to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

16:54 | 30.10.2013

Πολιτισμός

Ποιος γέλασε τελευταίος;

Αναδημοσιεύουμε ένα παλαιότερο κείμενο του Νίκου Σαραντάκου με αφορμή τη γέννηση του Κώστα Καρυωτάκη σαν σήμερα το 1896


Τις Κυριακές έχουμε συνήθως θέμα φιλολογικό, και το σημερινό μας φιλολογικό είναι, παρά τον ελαφρώς αινιγματικό τίτλο του. Ξέρουμε ότι κατά την παροιμία γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, αλλά εδώ ζητάμε να μάθουμε ποιος γέλασε τελευταίος. Βέβαια, για κάποιον που ξέρει καλά την ποίηση του μεσοπολέμου, η ερώτηση δεν είναι μυστηριώδης, και η απάντηση ίσως να είναι προφανής.

Βέβαια, αρχικά το ερώτημα δεν είχε διατυπωθεί ακριβώς έτσι, αλλά σε χρόνο μέλλοντα. Ποιος θα γελάσει τελευταίος; Ή, για να το αναπαράξω (σικ, είπαμε) όπως ακριβώς ειπώθηκε αρχικά, “ποιος τελευταίος θα γελάσει;”

Θα το καταλάβατε, είναι ο τελευταίος στίχος του ποιήματος του Κ. Καρυωτάκη “Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον”, που ο ποιητής το ονόμασε έτσι επειδή όλες οι ρίμες του αρχίζουν από το γράμμα άλφα, και που είναι μια σαρκαστική επίθεση προς έναν άλλον ποιητή, τον Μιλτιάδη Μαλακάση. Θα το έχετε σίγουρα ακούσει:

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,

ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,

μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο

ίδια τον ένα και τον άλλο;

Τους τρόπους, το παράστημά σας,

το θελκτικό μειδίαμά σας,

το monocle που σας βοηθάει

να βλέπετε μόνο στο πλάι

και μόνο αυτούς να χαιρετάτε

όσοι μοιάζουν αριστοκράται,

την περιποιημένη φάτσα,

την υπεροπτική γκριμάτσα,

από τη μια μεριά να βάλει

της ζυγαριάς, κι από την άλλη

πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,

μισητό σκήνωμα, θανάτου

άθυρμα, συντριμμένο βάζον,

εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,

ποιος τελευταίος θα γελάσει;

Το ποίημα περιλαμβάνεται στην τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη, την “Ελεγεία και σάτιρες”, αλλά είχε προδημοσιευτεί, μαζί με το ποίημα “Σταδιοδρομία”, στην εφημερίδα “Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος”, στις 20 Νοεμβρίου 1927. Το άλλο ποίημα είχε κι αυτό έναν σαρκαστικό υπαινιγμό για άνθρωπο των γραμμάτων, την ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, αλλά το έχω παρουσιάσει σε παλιότερο άρθρο μου, το οποίο αναπόφευκτα έχει κάποια κοινά στοιχεία με το παρόν ποίημα. Όπως έλεγα σε εκείνο το παλιότερο άρθρο, η Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος ήταν μια βραχύβια αλλά ποιοτική κυριακάτικη εφημερίδα (σαν περιοδικό) που έβγαινε το 1927 από τον οργανισμό Λαμπράκη. Είχε εκλεκτή φιλολογική ύλη με συνεργασίες των γνωστότερων Ελλήνων λογοτεχνών της εποχής.

Ο Καρυωτάκης συνεργαζόταν με την “Κυριακή” και εκεί είχε προδημοσιεύσει και άλλα ποιήματά του. Παρεμπιπτόντως, στο αναλυτικό χρονολόγιο Καρυωτάκη, που έχει συντάξει ο Γ.Π.Σαββίδης (στον β’ τόμο των Απάντων Καρυωτάκη, από τις εκδ. Ερμής), η δημοσίευση των 2 ποιημάτων στην Κυριακή έχει ξεχαστεί, ενώ οι άλλες αποδελτιώνονται.

Όπως βλέπετε κάτω από το ποίημα, ο Καρυωτάκης έκρινε σκόπιμο να βάλει απολογητική υποσημείωση στην οποία διευκρινίζει: “Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο“. Και δυο μέρες αργότερα, ίσως επειδή έκρινε ανεπαρκή τη διευκρίνιση, έστειλε γράμμα στον Μαλακάση, με το οποίο του ζήτησε συγνώμη και χαρακτήρισε “μια τρέλα” το ποίημά του, τρέλα στην οποία τον παρέσυραν “κυρίως οι δυνατότητες της ομοιοκαταληξίας”.

Βρισκόμαστε στα τέλη του 1927. Ο Καρυωτάκης είναι ένας 31χρονος ανερχόμενος ποιητής, με δυο συλλογές στο όνομά του που δεν έκαναν και πολύ μεγάλη εντύπωση, αν και όσοι παρακολουθούσαν τα λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του 1920 θα είχαν ήδη διαβάσει τα περισσότερα από τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του, που τον καθιέρωσε. Ο Μαλακάσης κοντεύει τα εξήντα (γεννήθηκε το 1869), είναι καταξιωμένος και πασίγνωστος ποιητής, πρόσφατα (1924) τιμημένος με το Αριστείο Γραμμάτων. Από πλούσια οικογένεια, μπόρεσε να αφιερωθεί στη λογοτεχνία χωρίς να νοιάζεται για τον βιοπορισμό, συμμετέχει στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας και, πράγματι, φοράει και μονόκλ.

Λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία του, τον Μάιο του 1928, ο Καρυωτάκης συναντήθηκε με τον Μαλακάση (πιθανώς τον επισκέφτηκε στο σπίτι του) και του ζήτησε και πάλι συγνώμη, αλλά το βέλος του είχε βρει στόχο, το ποίημά του είχε γίνει πασίγνωστο στους παροικούντες τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ, ιδίως τους νεότερους, ακόμα περισσότερο μετά την αυτοκτονία του. Για παράδειγμα, σε συνέντευξη του Μαλακάση δημοσιευμένη το 1932 στο λαϊκό περιοδικό Θεατής, ο Ν. Χάγερ-Μπουφίδης παραθέτει στίχους από το καρυωτακικό ποίημα και εξομολογείται ότι δεν ήξερε αν έπρεπε να το πιστέψει (μετά τη συνέντευξη, βεβαίως, δηλώνει ότι άλλαξε γνώμη).

Όπως μαθαίνουμε από ένα χρονογράφημα του Ξενόπουλου, δημοσιευμένο το 1936 στην εφημερίδα “Ελευθέρα Γνώμη” (μια αξιόλογη εκδοτική προσπάθεια που την έκλεισε η δικτατορία του Μεταξά) την εποχή εκείνη τα δύο γνωστότερα ποιήματα του Καρυωτάκη ήταν ο Μιχαλιός (“Τον Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη…) και η “Μικρή ασυμφωνία”. Ο Ξενόπουλος εκφράζει την αγανάκτησή του που ένα τόσο άσεβο ποίημα έχει γίνει αγαπητό στους νέους: «Κι αυτό λέγεται σάτιρα… του Μαλακάση και κινεί τους νέους σ΄εκστάσεις και θαυμασμούς! Αλλά για μένα, δεν είναι παρά μια φαντασία, μια αποκοτιά και μια ασέβεια. Ο Μαλακάσης δεν είναι μόνο ένας ‘κύριος κύριοι’ με υπεροπτική γκριμάτσα. Είναι κι ένας θαυμάσιος ποιητής! Να βγαίνει λοιπόν ένας νέος και να του φωνάζει πως είναι μικρός μπροστά του, και να τον προκαλεί, και να του προφητεύει πως αυτός ο νέος, θα γελάσει τελευταίος, είναι κάτι που οι θαυμασταί του, αντί να το εξαίρουν ως σατιρικό αριστούργημα, έπρεπε να το κρύβουν, να το αποσιωπούν, ως μια κακή πράξη”. Η αγανάκτηση για το φαινόμενο του καρυωτακισμού και τους νεαρούς μιμητές του Καρυωτάκη κάνει εδώ τον Ξενόπουλο να χάσει την ψυχραιμία του και μαζί την (αποδεδειγμένη) κριτική του οξυδέρκεια, όταν στο ίδιο χρονογράφημα λέει ότι και ο Μιχαλιός είναι μεν “νόστιμο” ποίημα, αλλά…. “ο Σουρής έχει τέτοια πιο νόστιμα”, μια σύγκριση εντελώς άτοπη. (Παρεμπιπτόντως, πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από το συγκρότημα Δραμαμίνη ένα βίντεο κλιπ με μελοποιημένο ή δραματοποιημένο τον Μιχαλιό, που το βρήκα πολύ ενδιαφέρον). Η δικαιοσύνη πάντως επιβάλλει να πούμε ότι σε μεταγενέστερο κείμενό του (στο τεύχος που αφιέρωσε η Νέα Εστία στον Μαλακάση μετά τον θάνατό του, το 1943) ο Ξενόπουλος εκφράζει καλύτερη γνώμη για τον Καρυωτάκη, αν και πάλι καταλήγει ότι “δεν φτάνει κανέναν από τους μεγάλους μας”, ούτε τον Μαλακάση.

Και ο ίδιος ο Μαλακάσης πάντως το έφερε βαρέως, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Όπως θυμόταν ο Μανώλης Κανελλής, συχνά του έλεγε με απορία και πόνο: “Γιατί το έγραψε αυτό; Μα γιατί το έγραψε; Εγώ δεν τον επείραξα σε τίποτε… τουναντίον. Ε, λοιπόν, γιατί τόγραψε;” Ο Κανελλής μάλιστα θυμάται ότι το γράμμα του Καρυωτάκη ο Μαλακάσης το κρατούσε στο μεσαίο συρτάρι του γραφείου του και “δεν άφηνε επισκέπτη, φίλο του ή και απλό σχετικό, που να μην του το δείξει. Του το διάβαζε όλο από ξαρχής ως το τέλος και τούλεγε ύστερα με φανερή ικανοποίηση: – Είδατε λοιπόν; Είδατε; Μετενόησε…”. Αυτά ισχύουν για το 1929-1930, διότι μετά Κανελλής και Μαλακάσης ψυχράνθηκαν, αλλά και αργότερα ο Μαλακάσης δεν ξέχασε τη σάτιρα του Καρυωτάκη.

Το 1940, ο Μαλακάσης, σε γράμμα του προς τον Γιώργο Κοτζιούλα, αναρωτιέται: “Γιατί να μου αποδίδουν ιδιότητες που όχι μονάχα δεν τις έχω, αλλά και τις αποτροπιάζομαι; Παραδ. χάρη να κάνω τον κάμποσο, το γαλαζοαίματο, τον ακατάδεχτο, τον αριστοκράτη, και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα. Δε βρίσκω άλλη εξήγηση σ’ αυτές τις ανοησίες παρα πως το ύφος μου θα ξινίζει τους αγαθούς ανθρώπους. Αλλά πώς να το αλλάξω; Τέλος πάντων. Τουλάχιστον ο καημένος ο Καργωτάκης [sic] μου έγραψε, μετά το ποίημα το υβριστικό που μου αφιέρωσε, ένα γράμμα δικαιολογητικό. Μου λέγει σ’ αυτό, πως τους στίχους εκείνους τους έγραψε για να δοκιμάσει τη δυνατότητα της ρίμας!!!

                 Ας είναι συχωρεμένος. Ήτανε ποιητής, κι αυτό μ’ ενδιέφερε πάντα και μ’ ενδιαφέρει“.

Φροντίζει ωστόσο να προσθέσει, αμέσως μετά: “Τέτοιος είστε και εσείς ποιητής δυνατός, πρωτότυπος και καλύτερός του πολύ. Ευκαιρία θέλω να βρω να το πω και να το διαλαλήσω“. Να σημειωθεί ότι ο Κοτζιούλας είχε περάσει την καρυωτακική του φάση και είχε γράψει και Ελεγείο στον Καρυωτάκη και πάντοτε τον εκτιμούσε, και αυτό θα το ήξερε ο Μαλακάσης.

Στις μέρες μας, η απάντηση στο ερώτημα του τελευταίου στίχου της Μικρής ασυμφωνίας έχει δοθεί. Ξέρουμε ποιος γέλασε τελευταίος. Όπως έγραψε ο Δημήτρης Φύσσας σε ένα σχόλιο της προηγούμενης συζήτησης, σήμερα περισσότερος κόσμος ξέρει τον Μαλακάση χάρη στο ποίημα του Καρυωτάκη, παρά από τα δικά του ποιήματα, αν και κάποια ποιήματα του Μαλακάση έχουν αντέξει στον χρόνο (εδώ μια αντιπροσωπευτική ανθολόγηση).

Σε ένα κείμενό του για τον Καρυωτάκη, γραμμένο είκοσι χρόνια μετά την αυτοκτονία του, το 1948 (“Η καθιέρωση του Καρυωτάκη”), ο Κοτζιούλας, ανάμεσα σε πολλές οξυδερκείς παρατηρήσεις, γράφει για τις επιδράσεις που δέχτηκε ο Καρυωτάκης (στάθηκε επίμονα ενάντιος στον Παλαμά, προσέχοντας μόνο τον Καβάφη) και παρατηρεί: “Μα ο πρώτος και πιο μόνιμος δάσκαλός του στάθηκε βέβαια ο Μαλακάσης, ο ίδιος που φιλοδωρήθηκε απ’ το θαυμαστή του με μια πικρόχολη σάτιρα, απ’ τις πιο χαριτωμένες της φιλολογίας μας”. Μήπως λοιπόν η Μικρή Ασυμφωνία ήταν ένα είδος ποιητικής πατροκτονίας;

karyotkyr2

Πηγή: sarantakos.wordpress.com

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)