Του Mισέλ Φεχέρ
Την ίδια στιγμή που οι γάλλοι σοσιαλιστές μέμφονται την Λαϊκή δεξιά (U.M.P.) επειδή προσεγγίζει το Εθνικό Μέτωπο (F.N.), ο Φρανσουά Ολάντ καλεί τους Έλληνες να ψηφίσουν τους συντηρητικούς και τους ακροδεξιούς εταίρους τους. Ηθικά επιλήψιμη, η παρέμβαση του Ολάντ είναι συνάμα αντίθετη προς τα συμφέροντα με την προϋπόθεση ασφαλώς ότι ο αρχηγός του γαλλικού κράτους αυτός επιδιώκει όντως να επηρεάσει τις αποφάσεις της γερμανικής καγκελαρίας.
Όταν αναφέρονται στην πολιτική κατάσταση της χώρας τους, οι γάλλοι σοσιαλιστές αρέσκονται να στιγματίζουν την κατάρρευση των αναχωμάτων που χωρίζουν την δεξιά από τα άκρα της. Υπογραμμίζουν ότι ενώ, από την πλευρά τους, τα ηγετικά στελέχη της Λαϊκής δεξιάς αρνούνται πλέον να επιλέξουν ανάμεσα στην κοινοβουλευτική αριστερά και τους υποστηριχτές της Μαρίν Λε Πεν, εκείνοι παραμένουν ουσιαστικά οι μόνοι πιστοί στην στρατηγική του δημοκρατικού μετώπου ακόμα και όταν είναι υποχρεωμένοι να αποσυρθούν από τις εκλογές υπέρ υποψηφίων που μόλις και μετά βίας διαφοροποιούνται από το Εθνικό Μέτωπο. Ακόμα χειρότερα αγανακτούν στο Σοσιαλιστικό Κόμμα (P.S.) με τους κληρονόμους του Γκωλισμόυ που ενώ σε επίπεδο κορυφής προσποιούνται ότι τηρούν ίσες αποστάσεις στην αντιπαράθεση των πολιτικών τους αντιπάλων μ’ ένα κόμμα που κάποτε θεωρούσαν επικίνδυνο για την δημοκρατία, σε τοπικό επίπεδο προετοιμάζουν συμμαχία των δύο στρατοπέδων της δεξιάς.
Αν οι κατηγορίες την νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ενάντια στους προκατόχους της είναι χωρίς καμία αντίρρηση βάσιμες, οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι αφορούν εξίσου και τον πρόεδρο που στηρίζει αυτή η πλειοψηφία. Σε συνέντευξη που έδωσε σε ελληνικό τηλεοπτικό δίκτυο, τρείς μέρες πριν την εκ νέου προσφυγή των Ελλήνων στις κάλπες, ο Φρανσουά Ολάντ τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ του Αντώνη Σαμαρά, του αρχηγού δηλαδή της Νέας Δημοκρατίας. Όμως, το κόμμα αυτό της συντηρητικής δεξιάς, προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές της 17ης Ιουνίου και να καλύψει την λαϊκή δυσαρέσκεια που προκάλεσε η υποταγή του στις εντολές της Ε.Ε., δέχθηκε στις εκλογικές του λίστες τους κομματάρχες του ΛΑ.Ο.Σ. – πρόκειται για την ελληνική εκδοχή του Εθνικού Μετώπου – ενώ παράλληλα υιοθέτησε την ξενόφοβη ρητορεία των νεοσύλλεκτών του. Με άλλα λόγια, η συγχώνευση της δεξιάς με την άκρα δεξιά που τόσο σοκάρει τους σοσιαλιστές στο Παρίσι, λαμβάνει στην Αθήνα την υποστήριξη του Πρόεδρου της Δημοκρατίας που προέρχεται από τις τάξεις τους. Μήπως όμως θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την παραπάνω κατηγορία άδικη δεδομένου ότι οι αληθινοί φίλοι του Φρανσουά Ολάντ είναι οι σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ; Μια τέτοια γραμμή υπεράσπισης μετά βίας μπορεί να αναιρέσει την ανάλυσή μας, δεδομένου ότι το άλλοτε κραταιό πολιτικό μόρφωμα έχει σήμερα συρρικνωθεί σε μια μικρή συμπληρωματική δύναμη που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα λάβει μερικές εφήμερες και ασήμαντες θέσεις σε μια εθνικό-συντηρητική κυβέρνηση.
Η παρέμβαση του Ολάντ στην ελληνική τηλεόραση, όντας ακόμα πιο αβάσταχτη κι από την στήριξη της συντρόφου του σ’ έναν αντάρτη του σοσιαλιστικού κόμματος που στήριξε η δεξιά, δεν συνιστά μικρότερο στρατηγικό λάθος απ’ ό,τι ηθικό ατόπημα. Διότι, αν είναι αλήθεια ότι η Γαλλία έχει ως στόχο να αναγκάσει την Γερμανία σε συμβιβασμό, δηλαδή να πείσει την Άνγκελα Μέρκελ ότι έχει συμφέρον να αναδιπλωθεί από τις θέσεις της για την δημοσιονομική πειθαρχία, τότε πως είναι δυνατό το γαλλικό πολιτικό προσωπικό να πετύχει το στόχο αυτό αν δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει τις προτάσεις του ως την μέση λύση ανάμεσα στις ανησυχίες των αγορών και την οργή των λαών; Με άλλα λόγια, αν η εκλογική αποτυχία του Ζαν-Λύκ Μελανσόν εξασφαλίζει στον Φρανσουά Ολάντ ελευθερία κινήσεων στο εσωτερικό μέτωπο, η αποτυχία ή η αδυναμία των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που συγγενεύουν με το Αριστερό Μέτωπο (Front de Gauche) δεν μπορεί παρά να έχει αντίθετα αποτελέσματα αφού ουσιαστικά τον αφοπλίζει απέναντι στο μέτωπο που έχουν συγκροτήσει οι αρχές του Βερολίνου, η Ε.Κ.Τ. και το Δ.Ν.Τ. Ποιο είναι λοιπόν το πραγματικό αντίκρισμα που έχει ή τέχνη του να συνθέτει κανείς αντίθετες προτάσεις – ο πρώην γραμματέας του Σοσιαλιστικού κόμματος υποτίθεται ότι κατέχει καλά τα μυστικά αυτής της τέχνης – όταν το σχετικό βάρος τους αποδεικνύεται ολοκληρωτικά δυσανάλογο; Εν ολίγοις, η απόφαση ν’ απευθυνθεί στους Έλληνες προκειμένου να τους πείσει να προτιμήσουν την ένωση της δεξιάς με την ακροδεξιά αντί της αριστεράς που αντιπροσωπεύει ο Σύριζα, φανερώνει ανικανότητα και ανηθικότητα - εκτός πάλι κι αν υποθέσουμε ότι ο Φρανσουά Ολάντ, θέλοντας να ξεπεράσει τον μακιαβελισμό του Φρανσουά Μιττεράν, παρενέβη στις εκλογές ενός κυρίαρχου λαού με σκοπό να θίξει την υπερηφάνεια των ψηφοφόρων, ωθώντας τους έτσι να κάνουν το αντίθετο από αυτό που τους ζητούσε.
Πιστεύοντας ότι η παραπάνω υπόθεση είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά, θεωρούμε ότι η συμπαράταξη του γάλλου προέδρου με την ευρωπαϊκή ορθοδοξία την οποία ωστόσο περηφανεύεται ότι αμφισβητεί μαρτυρά το πιο αξιοσημείωτο παράδοξο την τρέχουσας περιόδου: στον κόσμο των υπεύθυνων πολιτικών, των σοβαρών δημοσιογράφων και των αντικειμενικών ειδημόνων όπου ο Φρανσουά Ολάντ αναζητά την αξιοπιστία του, ο Γάλλος πρόεδρος δεν θα κάνει εκπτώσεις μόνο στο θάρρος και την γενναιοδωρία του. Για να φανεί ρεαλιστής, πρέπει να είναι έτοιμος να θυσιάσει την οικονομική και πολιτική ορθολογικότητα διακινδυνεύοντας να δυσαρεστήσει τους ψηφοφόρους του και να χάσει αυτούς που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν το πρόγραμμα του.
Μετάφραση: Δημήτρης Φούφουλας