to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

0:51 | 10.08.2015

Κοινωνία

Λιγνιτωρυχείο Αλιβερίου: H ματωμένη εξέγερση στις 10/8/1933

Στις 10 Αυγούστου του 1933 οι εργάτες στο λιγνιτωρυχείο του Αλιβερίου, διεκδικώντας τα χρήματα που τους οφείλονταν -ήταν απλήρωτοι 6 μήνες-, πραγματοποίησαν πορεία μαζί με τις οικογένειές τους από τον Άγιο Λουκά προς τα γραφεία της εταιρείας στον Μπρινιά, όπου τους περίμεναν αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες, κάνοντας χρήση των όπλων, τραυμάτισαν αρκετούς από τους διαδηλωτές. Στη φωτό η σημαία του Σωματείου των ανθρακωρύχων


Βία και αίμα

Το καλοκαίρι του ’33 έπεσαν οι πρώτες 50 υπογραφές για να δημιουργηθεί σωματείο. 
Την άλλη μέρα και ενώ το ιδρυτικό καταθέτονταν στο πρωτοδικείο Χαλκίδας, η εταιρία απολύει τα μέλη του. Έτσι προγραμματίζεται συγκέντρωση στα γραφεία της εταιρίας. Ο διευθυντής Ν. Γρυπάρης ειδοποιεί την χωροφυλακή, η οποία έφερε ενισχύσεις και από την Κύμη με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Πηλό. Οι εργάτες σπάζουν το φράγμα και επιδίδουν τα αιτήματα τους. Ο διευθυντής ζητά προθεσμία μέχρι την Πέμπτη για να ενημερώσει τον ιδιοκτήτη Εμπειρίκο*.


Κηρύσσεται γενική απεργία. Έρχεται η Πέμπτη και οι εργάτες προχωρούν προς το λιγνιτωρυχείο να πάρουν απαντήσεις. Στα μισά του δρόμου δέχονται τα πυρά της χωροφυλακής…. 22 διαδηλωτές τραυματίες, μερικοί έμειναν ανάπηροι για όλη τους τη ζωή.

Η έφημερίδα «Εύριπος» στο φύλλο της 12ης Αυγούστου 1933 περιγράφει τα γεγονότα και καταλήγει:
«’Επείλθεν σύρραξις κατά τήν οποίαν η Αστυνομική δύναμις έπυροβόλησε έναντίον των εργατών, οι οποίοι διεσκορπίσ-θησαν. Από τους ριφθέντας πυροβολισμούς υπό των χωροφυλάκων ’ετραυματίσθησαν 15, εξ’ ών οκτώ βαρέως. 

Μεταξύ των τραυματισθέντων είναι οι Γ. Ζωντός, Ν. Χαρίτος Α. Παναγιωτάρης, Α. ’Αρβανίτης, Β. Μπαχάρας, Ι. Ρήγας, Β. Καρκαλέτσης, Κ. Προκοπίου, Γ. Μαρίνος, Γ. Λάντζος, Σ.’Αϊδίνης και Β.Μούντριχας, Μαρία σύζυγος Α. Θεοδώρου κ.α …».

Η εφημερίδα «Εύβοια» στο φύλλο της 16ης Αυγούστου 1933 γράφει:

«Εντόπιαι και Αθηναϊκαί ’εφημερίδες σχολιάζουσαι την προχθεσινήν τραγωδίαν τών ’ανθρακωρυχείων ’Αλιβερίου χαρακτηρίζουν αυτήν ως σύγκρουσιν ’εργατών και χωροφυλακής. ’Όχι μόνον ’εκ τών αποτελεσμάτων αλλά και ’εκ της πραγματικότητος η τραγωδία ’εκείνη δεν ήτο τίποτε άλλο αλλά καθαρά δολοφονία της οποίας τα θύματα είναι δύο δεκάδες περίπου αθώων και νομοταγών πολιτών. ’Εργαζόμενοι οι δυστυχείς έκείνοι έργάται εις τά ἔγκατα της γης, με διαρκή κίνδυνον της ζωής των, φθείροντες την υγείαν των μέ ευτελές ημερομίσθιον τριάκοντα δραχμών δεν επληρώνοντο τά ημερομίσθια των αυτά από έξ περίπου μηνών. Συντηρούμενοι εξ ιδίων εξήντλησαν και οικονομίας όσας είχον και πιστώσεις όσας ημπορούσαν να έχουν ώστε έφτασαν εις την πείναν, εις την στέρησιν των πάντων. Απελπισμένοι έπαυσαν να εργάζονται, διότι αι δυνάμεις των έχουν εξαντληθή, και εργάται, γυναίκες και παιδία, επήγαιναν να ζητήσουν από την διεύθυνσιν της εταιρείας το ξηρό ψωμί του τίμιου ιδρώτος των, χωρίς καμίαν άλλην διαμαρτυρίαν, διότι η πείνα τους είχε σβύσει και την φωνήν ακόμη. Η ηρωΐκή αστυνομία Αλιβερίου τους διέταξε να υποχωρήσουν, να φύγουν.

Οι εργάται όλοι μαζί με γυναίκες και παιδιά, εσήκωσαν τα χέρια ψηλά, σαν σε προσευχή, σαν αρχαίας τραγωδίας πραγματικοί ικέται προς τους Θεούς και επροχώρησαν γαλήνιοι. Αυτό η ηρωΐκή αστυνομία εθεώρησεν απείθειαν και ασέβειαν και το ετιμώρησε διά θανάτου. Με όσες σφαίρες είχαν οι χωροφύλακες αυτοί, εζήτησαν να αφαιρέσουν την ζωήν των αόπλων και πεινασμένων εργατών, απείρως κακούργοι, διότι επυροβόλησαν αόπλους ικέτας των Θεών ενώ προσηύχοντο. Αυτό είναι εκείνο που η αστυνομία ονομάζει σύγκρουσιν και αι εφημερίδες αποδέχονται. Την καθαράν δολοφονίαν, την ιεροσυλίαν ονομάζουν σύγκρουσιν» […]. έκαναν και μηνύσεις για να δικαστούμε σαν αναρχικοί. Είχανε επιστρατεύσει και τον περιβόητο τότε Δεσπότη της Κύμης Παντελεήμονα». 

και ο λαϊκός ποιητής Ν. Αντωνίου:


Εγινε μάχη θλιβερή, μάχη φαρμακωμένη
ποτέ δεν το περίμεναν οι εργάτες οι καϋμένοι.
Η καμπάνα του άγιου Λουκά βαρούσε πενθισμένα

Γιατ’ είκοσι εργάτες της, είχαν πνιγεί στο αίμα..

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε από τον κύριο Γιώργο Κατσαμάγκο, στην ομάδα "Έχω ματώσει και εγώ τα γόνατά μου στις αλάνες του Αλιβερίου", στο Facebook)  

(πηγή: http://vassilis-blog.blogspot.gr/2012/04/1933.html)

______________________________________________________________________________

 

(Σημείωση left.gr: Ο "ιδιοκτήτης Εμπειρίκος*", που αναφέρεται στο κείμενο, είναι ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, πατέρας του μεγάλου ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Αυτό προκύπτει από συνέντευξη του ιστορικού Λεωνίδα Εμπειρίκου, γιου του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, στον Τάσο Γουδέλη, συγγραφέα και σκηνοθέτη. Λέει στη συνέντευξη ο εγγονός Λεωνίδας για τον παππού: "Ο παππούς Λεωνίδας ήταν εφοπλιστής, επιχειρηματίας και νέος είχε ασχοληθεί με την πολιτική: ήταν βενιζελικός μέχρι το κόκαλο. Ήταν βουλευτής Άνδρου μέχρι τα τέλη του 1920 και είχε διατελέσει Υπουργός Επισιτισμού στην Κυβέρνηση της Άμυνας στην Θεσσαλονίκη."

Ενώ για τον πατέρα του, Ανδρέα Εμπειρίκο, κάνει την εξής αναφορά σε σχέση με το λιγνιτωρυχείο: "Η σχέση του με τη λογοτεχνία καθορίζεται από μια σειρά σημαντικών γεγονότων της ζωής του. Σε ηλικία 17 χρονών περίπου ήταν Τολστοϊστής. Όταν πια είχε παραιτηθεί από την επιχείρηση του πατέρα του, πήγαινε με τα πόδια στο Μπογιάτι και όργωνε με τους αρβανίτες χωρικούς στο πατρικό τσιφλίκι. Ήταν η πρώτη του εξέγερση εναντίον του παππού μου. Η δεύτερη ήταν όταν πήγε και δούλεψε εργάτης στα λιγνιτωρυχεία του πατέρα του στο Αλιβέρι για λόγους ιδεολογικούς. Εκείνη την εποχή έγραψε το ''Κόκκινο τραγούδι", όπου αναφέρεται σε ένα λαϊκό δικαστήριο στο οποίο πρόεδρος είναι ένας λεβητοποιός, ''ένας λεβέντης δικαστής..." και μάλλον δικάζει κάποιον που μοιάζει στον παππού μου... Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα ο ίδιος ο πατέρας μου θα ανακριθεί και θα δικασθεί από το ΚΚΕ.)

Ολόκληρη η συνέντευξη του ιστορικού Λεωνίδα Εμπειρίκου στον συγγραφέα Τάσο Γουδέλη

______________________________________________________________________________

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1933
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΛΟΥΚΑ


Βάρκας Γρυπάρης και Πυλάς έγιναν συμμορία 
και στείλαν χωροφύλακες έξω απ' την εργασία. 
Εργάτες αποφάσισαν όλοι συγκεντρωμένοι 
να πάνε να ζητήσουνε τα χρήματα οι καημένοι. 
Και πήραν τις γυναίκες τους και τα φτωχά παιδιά τους 
ίσως τους ελυπόντουσαν να πάρουν τα λεφτά τους.

Μα μόλις ήρθαν οι φτωχοί σε ζώνη ματωμένη 
ήταν οι χωροφύλακες όλοι ακροβολισμένοι. 
Ο Υπομοίραρχος Πύλος ΑΛΤ : δύο φορές φωνάζει
κι αμέσως το περίστροφο από τη θήκη βγάζει. 
Τότε οι τίμιοι αυτοί εργάτες τυραγνισμένοι 
εσήκωσαν τα χέρια τους απάνω οι καημένοι 
Και λέγουνε εις τον Πυλό πάμε για τα λεφτά μας 
τέσσερις μήνες μας χρωστάν πεινάνε τα παιδιά μας.

Τότε ο Υπομοίραρχος με λύσσα τους φωνάζει 
όλους τους χωροφύλακες και πυρ τους διατάζει 
Και βγάζει το πιστόλι του τρία φυσίγγια ρίχνει 
και τότε οι χωροφύλακες αρχίσανε και κείνοι. 
Πέφτει η πρώτη μπαταριά δέκα κορμιά σφαδάζουν
και με καημό στα χείλη τους κακούργους τους φωνάζουν.
Ο αστυνόμος Αλατζάς του Αλιβερίου φθάνει, 
ερχότανε κρυφά - κρυφά στης Βρύσης το ρουμάνι.
Αφού λοιπόν πλησίασε, πίσω και αυτός τους λέγει 
άδειασε το πιστόλι του, σηκώνεται και φεύγει. 

Έσωσαν τα φυσίγγια τους οι χωροφύλακες 
και με τον υποκόπανο αρχίζουν να κτυπούνε. 
Τότε ακούστει μια φωνή από μαραμένο στόμα. 
Κακούργοι δεν χορτάσατε παρά χτυπάτε ακόμα,
Κι άλλη φωνή ακούστηκε με πόνο με λαχτάρα,
ήτουνε ένας νεαρός που τον λεν Μπαχάρα.
Αυτός τους λέγει, φύγετε κ' εμείς αν θα σωθούμε 
εσάς και αυτούς τους αίτιους θα τους εκδικηθούμε.

Έγινε μάχη θλιβερή, μάχη φαρμακωμένη
ποτέ δεν το περίμεναν οι εργάτες οι καημένοι.
Καμπάνα του Αγίου Λουκά βαρούσε πενθισμένα 
γιατί είκοσι εργάτες της είχαν πνιγεί στο αίμα.

Ο ποιητής ο Όμηρος απ' την οδό Σταδίου.
Το όνομα του λέγεται, Νικόλαος Β. Αντωνίου
 

(γραμμένο από εργαζόμενο του λιγνιτωρυχείου κατά την περίοδο εκείνη)

(πηγή: http://dim-ag-ioann.eyv.sch.gr/Poihma_apergias.htm)

____________________________________________________________________________________________________________________

Ας δούμε όμως και πως σχολιάζει η εφημερίδα Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ.... με το μαχητικό της πνεύμα...

Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ

ΣΑΒΒΑΤΟ 12 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1933

ΧΡΟΝΟΣ Γ ΑΡΙΘΜ ΦΥΛΛΟΥ 313

ΤΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ ΤΟΥ ΑΛΙΒΕΡΙΟΥ

Πέντε μήνες δούλευαν οι εργάτες του Αλιβερίου χωρίς να πληρωθούν. Πέντε μήνες μέσα στη μαύρη κόλαση των μεταλλείων χωρίς να πέρνουν ούτε το εξευτελισμένο μεροκάματό τους για να θρέψουν τα πεινασμένα παιδιά τους.

Κι όταν το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο, όταν η πείνα έσφιξε το λαρύγγι τους, κατέφυγαν στο μόνο μέσο που έχει ο εργάτης για να υπερασπίζει το ψωμί του, και το δίκιο του την απεργία.

Μα η εταιρία στάθηκε ανένδοτη. Παρ’ όλα τα τεράστια κέρδη που την τελευταία περίοδο πραγματοποίησε, δεν υποχώρησε στη δίκια απαίτηση των εργατών, δεν δέχτηκε να τους πληρώσει τα ΔΟΥΛΕΜΕΝΑ μεροκάματά τους.

Και το αστικό Κράτος, όργανό της κι’ όργανο όλων των κοινωνικών παρασίτων και των εκμεταλλευτών, στάθηκε αμέσως στο πλευρό της κι’ έστειλε ις ένοπλες δυνάμεις του να “περιφρουρήσουν” όχι την “τάξη”, γιατί η τάξη δεν διασαλεύτηκε από κανένα, μα τα αισχρά συμφέροντα της εταιρίας, να την ενισχύσουν στο έργο του σφετερισμού κι’ αυτού του μεροκάματου των σκλάβων της.

Οι εργάτες που πεινούσαν, πέρνοντας τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους ξεκίνησαν ομαδικά, άοπλοι και μέ τα χέρια ψηλά για να ζητήσουν το δίκιο τους απ’ τις αρχές απ’ τους εκπρόσωπους της Κυβέρνησης του δημοκόπου Τσαλδάρη.

--“Διαλυθείτε”!

Ήταν η πρώτη απάντηση των “αρχών”.

--“Δεν θα πειράξουμε κανένα. Δεν θα κάνουμε κακό στις εγκαταστάσεις. Το ψωμί μας ζηούμε. Πέντε μήνες δεν μας πληρώνουν”.

Φώναζαν οι εργάτες, οι γυναίκες και τα παιδιά.

Η δεύτερη απάντηση υπήρξε τρομερή. Τα όπλα των χωροφυλάκων ξαπόλυσαν ομαδόν τις δολοφόνες σφαίρες τους. Τα κορμιά των εργατών, των γυναικών ααι των παιδιών τους δέχτηκαν το καυτό μολύβι. Είκοσι βαρειά χτυπημένοι. Ένας νεκρός.

Άγριο φρικιαστικό μακελειό. Απαίσιο άνανδρο έγκλημα που γράφει καινούργια ματωμένη σελίδα στην ιστορία του εργατικού αγώνα. Σφαγή που ξεπερνά σ’ έκταση κι αγριότητα κι’ αυτή την τελευταία σφαγή του Εργατικού Κέντρου της Σαλονίκης που οργάνωσε ο Βενιζέλος.

ΕΡΓΑΤΕΣ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ !

Κυτάχτε γι’ άλλη μιά φορά το έργο των δολοφόνων σας. Κυττάχτε πόσο εργατικό αίμα έβαψε τους δρόμους του Αλιβεριού.

Πλάι στους σκοτωμένους συντρόφους σας της Νάουσας, της Σαλονίκης, του Μεταλλικού κι’ άλλοι νεκροί, κι’ άλλοι σφαγμένοι. Γιατί? Γιατί ζήτησαν να πληρθούν τα δουλεμένα τους μεροκάματα.

Σφίξτε τη ροζιασμένη γροθιά σας, εργάτες. Σφίξτε και δυναμώστε τις γραμμές σας, εργάτες! Κι ορκιστείτε γι΄άλλη μιά φορά εκδίκηση.

Το αίμα των εργατών του Αλιβεριού δεν πρέπει να μείνει χωρίς απάντηση.

Οι δολοφόνοι ας τρέμουν γι’ αυτό. Η μέρα της πληρωμής δεν θ’ αργήσει.

(πηγή: http://akrat.blogspot.gr/2012/08/10-1933.html)

Πηγές:

http://vassilis-blog.blogspot.gr/2012/04/1933.html

http://dim-ag-ioann.eyv.sch.gr/Poihma_apergias.htm

http://akrat.blogspot.gr/2012/08/10-1933.html

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)