to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Οι τράπεζες και τι μπορεί να γίνει

Το μέλημα ήταν πάντα η διασφάλιση των τραπεζιτών. Ακόμα και σήμερα, παρά τη διακηρυγμένη αντίθετη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, αυτή η στάση δεν άλλαξε, διότι τον αποφασιστικό λόγο τον έχουν οι δανειστές.


Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών «συστημικών», όπως λέγονται, τραπεζών ολοκληρώθηκε. Αυτές οι τράπεζες έχουν πια υψηλότατη κεφαλαιακή επάρκεια και αυτό έγινε χωρίς να αυξηθεί όσο υπολογιζόταν στην αρχή το δημόσιο χρέος, αφού η ανακεφαλαιοποίηση ολοκληρώθηκε κυρίως με ιδιωτικά κεφάλαια· μόνο 1/5 της συμβολής του ΤΧΣ που είχε προβλεφθεί χρειάστηκε να καταβληθεί για την κεφαλαιακή ενίσχυση της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς, ενώ η Eurobank και η AlphaBank ανακεφαλαιοποιήθηκαν εξολοκλήρου με προσφορές ιδιωτών.

Λαμπρά ή ξεπούλημα και αφελληνισμός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος; Πρώτα ο «αφελληνισμός»: είναι απολύτως αδιάφορο, αν ιδιοκτήτες της τράπεζας είναι έλληνες ή ξένοι κεφαλαιούχοι. Δεν είναι το ίδιο αδιάφορο όμως για τους μικρομετόχους των τραπεζών, οι οποίοι έχασαν άλλη μια φορά (μετά την προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση) τις αποταμιεύσεις τους και μάλιστα, αν είχαν ακόμα την ευχέρεια, δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να συμμετάσχουν στις αυξήσεις κεφαλαίων, με εξαίρεση την Εθνική. Αλλά οι μικρομέτοχοι δεν έχουν λόγο για την πολιτική των τραπεζών και, επομένως, από τη συνολική οικονομική άποψη η έξωσή τους είναι, ως προς τούτο, αδιάφορη, όσο σημαντική και αν είναι για τους ίδιους τους μικρομετόχους. Το «ξεπούλημα», τώρα, είναι αλήθεια, αλλά με υψηλότερες τιμές ανά μετοχή τα ξένα κεφάλαια δεν θα δέχονταν να συμμετάσχουν. Τους δόθηκε μια καλή ευκαιρία να αγοράσουν φθηνά και την άρπαξαν· άλλοι με την πρόθεση να ξεφορτωθούν τις μετοχές μόλις η τιμή τους ανέβει και άλλοι, με πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, θέλοντας να τοποθετηθούν και να έχουν μακροπρόθεσμο κέρδος.

Μοντέρνοι καιροί

Το ερώτημα είναι τι κέρδος και από πού; Νομίζω ότι είναι αφελής η σκέψη ότι οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί που έχουν τώρα το μεγάλο μερίδιο των ελληνικών τραπεζών κινήθηκαν από εμπιστοσύνη στην προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Τράπεζες, ιδιωτικές μάλιστα τράπεζες, έχουν και άλλες δυνατότητες κερδοσκοπίας, ιδιαίτερα επικίνδυνες. Στην αρχή της διεθνούς τραπεζικής κρίσης είχε λεχθεί, πολύ σωστά, ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν ασκήσει συντηρητική πολιτική, δεν ήταν «μοντέρνες», κι έτσι είχαν γλιτώσει την έκθεσή τους (τη δική τους και των καταθετών) στα κερδοφόρα, πλην τοξικά, παράγωγα. Τώρα μπήκαν όμως στην τραπεζική αγορά πολύ μοντέρνα κεφάλαια και η προοπτική ελληνικών μικρών Lehman Brothers διαγράφεται στον ορίζοντα. Θα μου πεις: μα, υπάρχει η εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτή η εποπτεία είναι εποπτεία των τραπεζών από τραπεζίτες και, άλλωστε, όπως είχε πει ο, απαλλαγμένος από κάθε υποψία αντιτραπεζικού φρονήματος, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το μεγαλύτερο ταλέντο των τραπεζιτών είναι να παρακάμπτουν νόμους και ελέγχους. Μπροστά στα δυνητικά κέρδη τέτοιων τοποθετήσεων, ο τραπεζικός δανεισμός σε επιχειρήσεις είναι βαρετή υπόθεση.

Σημαντικό το ποσοστό του Δημοσίου

Ωστόσο, το μερίδιο του ελληνικού Δημοσίου, διά του ΤΧΣ, παραμένει σημαντικό, ακόμα και στις τράπεζες που δεν χρειάστηκαν δημόσιο χρήμα για να ανακεφαλαιοποιηθούν (με εξαίρεση την Eurobank). Δεν ξέρουμε ποια είναι η διασπορά των μετοχών και ποια φαντς έχουν τι ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου. Αλλά 11% που είναι το μικρότερο ποσοστό (στην AlphaBank) είναι ασυνήθιστα υψηλό για μεγάλες τράπεζες. Επιπλέον, αυτή τη φορά οι μετοχές του ΤΧΣ έχουνε πλήρη δικαιώματα, που δεν τα είχαν πριν. Μόνο που, όπως φάνηκε, η επιδίωξη είναι να ανακτήσει το Δημόσιο τα χρήματα που έβαλε ή, τέλος πάντων, όσο περισσότερα μπορεί. Αυτό σημαίνει νέο γύρο ιδιωτικοποιήσεων, μόλις η αξία των μετοχών αυξηθεί κάπως. Και αν η κυβέρνηση δεν το θέλει, αυτή θα είναι η επιδίωξη των δανειστών, που έχουν αποφασιστικό λόγο στο ΤΧΣ, – όχι μόνο για να πάρουν τα λεφτά τους πίσω, αλλά και για λόγους κοινωνικής τάξης πραγμάτων, επειδή δηλαδή η ιδιωτικοποίηση είναι αυτοσκοπός. Ο ρεαλιστικότερος δρόμος για την άνοδο της τιμής των μετοχών είναι η απομόχλευση, δηλαδή η εκκαθάριση των «κόκκινων δανείων», συγκεκριμένα των επιχειρηματικών δανείων. Σε αντίθεση με τα στεγαστικά, που αφορούν διάσπαρτες ιδιοκτησίες με μικρό ενδιαφέρον για το ρίαλ εστέιτ μεγάλης κλίμακας, τα επιχειρηματικά δάνεια σχετίζονται συχνά με μεσαίες και μεγάλες έγγειες ιδιοκτησίες, που πράγματι «κρύβουν υπεραξίες», όπως γράφτηκε από στελέχη τραπεζών. Η αξιοποίηση τέτοιων ιδιοκτησιών από τα διάφορα φαντς μετά, κρύβει με τη σειρά της μεγάλες πιθανότητες για φούσκες, τοξικά παράγωγα και πυραμίδες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα είναι πιθανό σε επιχειρήσεις που μπορούν, έστω με δυσκολία, να ανακάμψουν, να επιλεγεί η μελλοντικά πιο κερδοφόρα λύση της εκκαθάρισης, αφού προηγουμένως έχουν μετοχοποιηθεί τα χρέη τους και οι τράπεζες, μία ή περισσότερες, έχουν αναλάβει τη διοίκηση.

Αβέβαιη η χρηματοδότηση της οικονομίας

Με αυτά τα δεδομένα η χρηματοδότηση της οικονομίας από τις τράπεζες δεν αποκλείεται, αλλά θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, ακόμα και αν υπάρξει επιστροφή των καταθέσεων και αποκατάσταση της δανειοδοτικής τους δυνατότητας. Διότι η απομόχλευση, που θα επιδιώξουν οι τράπεζες, είναι το ακριβώς αντίθετο της χρηματοδότησης της οικονομίας. Το σημαντικότερο όμως είναι ποια πολιτική χρηματοδότησης θα επιλεγεί, με ποια κριτήρια και σε ποιους τομείς. Σε ποιο βαθμό οι τράπεζες θα αναλάβουν τον κίνδυνο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης με σχετικά χαμηλή απόδοση, όταν υπάρχουν ελκυστικότερες δυνατότητες;

Η χρηματοδότηση μιας οικονομίας που δεν βρίσκεται απλώς σε κρίση, αλλά έχει χάσει σημαντικό μέρος των πάγιων στοιχείων του κεφαλαίου της, είναι αδύνατο να γίνει με ιδιωτικό-κερδοσκοπικό τραπεζικό σύστημα. Η επιλογή των κλάδων και των μονάδων που μπορούν να στηρίξουν την ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να είναι ζήτημα πολιτικών αποφάσεων, κι αυτές, για να εφαρμοστούν, χρειάζεται το κράτος να θέλει να τις πάρει και να τις εφαρμόσει και να έχει τα χρηματοδοτικά εργαλεία ή να μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την κρίση και την πολιτική τους.

Στην Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του 1990, η κρατική ιδιοκτησία των τραπεζών περιορίζεται μέχρις εξαφανίσεως και η χρηματοδοτική πολιτική των τραπεζών παύει να επηρεάζεται από την οικονομική πολιτική. Το κράτος επηρεάζει τις δανειοδοτήσεις, αλλά μόνο ως εργαλείο προσεταιρισμού μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, ιδίως εκδοτικών, και οι τραπεζίτες ακολουθούν, εφόσον στο υπόλοιπο μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Ακόμα και η αναγκαστική κρατικοποίηση των τραπεζών μέσα στην κρίση – όπως έκαναν τα περισσότερα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη – δεν οδήγησε σε πολιτική χρηματοδότησης της οικονομίας. Το μέλημα ήταν πάντα η διασφάλιση των τραπεζιτών. Ακόμα και σήμερα, παρά τη διακηρυγμένη αντίθετη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, αυτή η στάση δεν άλλαξε, διότι τον αποφασιστικό λόγο τον έχουν οι δανειστές. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς την εχθρική στάση της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στον γερμανικό δημόσιο και τον συνεταιριστικό τραπεζικό τομέα, για τον οποίο είχε γράψει η Εποχή, και τη συνεχιζόμενη προσπάθεια να υπαχθεί και αυτός στην εποπτεία της Ερωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Μη κερδοσκοπικές τράπεζες;

Εδώ έρχεται να δέσει η δήλωση του αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης για δημιουργία «παράλληλου τραπεζικού συστήματος» που δεν θα υπάγεται στον έλεγχο της ΕΚΤ. Είναι κατανοητή η κατευναστική αντίδραση πηγών της κυβέρνησης στην περίοδο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών: μια επισημοποίηση της πρότασης και, πολύ περισσότερο, η λήψη σχετικών μέτρων, θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς την ανακεφαλαιοποίηση. Τώρα όμως αυτό τελείωσε. Θα είναι πραγματικά δυνατό να δημιουργηθεί τέτοιος τομέας (που δεν μπορεί να περιοριστεί στην, πολύ σημαντική, δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα);

Αυτό είναι απολύτως δυνατό με την ενίσχυση των συνεταιριστικών τραπεζών, ιδίως από την περιφερειακή και δημοτική αυτοδιοίκηση, τη δημιουργία δικής τους τράπεζας επενδύσεων, την αυστηρή κατοχύρωση του μη κερδοσκοπικού τους χαρακτήρα. Συμπληρωματικά στην αρχή θα μπορούσαν να ιδρυθούν τράπεζες των Περιφερειών – όχι αναπτυξιακές ούτε «ειδικού σκοπού», αλλά μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ως εργαλεία της περιφερειακής ανάπτυξης, τράπεζες που θα προσελκύσουν τοπικούς καταθέτες και θα αποκτήσουν δανειοδοτική βάση, σε ανταγωνισμό με τις ιδιωτικές-κερδοσκοπικές τράπεζες και θα επιδείξουν μια διαφορετική τραπεζική και θα συναρθρωθούν σε δίκτυο. Αυτά απαιτούν πολιτικές πρωτοβουλίες όχι αναγκαστικά κεντρικές, της κυβέρνησης, αλλά συντονισμένες, και αυστηρό πλαίσιο ελέγχου και αξιολόγησης. Η τεχνογνωσία υπάρχει, όπως υπάρχει και το ευρωπαϊκό πλαίσιο δραστηριότητας, ακόμα και αλληλοστήριξης τέτοιων τραπεζών. Δεν θα είναι εύκολο ούτε βραχυπρόθεσμο σχέδιο – άλλο όμως δεν υπάρχει.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)