to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η ανάδυση της σύγχρονης Σκωτίας και οι ιδιομορφίες του εθνικισμού της

O Tom Nairn (πολιτικός επιστήμονας και σημαντικός θεωρητικός του εθνικισμού) από την πρώτη έκδοση, το 1977, της κλασικής σήμερα μελέτης του «Break-Up of Britain» υποστήριζε πως ο φιλελεύθερος, και όχι τόσο ο συντηρητικός, εθνικισμός,[1] είναι αυτός που θα έπαιζε ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στη διάσπαση του Ηνωμένου Βασιλείου. Δύο μέρες μετά την επικράτηση του «Όχι» στο δημοψήφισμα, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα της μελέτης, που αντλήσαμε από το μπλογκ των εκδόσεων Verso.


Η ανάδυση της σύγχρονης Σκωτίας σημαδεύτηκε από αδιάκοπες κοινωνικές αναταραχές. Ήταν μια διαδικασία παράλληλη με αυτή που έλαβε χώρα στην Αγγλία αλλά, όπως σημειώνει ο Ε.Π. Τόμσον στο The Making of the English Working Class, ήταν και «σημαντικά διαφορετική»: «Ο καλβινισμός δεν ήταν το ίδιο πράγμα με τον Μεθοδισμό, αν και είναι δύσκολο να πούμε ποιος από τους δύο ήταν χειρότερος, τον 19ο αιώνα [...] Και η λαϊκή κουλτούρα ήταν πολύ διαφορετική». Έθετε επίσης πολύ διαφορετικά ζητήματα. Αυτός είναι ο λόγος, φυσικά που, κάτω από τις πολύ διαφορετικές αυτές συνθήκες, οι αναταραχές δεν μετεξελίχθηκαν σε αυτονομιστικές. Στις σελίδες που αφιερώνει στον λαϊκό ριζοσπαστισμό στην Αγγλία, ο Τόμσον δείχνει πως οι πιο επαναστατικές τάσεις του προδόθηκαν από την έλλειψη υποστήριξης από τα πάνω: η νέα αστική τάξη μπορεί να έτρεφε έντονη δυσαρέσκεια για το ancien régime, αλλά ταυτόχρονα φοβόταν υπερβολικά τις δυνάμεις που αναπτύσσονταν από κάτω της για να πάρει τον δρόμο της επανάστασης. Έτσι, αφού δεν υποχρεώθηκε να πάρει αυτό τον δρόμο (έχοντας ήδη, ως τάξη, κατακτήσει επαρκή οικονομική ανεξαρτησία), τον εμπόδισε, αναπτύσσοντας μια όλο και πιο στενή σχέση με την παλαιά γεωκτητική αριστοκρατία.

Θα μπορούσαμε να κάνουμε παρόμοιες παρατηρήσεις και για τη Σκωτία. Εντούτοις, η κρίσιμη διαφορά είναι πως η σκωτσέζικη αστική τάξη εμπόδιζε και εξέτρεπε και τις αυτονομιστικές ή εθνικιστικές τάσεις που ήταν εγγενείς στις διεκδικήσεις της εγχώριας κοινωνίας πολιτών, η οποία ήταν επίσης πολύ διαφορετική από την αγγλική.

Ίσως δεν είναι ακόμη κατανοητό τι είδους ανωμαλία συνιστούν τα παραπάνω. Όλοι αντιμετωπίζουν με αμηχανία την έλλειψη εθνικής συνείδησης στη Σκωτία του 19ου αιώνα, τη σχεδόν ολοκληρωτική απουσία της χώρας από τη μεγάλη και πολύχρωμη σκηνή του ευρωπαϊκού εθνικισμού. Ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση μπορεί να αισθάνονται πικρία ή ανακούφιση, αλλά το ερώτημα παραμένει: Τι ήταν αυτό που έλειπε; Από κάθε επιφανειακή άποψη (εκτός από μία: τη γλώσσα), η Σκωτία ήταν εξαιρετικά εξοπλισμένη για να λάβει μέρος στους συνήθεις εθνικιστικούς αγώνες. Συνεπώς, εάν κανείς δεν αποδέχεται κάποια αφελή γλωσσική θεωρία για την προέλευση του εθνικισμού, οφείλει να κοιτάξει πολύ βαθύτερα. Με μια πρώτη ματιά, γύρω στα 1820-30, μονάχα ένα μέρος της Ευρώπης έμοιαζε περισσότερο έτοιμο να γίνει έθνος από τη Σκωτία: και δεν ήταν άλλο από την Πολωνία, που αποτέλεσε άλλωστε την επιτομή και την έμπνευση για πολλούς από τους εθνικιστικούς αγώνες του 19ου αιώνα. Ο εθνικισμός απαιτούσε την επανενεργοποίηση της ιστορίας του κάθε λαού, και δεν υπήρχε πουθενά περισσότερη ιστορία από τη Σκωτία του Σερ Ουώλτερ Σκοτ.

Οι πολιτισμικές «πρώτες ύλες» του εθνικισμού –παλιές παραδόσεις, λαϊκοί ήρωες, αντι-αγγλισμός, κ.λπ.– δεν ήταν απλώς άφθονες. Για να μείνουμε στο πιο προφανές παράδειγμα, τις βλέπουμε να διαμορφώνονται με τον συνήθη τρόπο στον ριζοσπάστη Ρόμπερτ Μπερνς.[2] Πρόκειται για τον ίδιο Μπερνς που «γονάτισε στον τύμβο του Σερ Τζον ντε Γκράχαμ, του γενναίου φίλου του αθάνατου Ουάλας» και «είπε μια φλογερή προσευχή για την παλαιά Καληδονία πάνω από την τρύπα στον γαλάζιο βράχο όπου ο Ρόμπερτ ντε Μπρους έμπηξε το βασιλικό του λάβαρο στις όχθες του Μπάνοκμπερν…».[3] «Για τον Μπερνς το 1793” –τη χρονιά που συνέθεσε το Scots wha hae[4]«η μάχη του Μπάνοκμπερν σχετίζεται ευθέως με τη Γαλλική Επανάσταση», όπως σημειώνει η Τζάνετ Άνταμ Σμιθ,[5] με την έννοια ότι «ο αγώνας της Σκωτίας για ανεξαρτησία θα μπορούσε να είναι ο δίαυλος έκφρασης, ο “αντικειμενικός συσχετικός”,[6] των αισθημάτων ανεξαρτησίας που δεν περιορίζονται στη Σκωτία [...]. Τα ξίφη και τα ρόπαλα του στρατού του Μπρους πρέπει να γίνουν κανόνια [...] δωρεά του Μπερνς στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση». Αυτό ήταν το είδος της χρήσης που επιφύλασσαν για τις ιστορικές αφηγήσεις οι φάσεις σχηματισμού και ανάδυσης του εθνικισμού στην Ευρώπη. Μετά τον Μπερνς, εκατοντάδες συγγενικά πνεύματα απάντησαν στον αντίκτυπο του εθνικισμού με παρόμοιες νέες μυθολογικές κατασκευές δικαίωσης των δικών τους κληρονομημάτων και του (πραγματικού ή υποθετικού) οικουμενικού τους νοήματος.

Ωστόσο, στη Σκωτία, αυτή η πολλά υποσχόμενη «πρώτη ύλη», ο (τότε) πρόσφατα ανακαλυφθείς εθνικός χαρακτήρας, δεν είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί με τον συνήθη τρόπο. Εδώ, τέτοια εθνοτικά και ιστορικά διακριτικά χαρακτηριστικά δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ώστε να αποτελέσουν μέρος μιας νέας εθνικής ρομαντικής κουλτούρας. Η σκωτσέζικη κοινωνία των πολιτών είχε προχωρήσει πάρα πολύ, και πολύ γρήγορα. Η νέα αστική τάξη κληρονόμησε από την ιστορία μια κοινωνικο-οικονομική θέση πολύ πιο ευνοϊκή από όλες τις αντίστοιχές της στις άλλες περιθωριακές ή «καθυστερημένες» εθνότητες. Οι σκωτσέζοι αστοί δεν εξαναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στη βιομηχανική νεωτερικότητα, αλλά ούτε και αποκλείστηκαν από αυτήν. Έτσι, δεν την αντιλήφθηκαν ως κάτι ξένο, ως μια απειλή από το εξωτερικό ή ως μια ματαιωμένη υπόσχεση. Κατά συνέπεια, δεν αναγκάστηκαν να στραφούν στον εθνικισμό για να διορθώσουν την κατάσταση. Στις αμείλικτες και επαναστατικές αλλαγές του καιρού τους, αντέδρασαν με ακόμη μεγαλύτερη λύσσα από τους Άγγλους συναδέλφους τους – με έναν συντηρητισμό οξυμένο, ίσως, από την ανησυχητική αίσθηση ότι στη Σκωτία υπήρχαν πολύ περισσότερα πάθη που έπρεπε να καταπιεστούν και να εκτραπούν προς αλλότριες κατευθύνσεις.

Η σκωτσέζικη διαφορετικότητα δεν μπορούσε να χαλιναγωγηθεί με τον τρόπο που οι ριζοσπάστες όπως ο νεαρός Μπερνς φαντάζονταν. Μα, για τον ίδιο λόγο, ούτε εξαφανίστηκε κιόλας. Απλώς, μετατράπηκε σε πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα ήταν καινοφανές, και πολύ ειδικά σχετιζόμενο με τις συνθήκες του 19ου και του 20ού αιώνα. Μάλιστα, υποστηρίζω πως, από ορισμένες απόψεις, ήταν από πολιτισμική άποψη ανεπίλυτο (και έτσι οδήγησε τους διανοούμενους σε μια επίμονη αποξένωση), παρότι από πρακτική άποψη λύθηκε, διά της σκληρής έξωθεν ιμπεριαλιστικής επιβολής. Και ήταν πολιτισμικά ανεπίλυτο, διότι η ζωτικής σημασίας μεταβατική περίοδος από το 1790 ως το 1830 περίπου, είχε συνοδευτεί από την ανάπτυξη πιο οργανικών κοινοτήτων – δηλαδή, των νεωτερικών κοινωνιών στις οποίες, με γκραμσιανούς όρους, οι κυρίαρχες τάξεις έπρεπε «να κατασκευάσουν ένα οργανικό πέρασμα από άλλες τάξεις προς τη δική τους», μέσω ενός νέου, πιο αποτελεσματικού “μηχανισμού πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας”. Η Σκωτία δεν μπορούσε να γίνει μια «οργανική» εθνική κοινότητα με αυτή την έννοια, με τη δική της διακριτή ένωση της κοινωνίας πολιτών με το κράτος. Αλλά ούτε μπορούσε και να μείνει κολλημένη στον 18ο αιώνα. Έτσι, το πρόβλημα της σκωτσέζικης αστικής τάξης έγινε πλέον –για να το πούμε ωμά– το πώς θα εξουδετέρωνε και θα καταπίεζε τα πιο ξεχωριστά πρωτο-εθνικά χαρακτηριστικά της ίδιας της χώρας της.

Ήταν μόνο μετά από αυτή τη φάση, που το μοντέλο της σκωτσέζικης ανάπτυξης που υπονοήσαμε πιο πάνω –που βασιζόταν στην ετερογένεια μεταξύ κοινωνίας και κράτους– άρχισε να θέτει δραματικά ζητήματα. Σε ό,τι αφορά την  προηγούμενη περίοδο, δεν μπορεί να αποδοθεί στην άρχουσα τάξη ή στους διανοούμενους καμία «προδοσία» της εθνικής τους κληρονομιάς, παρά μόνο από ένα είδος ρομαντικού αναχρονισμού. Εάν απέκρουσαν τους Σκωτσέζους και τους «απότομους τρόπους» τους, ήταν γιατί, όπως οι αντίστοιχες τάξεις στη Νορμανδία, στην Ανδαλουσία, τη Φλάνδρα και στη Ρουθηνία, πίστευαν σε έναν Οικουμενικό και Φωτισμένο Πολιτισμό στον οποίο θα μετείχαν –αργά ή γρήγορα– όλοι οι μορφωμένοι άνθρωποι. Δεν υπήρχε τίποτε κατακριτέο στο να αποτελείς «επαρχία» σε έναν διευρυνόμενο κόσμο όπως αυτός. Όμως ο κόσμος δεν συνέχισε να αναπτύσσεται με τον ίδιο τρόπο: διασπάστηκε στις διαχωρισμένες, εθνικές, μαζικές κοινωνίες του επόμενου αιώνα, δημιουργώντας νέες πολιτισμικές συνθήκες, υπό τις οποίες η Σκωτία βρέθηκε αποκομμένη, σαν ναυαγός σε ερημικό νησί. Βρισκόταν πλέον σε μια κατάσταση διαρκούς εκκρεμότητας, μεταξύ και ανάμεσα, και είναι έτσι από τότε. Ήταν «πολύ» έθνος, και είχε μια πολύ διαφορετική κοινωνία πολιτών, για να παραμείνει μια απλή επαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου· απ’  την άλλη, δεν μπορούσε ούτε να μετεξελιχθεί σε έθνος-κράτος σε αυτή τη βάση, μέσω του εθνικισμού.

Σημειώσεις του μεταφραστή

[1]    Οι όροι στο πρωτότυπο είναι civic nationalism και ethno-nationalism. Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικοί οι όροι liberal και conservative nationalism αντίστοιχα, που για προφανείς λόγους προτιμήθηκαν εδώ.

 [2]    Σκωτσέζος ρομαντικός ποιητής και στιχουργός (1759-1796), ο θεωρούμενος «εθνικός ποιητής» της Σκωτίας.

[3]    Η μάχη του Μπάνοκμπερν αποτελεί μέρος των Πολέμων της Σκωτσέζικης Ανεξαρτησίας, που κράτησαν από τα τέλη του 13ου έως τα μέσα του 14ου αιώνα. Οι εθνικοί ήρωες Τζον ντε Γκράχαμ, Ουίλιαμ Ουάλας και Ρόμπερτ ντε Μπρους συνδέονταν όλοι με τους πολέμους αυτούς.

[4]    Πατριωτικό σκωτσέζικο τραγούδι με θέμα τη μάχη του Μπάνοκμπερν. Μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ο άτυπος «εθνικός ύμνος» της χώρας.

[5]    Σημαντική Σκωτσέζα συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας (1905-1999).

[6]    «Οbjective correlative»: λογοτεχνικός όρος του αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ για όποιο συμβολικό αντικείμενο προκαλεί άμεση πρόσβαση του αναγνώστη σε ασαφείς έννοιες όπως τα συναισθήματα, χωρίς την ανάγκη καταφυγής στον μελοδραματισμό ή την ταυτολογία.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)