to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το νόημα της εργασιακής θεωρίας της Αξίας

Από την σκοπιά της αστικής υποκειμενικότητας αυτή η σχέση είναι θετική και εσωτερικευμένη. Στο μέτρο που ο ίδιος ο Μαρξ επιχειρηματολογεί στο θετικό πλαίσιο της νεωτερικότητας, αυτή η θετικότητα εμφανίζεται και σ’ αυτόν. Υπ’ αυτή την έννοια, το μαρξικό έργο αποδεικνύεται απόγονος της φιλελεύθερης ιδεολογίας και των κλασικών οικονομικών.


Η έννοια της «εργασίας» είναι συστατικό στοιχείο όλων των σύγχρονων κοινωνιών με διττό τρόπο: ήτοι με οικονομική-δομική και με ηθική έννοια. Η προτεσταντική ηθική της εργασίας, ως η εκκοσμίκευση της χριστιανικής ηθικής της οδύνης, κληρονομήθηκε από τον διαφωτισμένο Φιλελευθερισμό και αποτέλεσε την αστική κληρονομιά του μαρξισμού. Το ίδιο συνέβη μέσω των κλασσικών της αστικής οικονομίας (και μέσω του Μαρξ), οι οποίοι ενέταξαν στις θεωρίες τους τη θετική προτεσταντική κατηγορία της εργασίας. Αυτό δεν ήταν απλώς μια αφηρημένη θεωρητική διατύπωση, αλλά η θεωρητική αντανάκλαση της πραγματικής εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κατ’ αρχάς, σ’ αυτή την κοινή αντίληψη η «εργασία» εμφανίζεται ως η δαπάνη ανθρώπινης ενέργειας για τον σκοπό της κοινωνικής (ανα)παραγωγής και ως η υφιστάμενη ουσία της οικονομικής αξίας. Ο τρόπος εμφάνισης αυτής της ουσίας είναι το χρήμα (το αποδεκτό «καθολικό εμπόρευμα»). Τα εμπορεύματα, ως αντικείμενα της εργασίας, είναι αντικείμενα της αξίας κι έχουν χρηματικό κόστος.

Από την σκοπιά της αστικής υποκειμενικότητας αυτή η σχέση είναι θετική και εσωτερικευμένη. Στο μέτρο που ο ίδιος ο Μαρξ επιχειρηματολογεί στο θετικό πλαίσιο της νεωτερικότητας, αυτή η θετικότητα εμφανίζεται και σ’ αυτόν. Υπ’ αυτή την έννοια, το μαρξικό έργο αποδεικνύεται απόγονος της φιλελεύθερης ιδεολογίας και των κλασικών οικονομικών. Ενώ από τη μία σκοτώνει τη θεωρία που το γέννησε, από την άλλη εξακολουθεί να φέρει το σημάδι της καταγωγής του. Αυτή η θετικιστική πλευρά διαμορφώνει τον «εξωτερικό» Μαρξ, της πάλης των τάξεων και του εργατικού κινήματος. Η αντίληψη της υπεραξίας ως μορφής «απλήρωτης εργασίας» και η δομικά προσδιορισμένη «εκμετάλλευση» των εργατών από τους καπιταλιστές που την ακολουθεί, φανερώνει κατά κάποιο τρόπο την ανάγκη για την «εργατική τάξη» να διεκδικήσει «ολόκληρη την αξία». Όμως, με αυτό τον τρόπο, η αξία και η «εργασία» ως τυπικές και ουσιαστικές κατηγορίες της καπιταλιστικής κοινωνίας γίνονται θετικές οντολογικές, δι-ιστορικές συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης.

Άρα, η κοινωνική αντίφαση διαλύεται σε υποκειμενικές βουλητικές σχέσεις, αφού οι δομικές κατηγορίες έγιναν ένα ουδέτερο, θετικό, οντολογικό και σιωπηλό a priori. Συνεπώς, ο καπιταλισμός φαινομενικά ορίζεται μέσω αυτού του στοιχείου· μια τάξη γίνεται κυρίαρχη και καταπιέζει μιαν άλλη, την «εργατική τάξη», η οποία είναι το υποκείμενο της εργασίας προς όφελος του υλικού πλούτου και της ευζωίας της κυρίαρχης τάξης. Ωστόσο, υπάρχει και μια βαθύτερη διάσταση στη θεωρία του Μαρξ, παρ’ ότι ασαφής και αντιφατική στη σύλληψη και στην παρουσίασή της, η οποία παραπέμπει σε μια πολύ διαφορετική ερμηνεία. Σ’ αυτή την ανάγνωση, η «εργασία» δεν εμφανίζεται πλέον ως θετική, παρά μάλλον ως αρνητική ουσία και ως εκ τούτου, η αξία είναι ο αρνητικός τρόπος κοινωνικής αναπαραγωγής (Vergesellschaftung). Η «εργασία» ως ουσία της αξίας είναι πραγματική και αντικειμενική μόνο μέσα στο σύγχρονο σύστημα παραγωγής εμπορευμάτων. Σε κανέναν άλλο τρόπο ζωής και παραγωγής η πρακτική δραστηριότητα της κοινωνίας «στη διαδικασία του μεταβολισμού με τη φύση» (Μαρξ), δεν υιοθέτησε το ουσιαστικό περιεχόμενο της καθολικής-κοινωνικής (οικουμενικής) αφαίρεσης «εργασία», κυριαρχώντας με τη μορφή της αξίας σε όλη τη διαδικασία αναπαραγωγής.

Σ’ αυτό το σύστημα, το χρήμα αυτοτροφοδοτείται και είναι ο απτός τρόπος εμφάνισης της αξίας. Στην αυτο-επέκταση του κεφαλαίου, όπου το χρήμα παράγει περισσότερο χρήμα, αυτό γίνεται διαρκής αυτοσκοπός. Όμως, αν η ουσία της αξίας και του χρήματος είναι η «εργασία», τότε και η τελευταία ορίζεται ως αυτοσκοπός· είναι η συνεχής, αυτό-τροφοδοτούμενη, αλλοτρίωση (Entäußerung) της ανθρώπινης ενέργειας. Ο μεσολαβητικός χαρακτήρας της εργασίας στη «διαδικασία του μεταβολισμού με τη φύση» και ο μεσολαβητικός χαρακτήρας του χρήματος στον κοινωνικό μεταβολισμό της κοινωνίας μετατρέπονται σε αυτοσκοπό κι έτσι καθορίζουν τις πράξεις των εμπειρικών υποκειμένων. Αυτή η συστημική αυτοαναφορά κάνει την «εργασία» να είναι μόνο για την «εργασία» και το χρήμα να είναι μόνο για το χρήμα. Ο Μαρξ αποκαλεί αυτή την παράδοξη και ανορθολογική ανεξαρτησία των μέσων ή του μέσου, το «αυτόματο υποκείμενο» των νεότερων χρόνων.

Οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές του κεφαλαίου, μακριά από το να είναι τα υποκείμενα της όλης διαδικασίας, αποδεικνύονται απλοί λειτουργοί αυτού του «αυτόματου υποκειμένου», το οποίο λειτουργεί πέρα από τους δικούς τους στόχους. Άλλωστε, τα μπόνους για τα μέλη της λεγόμενης «άρχουσας τάξης» φαίνονται γελοία σε σχέση με τον γιγάντιο κόπο που καταβάλλουν, αφού η «πολυτέλειά» τους υπολείπεται σε σχέση με την πολυτέλεια όλων των προ-νεωτερικών ελίτ. Επιπλέον, με την εξέλιξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η πολυτέλεια αυτή γίνεται ολοένα και πιο ηλίθια και ενδεής. Σ’ αυτή τη σύλληψη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και διαβίωσης ταιριάζει καλύτερα ο όρος (αντικειμενοποιημένη) «ωφελιμότητα» της εργατικής δύναμης, παρά ο όρος «εκμετάλλευση» (υποκειμενικός και κοινωνιολογικά περιορισμένος). Οι μισθωτοί εργάτες δεν στερούνται άμεσα το δικό τους κοινωνικό προϊόν· αντίθετα, η ίδια η κοινωνική παραγωγή υποτάσσεται στους συστημικούς περιορισμούς ενός τερατώδους αυτοσκοπού.

Αφού το αυτονομημένο μέσο («εργασία») ή μέσον (χρήμα) έχει γίνει αυτοαναφορικό, εμφανίζονται οι παράδοξες «σχέσεις μεταξύ πραγμάτων» (Μαρξ), καθώς οι άνθρωποι δεν αλληλοεπιδρούν άμεσα, αλλά παραμένουν πρωταρχικά απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο και συνδέονται δευτερευόντως, μόνο μέσω της αξίας των προϊόντων. Αυτό ακριβώς είναι ό,τι αποκαλεί ο Μαρξ φετιχισμό της εμπορευματικής μορφής. Η χρήση των φυσικών και κοινωνικών πόρων δεν γίνεται εκ των προτέρων, μέσω μιας συνειδητής συλλογικής ρύθμισης των κοινωνικών θεσμών, αλλά μέσω της τυφλής δαπάνης εργατικής ενέργειας για τις ανώνυμες αγορές. Η κοινωνική εναρμόνιση μπορεί να επιτευχθεί μόνο εκ των υστέρων, «πίσω από την πλάτη» των δρώντων υποκειμένων, με έναν εξίσου τυφλό, αντικειμενοποιημένο και κοινωνικά κομφορμιστικό τρόπο και γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι ποτέ εγγυημένη (ως γνωστόν, ο Άνταμ Σμιθ ανέδειξε αυτό το σημείο μιλώντας για τον τόπο του «αόρατου χεριού», παρά τις προφανείς τριβές που φέρνει μια τέτοια τυφλή κοινωνική αναπαραγωγή).

Σ’ αυτό τον φετιχισμό (που αποτελεί την ουσία του «αυτόματου υποκειμένου») της κοινωνικής αναπαραγωγής νεκρών πραγμάτων, αντί των ίδιων των ζωντανών ανθρώπων, εμφανίζεται μια σχέση μεταξύ μορφής και ουσιαστικού περιεχομένου, η οποία είναι τόσο πραγματική όσο και φανταστική. Η πραγματική ανθρώπινη δραστηριότητα της μετατροπής των στοιχείων της φύσης παραμένει αντικοινωνική και ιδιωτική (ζήτημα οικονομικής διαχείρισης), αν και από την αρχή δεν ήταν αυτάρκης αλλά στόχευε σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας και καθολικής εξάρτησης. Η δευτερεύουσα κοινωνική αναπαραγωγή μέσω των αγορών απαιτεί δύο πράγματα: πρώτον, την αφαίρεση από την παραγωγική ενέργεια (η οποία καταλήγει σε «δαπάνη νεύρων, μυών και εγκεφάλου» [Μαρξ] μέσω της αφηρημένης «εργασίας») κάθε συγκεκριμένου χαρακτήρα, έτσι ώστε οι ποιοτικά διαφορετικές ενέργειες και αγαθά να γίνουν σύμμετρες προς την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Δεύτερον, παρά το γεγονός ότι η πραγματική διαδικασία έχει παρέλθει, η δαπάνη της ανθρώπινης κοινωνικής ενέργειας που έχει αφαιρεθεί, εμφανίζεται τώρα (στον επιμέρους ποσοτικό προσδιορισμό του αντίστοιχου επιπέδου παραγωγικότητας) να είναι κοινωνική ιδιοκτησία και ουσία των προϊόντων και, με τη σειρά της, αυτή η ουσία βρίσκει την έκφρασή της στο «καθολικό εμπόρευμα» (χρήμα) με τη μορφή της χρηματικής αξίας.

[...] Η μαρξική ανάλυση της βαθιάς δομής του καπιταλισμού, και του φετιχισμού που περιλαμβάνει, φανερώνει τον αρνητικό χαρακτήρα της ουσίας της εργασίας και της μορφής της αξίας. Αυτό το κρίσιμο σημείο αγνοήθηκε ντροπιαστικά από τον μαρξισμό των εργατικών κινημάτων και απορρίφθηκε από την επίσημη οικονομική επιστήμη σαν «φιλοσοφική ανοησία». Στο πλαίσιο της απόρριψης του Μαρξ, η ακαδημαϊκή επιστήμη απέρριψε ακόμη και τις θεωρίες των κλασικών αστών οικονομολόγων, οι οποίοι έβλεπαν στο ποσό της εργασίας που ξοδεύτηκε το περιεχόμενο της οικονομικής αξίας. Η κυρίαρχη συνείδηση κράτησε μόνο το ηθικά κατασταλτικό νόημα της θετικής έννοιας της εργασίας, προστατεύοντας τον εαυτό της, μέσω αυτής της άγνοιας, από την ανακάλυψη της δικής της ανορθολογικής συγκρότησης που υφέρπει στη μαρξική έννοια του φετιχισμού. Τα οικονομικά έγιναν μια επιφανειακή θεωρία περιορισμένης χρησιμότητας ή μια θεωρία υποκειμενικής αξίας, στην οποία η έννοια της αξίας αποσυντίθεται εντελώς στην έννοια της τιμής, με την τελευταία να ανάγεται, με τη σειρά της, σε καθαρά υποκειμενικούς, ωφελιμιστικούς υπολογισμούς που κάνουν όσοι συμμετέχουν στην αγορά (η ύπαρξη της οποίας θεωρείται a priori). Αυτή η μετα-κλασική θεωρία ούτε μπορεί ούτε έχει την πρόθεση να εξηγήσει οτιδήποτε. Αντίθετα, ο μόνος της σκοπός είναι να αποτυπώσει μαθηματικά τους υπολογισμούς των υποκειμένων που συμμετέχουν στην αγορά. Στις κοινωνικές επιστήμες, τα μαθηματικά εμφανίζονται στο προσκήνιο για να αναλάβουν την περιγραφή του κοινωνικού πλαισίου, από τη στιγμή που η κριτική επεξεργασία έχει χαθεί.

Ρόμπερτ Κούρτς

Μετάφραση: Αλέξανδρος Δασκαλάκης

(Απόσπασμα από το άρθρο Μαρξ 2000 που εκδόθηκε στο περιοδικό WegundZiel, τον Φεβρουάριο του 1999)

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)