Αυτό πάσχει με δύο τρόπους: Πρώτον επιτρέπει σε κάποιον κακόπιστο να πει «τι έγινε, παιδιά, πρώτη φορά βλέπετε συγγενείς σε κυβερνητικά πόστα, δεν είχα καταλάβει να έχετε κάποιο πρόβλημα με αυτό» ή το ότι «κυβερνάει η οικογένεια τάδε, το καταγγείλατε ποτέ, ή κάνατε κουπεπέ στο μητσοτακέικο». Αλλά αυτά θα έλεγε κάποιος κακόπιστος και σίγουρα όχι από αριστερή σκοπιά.
Δεύτερον, πάσχει και επί της ουσίας: Μέχρι πέρυσι τον Ιανουάριο δεν είχε τοποθετηθεί ποτέ στέλεχος προερχόμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ (ή από το ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.λπ.) σε θέση πολιτικής εμπιστοσύνης των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Ούτε διοικητές οργανισμών, ούτε γ.γ. υπουργείων, ούτε μετακλητοί σε υπουργικά γραφεία. Και ήταν απολύτως λογικό. Οι θέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης αφορούν την υλοποίηση του σχεδίου και του προγράμματος μιας κυβέρνησης και στελεχώνονται από ανθρώπους της επιλογής της. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν ημερομηνία λήξεως, το τέλος της κυβέρνησης για την οποία εργάζονται. Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ο κ. Μουρούτης θα παρέμενε ως υπεύθυνος τύπου του πρωθυπουργού; Ή ότι ο Πολάκης θα έπρεπε να έχει τον Πλεύρη, σύμβουλο του Άδωνι, στο Υπουργείο Υγείας;
Αν υποστηρίζει κανείς μια τέτοια άποψη, τότε συμβαίνουν δύο τινά. Ή θεωρεί ότι η κυβέρνηση πρέπει να είναι άχρωμη και ουδέτερη, ή θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να σφετεριστεί το κράτος το οποίο κανονικά είναι των άλλων και έχει γίνει τώρα μια ψιλομαλακία προσωρινή και θα τη διορθώσουμε.
Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση πρέπει να γίνει, αλλά όχι με την ψευδή αναλογία ότι οι μετακλητοί είναι το θέμα και όχι η μέθοδος «βαφτιστήρι με σημείωμα» με την οποία διορίζονταν οι μόνιμοι και όχι προσωρινοί δημόσιοι υπάλληλοι προ ΑΣΕΠ.
Σήμερα, που η συντηρητική παράταξη επέλεξε να εκπροσωπηθεί από τον κληρονόμο της πιο παλαιοκομματικής και ρουσφετολογικής –σε ανεκδοτολογικό βαθμό– πολιτικής οικογένειας της χώρας, η συζήτηση αυτή επείγει.