to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

«Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου», 40 χρόνια μετά...

Το σκάνδαλο του Γουοτεργκέιτ, που αποκάλυψαν δύο νεαροί ρεπόρτερ το 1972, δεν σταμάτησε ποτέ να εμπνέει συγγραφείς, δημοσιογράφους και σκηνοθέτες. Τι απέγιναν όμως οι πρωταγωνιστές του και γιατί η αμερικανική κοινωνία συνεχίζει, 40 χρόνια μετά, να ασχολείται με τις δολοπλοκίες του προέδρου Νίξον;


«Η ιστορία του Γουότεργκειτ είναι τόσο σαγηνευτική πρώτα απ’όλα επειδή έχει αυτή τη φυσική αφηγηματική μορφή, που την κάνει να μοιάζει με μυθιστόρημα» δηλώνει ο Τόμας Μαλόν, συγγραφέας του πιο επιτυχημένου ίσως ιστορικού μυθιστορήματος της φετινής χρονιάς στις Η.Π.Α, με εύγλωττο τίτλο...«Γουοτεργκέιτ»! «Η πλοκή εξελίσσεται συνεχώς και φθάνει σε μια σειρά από διαφορετικές κορυφώσεις, δίνοντας σου την αίσθηση ότι διαβάζεις ένα αστυνομικό θρίλερ». Και όπως σε κάθε καλό αστυνομικό θρίλερ, έτσι και εδώ όλα ξεκινούν από ένα έγκλημα: Ήταν 17 Ιουνίου του 1972, στις 2.30 τα ξημερώματα, όταν πέντε άνδρες που είχαν προηγουμένως διαρρήξει τα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος, στο συγκρότημα Γουοτεργκέιτ της Ουάσιγκτον, συλλαμβάνονται επ’αυτοφώρω να τοποθετούν «κοριούς» στο εσωτερικό του.. Από την πρώτη στιγμή, η υπόθεση έδειχνε να έχει κάτι το ασυνήθιστο. Οι συλληφθέντες δεν έμοιαζαν με τους χαρακτηριστικούς διαρρήκτες του αμερικανικού υποκόσμου. Φορούσαν ακριβά κοστούμια και χειρουργικά γάντια, κουβαλούσαν πάνω από 2.000$ σε χαρτονομίσματα των 100$, διέθεταν πολύ εκλεπτυσμένους ηλεκτρονικούς μηχανισμούς παρακολούθησης, γουόκι τόκι και κάμερες των 35mm.
 
Λίγες ώρες αργότερα, στην αίθουσα του δικαστηρίου, ένας από τους διαρρήκτες, ο Τζέιμς Μακ Κορντ, δήλωνε ως επάγγελμα στον εμβρόντητο δικαστή: «σύμβουλος για θέματα Ασφαλείας της CIΑ!». Πίσω από τα αστραφτερά γραφεία του Λευκού Οίκου, ένας «μυστικός πόλεμος» βρισκόταν σε εξέλιξη και κανείς δεν το γνώριζε μέχρι εκείνο το πρωινό του Ιουνίου.
 
 
Πόλεμοι, σκάνδαλα και μαγνητοταινίες... 
 
 
Όταν το καλοκαίρι του 1971, οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» άρχισαν να δημοσιεύουν «τα απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου», που αποκάλυπταν ότι ο αμερικανικός λαός είχε σκόπιμα εξαπατηθεί τόσο από τον Κένεντι όσο και από τον Τζόνσον για την εμπλοκή των Η.Π.Α στο Βιετνάμ, στο οβάλ γραφείο επικρατούσε πανικός. Ο Πρόεδρος ανησυχούσε ότι πίσω από τις διαρροές κρυβόταν μια φιλελεύθερη αριστερή συνωμοσία με σκοπό την ανατροπή του, δεν είχε όμως αποταθεί στο FBI, καθώς έτρεφε μια βαθειά δυσπιστία προς τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.
 
«Με τον Χούβερ, τον πανίσχυρο και επί πενήντα σχεδόν χρόνια διευθυντή του FBI, τα πήγαινε καλά γιατί...ένας θεός ξέρει τι μυστικά είχε ο Χούβερ για αυτόν» εξηγεί ο επιφανής ιστορικός Στάνλεϊ Κάτλερ.  «Όταν όμως πέθανε ο Χούβερ, ο Νίξον προσπάθησε να καταλάβει το FBI, ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο του. Δεν εμπιστευόταν ούτε τη CIA. Σκόπευε να απολύσει τον τότε διευθυντή της, τον Ρίτσαρντ Χελμς και να τον στείλει ως πρέσβη στο Ιράν κοντά στο Σάχη». 
 
Πολύ σύντομα, ο Λευκός Όικος αποφάσισε να οργανώσει την «εθνική ασφάλεια» από μόνος του, επιστρατεύοντας μια πλειάδα πρώην αξιωματικών των μυστικών υπηρεσιών. Στην πόρτα της αίθουσας 16 του Executive Office Building, καρφώθηκε μια μεγάλη επιγραφή: «Ν.Γ.-Υδραυλικός». Αποστολή: η καταπολέμηση των διαρροών.
           
«Ο Νίξον ήθελε να έχει τη δική του ομάδα να συλλέγει πληροφορίες για αυτόν, την προσωπική του αστυνομία ή τους προσωπικούς του διαρρήκτες αν θέλετε... Για αυτό δημιούργησε και τους “Υδραυλικούς”» σημειώνει ο Στάνλεϊ Κάτλερ. «Είναι πολύ δύσκολο να τον αξιολογήσει κανείς χωρίς να εξετάσει την προσωπικότητά του. Ο πιστός του σύμβουλός Μπομπ Χάλντεμαν έλεγε ένα πράγμα μόνο: “ήταν περίεργος”. Οι αγαπημένες του λέξεις ήταν “πόλεμος”, “μάχη”, “εχθροί”, είχε μάλιστα και μια λίστα εχθρών! Νόμιζε ότι βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους πάντες».
 
Ο «πόλεμος» δεν άργησε να επεκταθεί εναντίον της «νέας απειλής» που συνιστούσαν οι δημοκρατικοί ενόψει των προεδρικών εκλογών του φθινοπώρου του 1972. Χιλιάδες δολάρια από παράνομες εισφορές προς την εκλογική επιτροπή του Νίξον, «ξεπλένονταν» στο Μεξικό για να επιστρέψουν στις Η.Π.Α και να χρηματοδοτήσουν μια σειρά από ενέργειες πολιτικής κατασκοπείας, δολιοφθορές, παγιδεύσεις τηλεφώνων, παρακολουθήσεις και σαμποτάζ κάθε είδους εναντίον των Δημοκρατικών.
 
Οι «Υδραυλικοί» είχαν «ευφάνταστες» ιδέες, όχι όμως ιδιαίτερη διακριτικότητα και έτσι, μέχρι το 1973, το Γουότεργκειτ είχε εξελιχθεί σε ένα πρώτου μεγέθους εθνικό σκάνδαλο και αντικείμενο δυο επίσημων δικαστικών ερευνών. Και καθώς, ένας-ένας, οι στενότεροι σύμβουλοι του Προέδρου (Μπ. Χάλντεμαν, Τζ. Έρλιχμαν, Τζ. Μίτσελ, κ.α) φέρονταν μπλεγμένοι στην υπόθεση, οι χειρότερες υποψίες επιβεβαιώθηκαν όταν αποκαλύφθηκε ότι, από το 1971, ο Πρόεδρος είχε ουσιαστικά παγιδεύσει ολόκληρο τον Λευκό Οίκο (!) μαγνητοφωνώντας συστηματικά όλες τις συζητήσεις που γίνονταν στο οβάλ γραφείο, στην αίθουσα διασκέψεων και στα προσωπικά του τηλέφωνα. Οι μαγνητοταινίες αποκάλυπταν ότι ο Νίξον, μόλις έξι μέρες μετά την διάρρηξη στο κτίριο Γουοτεργκέιτ, οργάνωνε ήδη με τους συνεργάτες του τη συγκάλυψη της υπόθεσης.
 
 
Γουοτεργκέιτ και αμερικανική πολιτική
 
«Το Γουοτεργκέιτ εξελίχθηκε σε μια πολύ σοβαρή συνταγματική κρίση. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα αφορούσε το κατά πόσο ο ίδιος ο Πρόεδρος των Η.Π.Α έπρεπε να λογοδοτήσει για τις πράξεις του» αναφέρει ο Στάνλεϊ Κάτλερ.
 
«Ο Νίξον υπήρξε η πιο καθοριστική πολιτική προσωπικότητα των τελευταίων 50-60 χρόνων στις Η.Π.Α. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι Η.Π.Α είχαν περάσει 30 χρόνια ύφεσης, με δύο Παγκόσμιους και έναν Ψυχρό πόλεμο. Οι πολίτες είχαν μια βαθειά αισιοδοξία στην αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης τους. Όλοι πιστεύαμε ότι η κυβέρνηση μας έλεγε αλήθειες, ήταν συνετή, ενάρετη και μας υπηρετούσε. Αλλά αν το σκεφτεί κανείς με κάποια χρονική απόσταση, υπήρξαν τρία γεγονότα που άλλαξαν βαθμιαία αυτή τη θέση των Αμερικανών πολιτών. Πρώτα η δολοφονία του Τζον Κένεντι το 1963, μετά ο πόλεμος του Βιετνάμ που άφησε μια τεράστια πληγή που η αμερικανική κοινωνία ακόμη δεν έχει ξεπεράσει πλήρως, και τέλος το Γουότεργκέιτ. Τα τρία αυτά γεγονότα δημιούργησαν γενικευμένη δυσπιστία και έναν έντονο κυνισμό, που επικρατεί μέχρι σήμερα. Αυτό που ανακαλύψαμε ήταν ότι η κυβέρνηση μπορούσε να μας λέει και ψέματα...»
 
Στις 9 Αυγούστου του 1974, υπό την πίεση των εξελίξεων, ο Νίξον αναγκάστηκε να υποβάλλει τη παραίτηση του. «Πρόκειται για ένα γεγονός τόσο μοναδικό, τόσο εξαιρετικό στην αμερικανική ιστορία...» εξηγεί ο Στάνλεϊ Κάτλερ. «Αν διαβάσετε το αμερικανικό σύνταγμα, περιέχει κάποιες ειδικές μνείες σε περίπτωση που ο πρόεδρος πεθάνει, καταστεί ανίκανος ή παρατηθεί. Πάντοτε διαβάζαμε αυτή την τρίτη λέξη και την προσπερνούσαμε γρήγορα-γρήγορα, πολύ απλά διότι κανένας πρόεδρος δεν είχε ποτέ παραιτηθεί...»
 
«Το Γουοτεργκέιτ δεν άφησε σημάδια μόνο στη σκέψη, στις λογοτεχνικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις» αναφέρει o κοινωνιολόγος Μάικλ Σούτσον, «αλλά και σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνική μνήμη, όπως για παράδειγμα στη γλώσσα με την περίφημη κατάληξη “γκέιτ”, που τοποθετούμε πίσω από κάθε καινούριο σκάνδαλο ή στους νόμους που θεσπίστηκαν με αφορμή τα γεγονότα.
 
 
Ο μύθος του Δαβίδ και του Γολιάθ
 
«Αυτό που διαπίστωσα με την έκδοση του βιβλίου μου, είναι ότι υπάρχει μια νοσταλγία για εκείνη την περίοδο» περιγράφει ο Τόμας Μαλόν. «Οι άνθρωποι θεωρούν ότι ήταν μια εποχή που τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι όπως θα έπρεπε να εξελιχθούν: “Το σύστημα λειτούργησε”, όπως λένε. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι εκείνη την περίοδο μπορούσε ακόμη να θριαμβεύσει του Καλό επί του Κακού». Όσο σημαντικό και αν ήταν όμως το Γουότεργκειτ για την πολιτική ιστορία της Αμερικής, το αδιάλειπτο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης οφείλεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, στη δημιουργία ενός σύγχρονου «μύθου» της δημοσιογραφίας. Και αυτό όχι δίχως τη συνεισφορά του Χόλιγουντ.
 
Το πολύκροτο βιβλίο «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου», που κυκλοφόρησαν οι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν, οι δύο νεαροί τότε δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το θέμα στα πρωτοσέλιδα της «Ουάσινγκτον Ποστ», έγινε μεμιάς ανάρπαστο. Σύντομα, το ταξίδι τους στα άδυτα του κυβερνητικού σκανδάλου συνάντησε τη μεγάλη οθόνη σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας του ‘70, με την υπογραφή του σκηνοθέτη Άλαν Πάκουλα. Στην τελευταία σκηνή της κινηματογραφικής μεταφοράς, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Ντάστιν Χόφμαν, που υποδύονταν τον Μπομπ Γούντγουορντ και τον Καρλ Μπέρνσταϊν αντίστοιχα, επισκέπτονται αργά το βράδυ τον διευθυντή σύνταξης της «Ουάσιγνκτον Ποστ», Μπεν Μπράντλεϊ (Τζέισον Ρόμπαρτς). Με μια κοφτή δήλωση του ανακοινώνουν τα τελευταία τους ευρήματα: «Όλοι είναι μπλεγμένοι...». Η απάντηση του Μπράντλεϊ ενσάρκωνε τις προσδοκίες ενός ολόκληρου έθνους για τον ελεγκτικό ρόλο της δημοσιογραφίας: «Το μόνο που διακυβεύεται είναι το πρώτο άρθρο του Συντάγματος, η ελευθερία του τύπου και ίσως το μέλλον της χώρας...». Το γεγονός ότι τα κοφτερά αυτά λόγια δεν ειπώθηκαν ποτέ στην πραγματικότητα, έχει ίσως μικρή σημασία...
 
Όπως εξηγεί ο κοινωνιολόγος Μάικλ Σούτσον, «ο ρόλος του τύπου στο Γουοτεργκέιτ μετατράπηκε σε ένα εθνικό μύθο, μια ιστορία που παραμένει στη μνήμη καθώς οι λεπτομέρειες για τις πράξεις του Νίξον περνούν στη λήθη. Σύμφωνα με το μύθο, οι δύο νεαροί ρεπόρτερ κατάφεραν να ρίξουν τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Είναι ο μύθος του Δαυίδ και του Γολιάθ, των αδύναμων ανθρώπων που ανατρέπουν ένα θεσμό συντριπτικής ισχύος. Ο Τύπος, με μόνο όπλο την αλήθεια, σώζει την πατρίδα, όπως λέμε. Αυτό κρατάει ζωντανή τη δουλειά των δημοσιογράφων, παρουσιάζοντας την σαν το ιδεώδες του επαγγέλματος σε όλο τον κόσμο».
 
Σαράντα χρόνια μετά, οι δύο γκριζομάλληδες πλέον δημοσιογράφοι είναι δημόσια είδωλα. Πασίγνωστοι (αλλά και πάμπλουτοι!) αρθρογραφούν στα εγκυρότερα έντυπα της αμερικανικής πρωτεύουσας, γράφουν μπεστ-σέλερ, δίνουν διαλέξεις σε πανεπιστήμια, εμφανίζονται σε τηλεοπτικές εκπομπές και εξακολουθούν να ασχολούνται με την ερευνητική δημοσιογραφία, όμως το «στόρι» τους παρουσιάζει σήμερα κάποια κενά...
 
«Χωρίς να θέλω να στερήσω τίποτα από την καταπληκτική δουλεία των Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν, τίποτα από όλα αυτά που γράφουν δεν θα είχε γίνει χωρίς την υποστήριξη των συντακτών και της εκδότριας της ‘Ουάσιγκτον Πόστ» σημειώνει ο Μάικλ Σούτσον. «Επιπροσθέτως, οι αποκαλύψεις δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί χωρίς τα ομοσπονδιακά δικαστήρια, τα οποία απέσπασαν πληροφορίες που ενέπλεκαν το Λευκό Οίκο από τους διαρρήκτες, την ερευνητική επιτροπή του Κογκρέσου, τις αγωγές που κατέθεσε το Δημοκρατικό κόμμα...Χωρίς τον συνδυασμό όλων αυτών, δεν θα υπήρχε παραίτηση του προέδρου. Είναι πιο ακριβές και πιο ενδιαφέρον να λάβουμε όλους αυτούς τους παράγοντες υπόψη. Απλά δεν κάνουν μια τόσο καλή ταινία».
 
 
Πόσο «βαθύ» ήταν το «Βαθύ Λαρύγγι»;
 
 
Το «Βαθύ Λαρύγγι» το γνωρίσαμε πρώτη φορά μέσα από την συγγραφική τέχνη των Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν και σύντομα μετατράπηκε σε ένα είδος σύγχρονου Ζορό, που συμπλήρωνε το «μύθο» της δημοσιογραφίας. Ένα υψηλά ιστάμενο κυβερνητικό στέλεχος με βαθειά αίσθηση καθήκοντος είχε αποφασίσει να μην αφήσει το θέμα στο σκοτάδι. Ο περίφημος ανώνυμος πληροφοριοδότης του Γούντγουορντ συστηματικά επιβεβαίωνε ή διέψευδε απόρρητες πληροφορίες, αποκαλύπτοντας βασικές πτυχές του κυβερνητικού σκανδάλου. Για πάνω από τριάντα χρόνια, η ταυτότητα του παρέμεινε μυστική, μέχρι που τον Ιούλιο του 2005, το Vanity Fair Magazine αποκάλυψε ότι ο άνθρωπος πίσω από τη «μάσκα» ήταν ένας όχι και τόσο «ηθικός» άνδρας: ο πρώην Νο2 του FBI, Μαρκ Φελτ.
 
«Το παραμύθι του μυστικού πληροφοριοδότη που αναστατωμένος από την ανομία του Λευκού Οίκου αποφάσισε να αντιδράσει για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, παρατράβηξε» αναφέρει ο δημοσιογράφος Μαξ Χόλαντ, συγγραφέας ενός ακόμη βιβλίου για το Γουοτεργκέιτ που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση φέτος, με τίτλο «Διαρροή: Πως ο Μαρκ Φελτ έγινε το “Βαθύ Λαρύγγι”».
 
«Στην πραγματικότητα οι λόγοι της διαρροής ήταν πολύ πιο εγωιστικοί. Μετά το θάνατο του Χούβερ, ο Φελτ, επειδή δεν διορίστηκε διευθυντής του FBI, αποφάσισε να υπονομεύσει το νέο διευθυντή Πάτρικ Γκρέι, διαρρέοντας πληροφορίες για την έρευνα του FBI στο Γουοτεργκέιτ. Ήξερε ότι αυτό θα αναστάτωνε τον Νίξον και πίστευε ότι ο Λευκός Οίκος θα κοιτούσε τον Γκρέι και θα έλεγε “αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να διευθύνει το FBI, χρειαζόμαστε κάποιον με εμπειρία, κάποιον που να ξέρει να επιβάλλει πειθαρχία, κάποιον σαν τον Χούβερ”. Αυτός φυσικά θα ήταν ο Μαρκ Φελτ. Η ιδέα ότι ο Φελτ ήθελε να καταστρέψει τον Νίξον είναι εντελώς ανόητη, γιατί ο Νίξον ήταν ο μόνος Πρόεδρος που θα τον έκανε διευθυντή. Οι δημοκρατικοί σίγουρα θα το απέφευγαν...Απλώς οι διαρροές οδήγησαν σε κάτι που ο ίδιος δεν είχε προβλέψει.
 
Νομίζω ότι το βιβλίο μου –υπογραμμίζει ο Μαξ Χόλαντ- εντοπίζει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα αναφορικά με το πώς οι ανώνυμες κυβερνητικές πηγές μπορούν να χειραγωγούν τους δημοσιογράφους. Ο δημοσιογράφος μπορεί να γίνει «εργαλείο» της πηγής, όπως ο Φελτ προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το Γούντγουορντ. Οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιήθηκαν με πολύ παρόμοιο τρόπο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της κοινής γνώμης για τον πόλεμο στο Ιράκ. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες ζήτημα, που δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί ως κληρονομιά του Γουοτεργκέιτ...»
 
 
Από το Γουοτεργκέιτ στα WikiLeaks
 
Ίσως όχι τυχαία, ο θρύλος του «Βαθιού Λαρυγγιού» άρχισε να σβήνει την ίδια περίπου στιγμή που τα WikiLeaks έσκαγαν σαν ατομική βόμβα. Το δημιούργημα του Τζούλιαν Ασάντζ δημοσίευσε τα τελευταία χρόνια περισσότερα απόρρητα έγγραφα από όλα τα μέσα ενημέρωσης του κόσμου μαζί και σήμερα, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει, αυτοχαρακτηρίζεται ως ένας δημοσιογραφικός οργανισμός με στόχο την καταπολέμηση των καταχρήσεων εξουσίας. Και ενώ ο Μπομπ Γούντγουορντ επιμένει, λέγοντας ότι «δεν μπορείς να βρεις το Βαθύ Λαρύγγι στο Facebook», η διάδοση των ψηφιακών μέσων επέφερε δίχως αμφιβολία ένα ακόμη χτύπημα στην ρομαντική εικόνα της δημοσιογραφίας που μας κληρονόμησε το Γουοτεργκέιτ. Υπάρχει άραγε ακόμη χώρος για το είδος της ερευνητικής δημοσιογραφίας με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές επίδοξων ρεπόρτερ;
 
«Βρίσκουμε πράγματι μια πληθώρα ανεπεξέργαστων πληροφοριών στα WikiLeaks, αλλά τι σημαίνουν αυτές οι πληροφορίες, σε ποιο συμπέρασμα οδηγούν; Πρέπει να γράψεις μια ιστορία» εξηγεί ο Μαξ Χόλαντ. «Επειδή βρήκες ένα έγγραφο στο WikiLeaks δεν σημαίνει ότι η ιστορία τελείωσε, μπορεί να είναι μόνο η απαρχή της. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τους δημοσιογράφους ο καθένας για τον εαυτό του, δεν μπορούν κάθε φορά να ανακατασκευάζουν την ιστορία από τις διάφορες διάσπαρτες πληροφορίες. Εξακολουθούν να βασίζονται σε διαμεσολαβητές, όπως οι ρεπόρτερ και οι δημοσιογράφοι». Ο Νίξον, το «Βαθύ Λαρύγγι», οι δύο μαχητικοί ρεπόρτερ, η κατάληξη «γκέιτ» και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του σκανδάλου επανέρχονται συχνά στο προσκήνιο με διάφορες αφορμές, όμως είναι αμφίβολο αν οι περισσότεροι άνθρωποι που υπηρετούν σε θέσεις-κλειδιά διδάχτηκαν κάτι από αυτή την ιστορία... «Δεν είμαι καθόλου σίγουρος, δηλώνει ο Στάνλεϊ Κάτλερ, ότι πήραμε τα κατάλληλα διδάγματα. Κάποιος θα πίστευε, για παράδειγμα, ότι με το Βιετνάμ οι ΗΠΑ θα συνειδητοποιούσαν τα όρια της δύναμης τους. Και διερωτώμαι καθώς βλέπω την Αμερική στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν: Άραγε, μάθαμε τίποτα από το πρόσφατο παρελθόν μας;»
 
 
O «ελληνικός σύνδεσμος»: Χούντα και Γουοτεργκέιτ
 
Τι έψαχναν άραγε οι διαρρήκτες στο Γουοτεργκέιτ; Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στην εισβολή στα γραφεία των δημοκρατικών. Μια από τις πλέον δημοφιλείς και τεκμηριωμένες προσεγγίσεις του ζητήματος ανήκει στον ιστορικό Στάνλεϊ Κάτλερ και εντοπίζει μία από τις ρίζες της διάρρηξης στην....ελληνική ΚΥΠ!
 
Το 1968, μετά από εντολή του ίδιου του δικτάτορα Παπαδόπουλου, ο τότε υποδιοικητής της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογιάλης χρηματοδότησε τον προεκλογικό αγώνα του Νίξον με το ποσό των 549.000 δολαρίων. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από χορηγίες της CIA προς την ΚΥΠ για τον αγώνα εναντίον του κομμουνισμού και στην πραγματικότητα «ξεπλύθηκαν» στην Ελλάδα, μέσω του επιχειρηματία Τομ Πάπας, για να επιστρέψουν κατόπιν στην Αμερική. Ο Έλληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος, αυτοεξόριστος τότε στην Ουάσινγκτον, ήλθε εις γνώσιν της συναλλαγής και επέδωσε αποδεικτικά στοιχεία στον επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας των δημοκρατικών. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι παράνομα χρηματικά ποσά εισήλθαν στη χώρα από την Ελλάδα» δηλώνει ο Στάνλεϊ Κάτλερ. «Είναι πολύ πιθανόν η διάρρηξη στα γραφεία των δημοκρατικών να πραγματοποιήθηκε για να πληροφορηθούν τι ακριβώς ήξεραν οι αντίπαλοί τους για τις παράνομες χορηγίες, ﷽



Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό g/k τον Ιούνιο του 2012. Το αναδημοσιεύουμε με αφορμή το θάνατο του επικεφαλής της Washington Post, Μπεν Μπράντλι, ο οποίος είχε την πλήρη επίβλεψη της αποκάλυψης του Watergate

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)