιστικές τάξεις δεν το χρησιμοποιούν. Σε αυτή την περίοδο, το μέγεθος του εισοδήματος που καταλήγει στην καπιταλιστική τάξη είναι ολοένα αυξανόμενο, εξαιτίας της αναδιανομής προς τα πάνω εισοδήματος και πλούτου, αντί για την επανεπένδυση στην παραγωγή. Η αναδιανομή συμβαίνει με δύο βασικά τρόπους: Πρώτον, μέσω της διαδικασίας της παραγωγής αλλά και παραλείποντας την παραγωγή εντελώς. Από την άλλη, οι εργοδότες, ενώ μειώνουν τις επενδύσεις σε όλο και πιο εξωφρενικά επίπεδα και απολαμβάνουν όλο και πιο μεγάλες αυξήσεις της παραγωγικότητας, παίρνουν εισόδημα/κέρδη πληρώνοντας τους εργαζόμενους όλο και μικρότερους μισθούς, είτε μειώνοντας τις αυξήσεις, είτε αυξάνοντας το φόρτο εργασίας. Δεύτερον, οι καπιταλιστές, και οι πλούσιοι γενικότερα, μεταφέρουν εισόδημα και πλούτο κατευθείαν από τους εργαζόμενους στους εαυτούς τους μέσω πολιτικά κατεστημένων αρπαγών: μειώνοντας τους φόρους στις εταιρείες και στους πλούσιους και ούτω καθεξής. Οι καπιταλιστικές τάξεις δεν μπορούν πια να δικαιολογήσουν την επιβολή τους, προκειμένου να πλουτίσουν, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να φροντίσουν τους εργαζόμενους. Δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι «ό,τι είναι καλό για την Goldman Sachs ή τους ομολόγους της είναι καλό για την Αμερική», επειδή το να κερδίζει χρήματα η σημερινή άρχουσα τάξη δεν ωφελεί κανέναν εκτός από τους ίδιους.

Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο, δημιούργησε όμως και ένα τεράστιο πολιτικό άνοιγμα. Ο Καπιταλισμός δεν μπορεί πια να εξασφαλίσει την προσκόλληση των εργαζομένων στο σύστημα επειδή δεν καλύπτει τις ανάγκες τους, κι όλοι το ξέρουν αυτό. Θα πρέπει συνεπώς να βασιστούν σε δύο αρνητικά κίνητρα προκειμένου να επιτύχουν την υποταγή: ο φόβος του κόσμου ότι θα χάσουν τις θέσεις εργασίας τους, ή ότι δε θα υπάρχουν καν, και ο φόβος του κόσμου απέναντι στην κτηνώδη καταστολή ή στην τιμωρία αν αποπειραθεί να αντιδράσει. Η εμφάνιση αυτών των κτηνωδών καταστάσεων επέφερε την επιτάχυνση της ταξικής πάλης που λαμβάνει χώρα από την αρχή της Μεγάλης Ύφεσης.

Έχοντας πει αυτά, μέχρι τώρα τα κινήματα αντίστασης έχουν αποτύχει οικτρά κι αυτό είναι σαφές για όλους. Ακόμα και οι πιο ενωμένοι και καλοστημένοι αγώνες δεν μπόρεσαν να αυτοσυντηρηθούν ώστε να συνεχίσουν στον επόμενο γύρο. Οι προηγούμενες γενιές δεν μπόρεσαν να βάλουν κάτω τα δεδομένα των αγώνων που έχουν δώσει, να βγάλουν τα κατάλληλα πολιτικά μαθήματα, και να προσπαθήσουν να καταλάβουν ποια συμπεράσματα να εξάγουν προκειμένου να προχωρήσουν τους αγώνες με μεγαλύτερη επιτυχία και αποτελεσματικότητα. Ούτε και έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν πολιτικές συλλογικότητες που θα βοηθήσουν αυτούς που θέλουν να συνεχίσουν να αγωνίζονται, ακόμα κι αφού ο συγκεκριμένος αγώνας τελειώσει. Για να το θέσω πιο απλά και χονδρικά, αυτοί που έχουν συμμετάσχει στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες που ξέσπασαν και εξελίχθηκαν σε ένα πλαίσιο συνεχιζόμενης οικονομικής πίεσης από το 2007, δεν έχουν προσπαθήσει σοβαρά να δημιουργήσουν πολιτικούς οργανισμούς ή να αναπτύξουν πολιτικά προγράμματα, παρά τη σαφή αναγκαιότητα για κάτι τέτοιο. Αυτό είναι απολύτως προφανές. Το να αντιμετωπίσει κανείς όμως το χάσμα ανάμεσα στην υποκειμενική προοπτική και στην αντικειμενική δυνατότητα, δεν είναι λιγότερο επείγον επειδή είναι καταφανές.

Robert Brenner

Μετάφραση – Επιμέλεια: Βάλια Δημοπούλου – Κώστας Ψιούρης

Πηγή: Catalyst

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)