to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

14:20 | 14.06.2016

Πολιτική

Γ. Κατρούγκαλος: «Ασφαλιστικό - Η επόμενη μέρα»

Συνταγματικό δικαίωμα χαρακτήρισε ο υπουργός Εργασίας το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, μιλώντας στο συνέδριο της Ναυτεμπορικής με θέμα «Ασφαλιστικό: Η επόμενη μέρα»


Συνταγματικό δικαίωμα χαρακτήρισε ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, μιλώντας στο συνέδριο της Ναυτεμπορικής με θέμα «Ασφαλιστικό: Η επόμενη μέρα». «Σε μία κοινωνία φτωχοποιημένη, μετά από αυτήν την πενταετία-εξαετία λιτότητας και επιβολής νεοφιλελεύθερων πολιτικών, το διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα για συμπληρωματική ασφάλιση, πέραν της υποχρεωτικής και κύριας, είναι προφανώς πολύ μικρό», είπε χαρακτηριστικά.

Η βασική θεματολογία του συνεδρίου, σύμφωνα με τη Ναυτεμπορική, αναπτύσσεται σε τρεις ενότητες:

   * Επαγγελματικά Ταμεία: Η αναγκαιότητα του δεύτερου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης.

   * Σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την αναβάθμιση των υπηρεσιών και δομών υγείας.

   * Τρίτος πυλώνας ασφάλισης: Ο συμπληρωματικός ρόλος των ατομικών ασφαλιστηρίων.

Ο κ. Κατρούγκαλος τόνισε ότι οι παροχές του πρώτου πυλώνα, αυτές, δηλαδή, που εγγυάται το κράτος -της δημόσιας, κύριας ασφάλισης- πρέπει να είναι τέτοιες που να εξασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση του συνταξιούχου, καθώς και ένα εισόδημα, όσο το δυνατόν πλησιέστερο στο εισόδημα που υπήρχε κατά τη διάρκεια της εργασίας. «Εάν δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, η συμπληρωματικότητα του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα δεν αρκεί, γιατί το κράτος έχει προφανώς βρεθεί σε αδυναμία να καλύψει το δικό του ρόλο», είπε.

Ωστόσο, ο υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι είναι ιδιαίτερα θετικός στην ύπαρξη του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι ασφαλιστικές παροχές που εξασφαλίζει το κράτος, ανταποκρίνονται στα δύο χαρακτηριστικά που προανέφερε.

Μάλιστα, διαπίστωσε ότι υφίσταται μία αντικειμενική αδυναμία επένδυσης στον τρίτο πυλώνα. «Το ότι δεν δημιουργήθηκαν πολλά επαγγελματικά Ταμεία στην Ελλάδα είναι αντανάκλαση του γεγονότος ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα όχι μόνο τον καιρό της κρίσης, αλλά και τον καιρό της ευημερίας», συμπλήρωσε.

Αναφερόμενος στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ο κ. Κατρούγκαλος είπε ότι η κυβέρνηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα πλήρως χρεοκοπημένο ασφαλιστικό σύστημα, ενώ έκανε λόγο για αντικειμενική αναγκαιότητα μεταρρύθμισης του συστήματος.

«Όταν αναλάβαμε το 2015, το έλλειμμα των ασφαλιστικών Ταμείων ήταν στο 9% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, μία μεγάλη μαύρη τρύπα», συνέχισε, σημειώνοντας παράλληλα ότι το σύστημα ήταν χρεοκοπημένο, γιατί ήταν άναρχο, κατακερματισμένο, δεν παρείχε ίση προστασία σε όλους ούτε καν ικανοποιητική προστασία στους φτωχότερους και τους πιο ευάλωτους.

Λαμβάνοντας υπ' όψιν αυτές τις παραμέτρους που ίσχυαν στο ασφαλιστικό σύστημα, τόνισε: «Ήταν ανάγκη να μεταρρυθμιστεί εδώ και αρκετές δεκαετίες, διότι η λειτουργία του δημιουργούσε ελλείμματα. Επίσης, χρειαζόταν να μεταρρυθμιστεί, ώστε να επιβληθούν κανόνες ισονομίας».

Σύμφωνα με τον κ. Κατρούγκαλο, μία βασική τομή που η κυβέρνηση εισήγαγε στο σύστημα, είναι η πλήρης ενοποίηση κανόνων, στο πλαίσιο ενός ενιαίου ασφαλιστικού φορέα. «Η πρώτη μας τομή που ανταποκρίνεται σε μία καταστατική αρχή της αριστεράς, ήταν η ισονομία, ίσοι κανόνες για όλους στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα και η δεύτερη καταστατική αρχή είναι η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επομένως, όχι μόνο έχουμε ένα σύστημα του οποίου οι αρχές είναι ορθολογικές, ανταποκρίνονται στην ισότητα και στην κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και ένα σύστημα που δίνει ελπίδα, γιατί συνδέει τις συντάξεις με την άνοδο της οικονομίας» υποστήριξε.

Σχετικά με τους τρεις χώρους των ελεύθερων επαγγελματιών και επιστημόνων -δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί- ο κ. Κατρούγκαλος δήλωσε ότι οι εισφορές είναι πολύ υψηλές. «Από την αρχή, τους είχα πει να σκεφτούν το ενδεχόμενο δημιουργίας ασφαλιστικού φορέα του δεύτερου πυλώνα. Δηλαδή, οι νομικοί, οι γιατροί, οι μηχανικοί, να δημιουργήσουν ένα επαγγελματικό Ταμείο, το οποίο θα δίνει επικουρική σύνταξη και εφάπαξ, ώστε να μην είναι 38% η υποχρεωτική εισφορά στο δημόσιο σύστημα, αλλά 27%», είπε.

Κατά τον υπουργό Εργασίας, την πρόταση αυτή την έκαναν και οι σύνδεσμοι αυτοί, ο δικηγορικός σύλλογος, λίγο πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή. Ο κ. Κατρούγκαλος επεσήμανε ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος, καθώς, όπως είπε, «αν οι εκπρόσωποι των φορέων αυτών δεν είχαν αποχωρήσει από τον διάλογο με το υπουργείο, θα είχαμε ήδη τελειώσει και δεν θα ήταν ένα ανοιχτό θέμα». Καταλήγοντας, ο υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι το ζήτημα αυτό παραμένει ένα ανοιχτό πεδίο.

Ολόκληρη η ομιλία του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου στο 1ο Ασφαλιστικό Συνέδριο της Ναυτεμπορικής με θέμα «Ασφαλιστικό: Η επόμενη μέρα»:

Καλημέρα σας κυρίες και κύριοι. Θερμές ευχαριστίες στους οργανωτές τόσο για την ευγενική πρόσκληση όσο και γιατί πράγματι νομίζω ότι οργάνωσαν μια πολύ πετυχημένη συζήτηση μεταξύ των εκπροσώπων του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, των επιστημόνων που ασχολούνται με το ζήτημα αυτό και των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στον λεγόμενο τρίτο πυλώνα της ασφάλισης.

Πριν σας μιλήσω για τη μεταρρύθμιση, να προσπαθήσουμε να την εντάξουμε στο πλαίσιο των μεταρρυθμιστικών τάσεων των τελευταίων 10ετιών.

Όπως ξέρετε, μετά τη Σύνοδο της Μαδρίτης το 1994, η Παγκόσμια Τράπεζα διατύπωσε την πρότασή της για την αναπροσαρμογή των συστημάτων ασφάλισης, προτείνοντας την ήδη πολύ διαδεδομένη σήμερα αντίληψη για τους τρεις πυλώνες.

Ο πρώτος πυλώνας κατά την Παγκόσμια Τράπεζα περιλαμβάνει το δημόσιο σύστημα κύριας ασφάλισης, που είναι υποχρεωτικό. Ο δεύτερος πυλώνας περιλαμβάνει την επαγγελματική ασφάλιση, που μπορεί να έχει χαρακτηριστικά υποχρεωτικότητας. Είναι κι αυτή υπό την άμεση ρύθμιση του κράτους, βασίζεται όμως στην αυτονομία των κοινωνικών συνομιλητών. Ο τρίτος τομέας είναι η παραδοσιακή ιδιωτική ασφάλιση με τα συνταξιοδοτικά ατομικά προγράμματα.

Όπως αντιλαμβάνεστε, η Παγκόσμια Τράπεζα ούτε την κοινωνική ασφάλιση, ούτε την ιδιωτική ασφάλιση ανακάλυψε. Η ιδιωτική ασφάλιση, όπως την ξέρουμε, υπάρχει τουλάχιστον από το 1666, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου. Η πρώτη ιδιωτική ασφάλιση που καθιερώθηκε ήταν η ασφάλεια πυρός.

Νωρίτερα και από αυτό, οι πρωτο-τράπεζες της Βενετίας είχαν ένα θεσμό ανάλογο με αυτό της ασφάλισης κινδύνου για τη ναυτιλία δανείζοντας στους ιδιοκτήτες πλοίων και αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο του ταξιδιού, δεδομένου ότι εάν το πλοίο βούλιαζε ή κουρσάροι το κούρσευαν, το δάνειο δεν επιστρεφόταν. Τέτοιου είδους δάνεια έπαιρναν και οι Έλληνες πλοιοκτήτες και γι’ αυτό έχει μείνει ακόμα στη γλώσσα μας η έκφραση «θαλασσοδάνειο». Ένα δάνειο που δεν επιστρέφεται, που είναι επισφαλές.

Αντίστροφα, ο Βίσμαρκ επιχειρώντας στις μεταρρυθμίσεις του να γενικεύσει ένα σύστημα ασφάλισης που αρχικά υπήρχε στον τομέα των εργατικών ατυχημάτων, σε ποια βάση δημιούργησε την κοινωνική ασφάλιση; Στη βάση της υποχρεωτικής κάλυψης του πληθυσμού. Η υποχρεωτικότητα ήταν το βασικό χαρακτηριστικό. Η εγγύηση του κράτους το δεύτερο. Σταδιακά, όχι την εποχή του Βίσμαρκ, η καθολικότητα αποτέλεσε το τρίτο χαρακτηριστικό της κοινωνικής ασφάλισης.

Ποια ήταν η καινοτομία της πρότασης της Παγκόσμιας Τράπεζας εφόσον όλα τα στοιχεία αυτά προϋπήρχαν; Η ιδέα να αντιμετωπιστεί το κοινωνικοασφαλιστικό θέμα ως βασικά δημοσιονομικό ζήτημα. Αυτό που αναδεικνυόταν από την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας ήταν ότι έτσι όπως αναπτύσσεται το κράτος πρόνοιας, μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην οικονομική ανάπτυξη. Και ενόψει του γεγονότος αυτού χρειαζόταν μια ανακατανομή πόρων. Η αντίληψη επομένως της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν ήταν να αντιμετωπιστεί ένα κοινωνικό ζήτημα, δηλαδή να βελτιωθεί η παροχή της ασφαλιστικής προστασίας, αλλά ένα οικονομικό θέμα και μάλιστα ιδωμένο από τη μεριά του κυρίαρχου και τότε, και μάλιστα στο απόγειό του, νεοφιλελευθερισμού.

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο οι τάσεις μεταρρύθμισης που έκτοτε επικρατούν στο παγκόσμιο επίπεδο, θέλουν να μετατρέψουν τα συστήματα «προκαθορισμένων παροχών» σε σύστημα «προκαθορισμένων εισφορών». Τα πρώτα συστήματα,  όπως το γνωστό αναδιανεμητικό σύστημα που έχουμε στην Ελλάδα, βασίζονται στην εκ των προτέρων εγγυημένη προσδοκία του εργαζόμενου, μελλοντικού συνταξιούχου, για το ποσοστό επί του εισοδήματός του βάσει του οποίου θα διαμορφωθεί η σύνταξή του. Στα  συστήματα προκαθορισμένων εισφορών, αντιθέτως, ξέρει ο εργαζόμενος τι θα εισφέρει ως ποσοστό επί του μισθού, ή του εισοδήματός του, αλλά δεν ξέρει τι θα εισπράξει. Αυτό θα διαμορφωθεί ανάλογα με τη διαχείριση από τον αντίστοιχο φορέα ασφάλισης.

Προφανώς η προστασία του εργαζομένου στην πρώτη περίπτωση είναι μεγαλύτερη από τη δεύτερη, γιατί ο κύκλος της επιχειρηματικής δραστηριότητας μπορεί να έχει τα πάνω του, ή τα κάτω του. Το μοντέλο των τριών πυλώνων υιοθετήθηκε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη τις τελευταίες 10ετίες, κινούνται σε αυτό το επίπεδο, μειώνοντας ουσιαστικά την παρουσία του δημοσίου πρώτου πυλώνα στο σύστημα ασφάλισης και ενισχύοντας ιδιαίτερα τα επαγγελματικά ταμεία και τον ιδιωτικό τομέα ασφάλισης.

Κατά τη γνώμη μου πού έγκειται το βασικό ζήτημα τόσο από άποψη ουσίας, όσο και από άποψη πολιτικής και εάν θέλετε και από άποψη συνταγματικής τάξης, δεδομένου ότι το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση προστατεύεται από το Σύνταγμά μας: Στο κατά πόσο οι παροχές του πρώτου πυλώνα, αυτές δηλαδή που εγγυάται το κράτος, οι συντάξεις της δημόσιας κύριας ασφάλισης είναι τέτοιες που να εξασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση του συνταξιούχου. Αυτός είναι ο πρώτος ελάχιστος στόχος. Επιπλέον, το εισόδημα που εξασφαλίζει η σύνταξη θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό εγγύτερα, στο εισόδημα που υπήρχε κατά την διάρκεια της εργασίας.

Εάν δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, η συμπληρωματικότητα του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα δεν αρκεί, γιατί το κράτος έχει προφανώς βρεθεί σε αδυναμία να καλύψει το δικό του ρόλο. Άρα εγώ δεν είμαι αντίθετος στην λειτουργία του δεύτερου πυλώνα και του τρίτου, με την προϋπόθεση όμως ότι οι ασφαλιστικές παροχές που εξασφαλίζει το κράτος, ανταποκρίνονται στα δυο αυτά χαρακτηριστικά που προανέφερα.

Και βέβαια από εκεί και μετά ανάλογα με την διαθεσιμότητα εισοδήματος, βλέπουμε τι μπορεί να καλύψει ο δεύτερος και ο τρίτος πυλώνας, γιατί κακά τα ψέματα σε μια κοινωνία φτωχοποιημένη μετά από αυτή την 5ετία-6ετία λιτότητας και επιβολής νεοφιλελευθέρων πολιτικών, το διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα για συμπληρωματική ασφάλιση πέραν της υποχρεωτικής και κύριας, είναι προφανώς πολύ μικρό. Διάβαζα με ενδιαφέρον τα στοιχεία των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών που δείχνουν μια μείωση 28%, αν θυμάμαι καλά, την τελευταία 5ετία και ρευστοποιήσεις συμβολαίων ρεκόρ την τελευταία χρονιά, πάνω από 800 εκατομμύρια ευρώ. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πραγματικά την αδυναμία, την αντικειμενική αδυναμία επένδυσης στον τρίτο πυλώνα.

Και αντίστοιχα βέβαια, μολονότι έχουμε νόμο από το 2003 για τα επαγγελματικά ταμεία, το γεγονός ότι δεν δημιουργήθηκαν πολλά παρόμοια ταμεία στην Ελλάδα αντανακλά το γεγονός, ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα, όχι μόνο τον καιρό της κρίσης, αλλά και τον καιρό της ευημερίας, ώστε να μπορέσουν να δημιουργηθούν παρόμοια ταμεία.

Τι είχαμε να αντιμετωπίσουμε εμείς πέρα από αυτές τις γενικές τάσεις που σας προανέφερα; Κατ’ αρχήν ένα πλήρως χρεοκοπημένο ασφαλιστικό σύστημα. Διαβάστε το βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση γι’ αυτό το ζήτημα. Όπως λέει, και είναι τα στοιχεία αδιάψευστα,  και αποτυπώνονται και στην οικονομική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο νόμου μας, όταν αναλάβαμε το 2015 το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων ήταν στο 9% του ΑΕΠ. Μια μεγάλη μαύρη τρύπα δηλαδή.

Χρεοκοπημένο δεν ήταν το σύστημα μόνο εξ αυτού του οικονομικού λόγου, αν και η οικονομική αυτή διάσταση ήταν καθοριστική. Ουσιαστικά δεν υπήρχαν αποθεματικά στο σύστημα. Ενώ μια χώρα του μεγέθους μας θα έπρεπε να διαθέτει περίπου γύρω στα 100 δισεκατομμύρια αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, υπήρχαν γύρω στα 38 δισεκατομμύρια όταν μπήκαμε στην κρίση, γύρω στα 13 από αυτά ουσιαστικά ληστεύθηκαν με το περίφημο, το διαβόητο PSI. Αλλά και η προηγούμενη περίοδος δεν ήταν περίοδος καλής διαχείρισης των αποθεματικών. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε περιπτώσεις καθαρής διαφθοράς, όπως αυτή των δομημένων ομολόγων, αλλά και τη γενικότερη κακοδιοίκηση που προηγήθηκε.

Κυρίως όμως το σύστημα ήταν χρεοκοπημένο γιατί ήταν άναρχο, κατακερματισμένο, δεν παρείχε ίση προστασία σε όλους, ούτε καν ικανοποιητική προστασία στους φτωχότερους και στους πιο ευάλωτους. Ήταν επομένως ανάγκη να μεταρρυθμιστεί και μάλιστα αυτή η ανάγκη υπήρχε εδώ και αρκετές 10ετίες για δυο λόγους, τους επαναλαμβάνω ξανά, διότι δημιουργούσε ελλείμματα η λειτουργία του. Το παλιό πελατειακό σύστημα δεν είχε φροντίσει να αντιστοιχηθούν οι εισφορές με τις παροχές και αυτή ήταν η βασική γενεσιουργός αιτία της παραγωγής των ελλειμμάτων. Και επίσης χρειαζόταν να μεταρρυθμιστεί, ώστε να επιβληθούν κανόνες ισονομίας στο σύστημα.

Πέρα από αυτές τις διεθνείς τάσεις, την αντικειμενική αναγκαιότητα μεταρρύθμισης του συστήματος, είχαμε και μια τρίτη πηγή δεσμεύσεων: τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Και σε αυτές  η βασική λογική ήταν αυτή του νεοφιλελευθερισμού, της συγκράτησης της δαπάνης. Ποιες ήταν οι δυο βασικές υποχρεώσεις, και οι δυο δυσμενείς από το Μνημόνιο του Ιουλίου; Η κατάργηση του ΕΚΑΣ και η προσαρμογή των δαπανών κατά 1%.

Αυτά δεν ήταν στην στοιχεία της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αυτά είχαν ήδη ψηφιστεί τον Ιούλιο, εκτός από την κυβερνητική πλειοψηφία και από το ΠΑΣΟΚ και από τη Νέα Δημοκρατία και από το Ποτάμι. Η συγκράτηση των δαπανών ήταν ούτως ή άλλως αναπόφευκτη γιατί με 9% έλλειμμα έπρεπε να επέμβει κανείς ώστε να μειώσει τη μαύρη τρύπα των ελλειμμάτων. Αυτό που επιδιώξαμε είναι να ανταποκριθούμε στις δομικές ανάγκες αλλαγής του συστήματος και να ενσωματώσουμε αυτά που θεωρούσαμε δυσμενή, νεοφιλελεύθερα μέτρα, όπως η κατάργηση του ΕΚΑΣ που είχε ήδη συμφωνηθεί, σε ένα σύστημα που θα εξουδετέρωνε τις δυσμενείς συνέπειές τους.

Ποιες ήταν οι δυο βασικές τομές που εισαγάγαμε στο σύστημα; Η πρώτη είναι η πλήρης ενοποίηση κανόνων στο πλαίσιο ενός ενιαίου ασφαλιστικού φορέα. Ο Βενιζέλος το 1932 όταν θεσμοθετήθηκε το ΙΚΑ με πρώτο Διοικητή τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, είχε στο μυαλό του ακριβώς αυτό: την ενοποίηση όλων των υφιστάμενων (λίγων τότε) κοινωνικοασφαλιστικών φορέων, σε ένα. Γιατί μόνο με ένα  τέτοιο τρόπο όταν έχεις ένα ενιαίο οργανωτικό φορέα μπορείς πράγματι να εισάγεις και ενιαίους κανόνες αντιμετώπισης των ασφαλιστικών περιπτώσεων. Βέβαια για να είμαστε ειλικρινείς ακόμη και σε αυτό τον τομέα, το παλιό πολιτικό σύστημα ακριβώς επειδή είχε συνηθίσει σε μικρές χάρες συγκεκριμένες ομάδες και δεν ήθελε να ομογενοποιήσει το καθεστώς, παρά τις επιμέρους ενοποιήσεις, διατηρούσε για κάθε Ταμείο, τους καταστατικούς κανόνες λειτουργίας του και απονομής των συντάξεων.  

Αυτό ήταν μια «Ποτέμικιν» όπως αντιλαμβάνεστε ενοποίηση. Το ΙΚΑ που για παράδειγμα ήταν ο βασικός φορέας ασφάλισης των μισθωτών, πριν τη μεταρρύθμισή μας έδινε σύνταξη με 930 διαφορετικούς τρόπους. Γιατί προφανώς δεν μιλάμε για ενοποίηση, όταν κρατάς τους κανόνες όπως είναι και απλώς τους βάζεις κάτω από μια κοινή στέγη.

Η πρώτη μας τομή που ανταποκρίνεται σε μια Καταστατική αρχή της Αριστεράς, ήταν η ισονομία. Ίδιοι κανόνες για όλους, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ εργαζόμενων, μισθωτών και εργαζομένων αυτοαπασχολούμενων, μεταξύ αγροτών και του υπόλοιπου πληθυσμού.

Η δεύτερη Καταστατική αρχή είναι η αρχή της κοινωνικής Δικαιοσύνης. Τι σημαίνει αυτό; Μπορείς να έχεις αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας όταν είναι να ευνοήσεις τους αδύναμους και αυτούς που χρειάζονται πρόσθετη προστασία. Γι' αυτό τον λόγο για παράδειγμα για τον αγροτικό πληθυσμό καθορίσαμε την ελάχιστη ασφαλιστική υποχρέωση στο 70% αυτής που ισχύει για όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό. Γιατί; Διότι ξέρουμε ότι το μέσο αγροτικό εισόδημα είναι πολύ κατώτερο από το μέσο αστικό και οι φτωχοί αγρότες είναι πιο φτωχοί από τους φτωχούς των πόλεων.

Προφανώς υπάρχουν και πλούσιοι αγρότες για τους οποίους ισχύει ο ίδιος κανόνας που ισχύει για όλους. 20% επί του πραγματικού εισοδήματος είναι εισφορά για την κύρια σύνταξη. Γι' αυτούς όμως που θα πλήρωναν με βάση τεκμαιρόμενο μηνιαίο εισόδημα, αυτό που ισχύει για τις άλλες περιπτώσεις, που είναι ο μισθός του ανειδίκευτου εργάτη 580 € το μετατρέψαμε για τους αγρότες στο 70% του μισθού του ανειδίκευτου εργάτη, δηλαδή στα 410 € και αυτό σε μια προοπτική μεγάλης μεταβατικής περιόδου.

Τομή κοινωνικής Δικαιοσύνης είναι και η καθιέρωση εθνικής σύνταξης με χρηματοδότηση από τη φορολογία. Μολονότι έχω ακούσει το επιχείρημα ότι η εθνική σύνταξη που καθιερώσαμε δεν είναι άλλη από τη βασική σύνταξη του Νόμου 3863/2010 ή του Νόμου 3865/2010 με άλλο όνομα, αυτό είναι απολύτως ανακριβές.

Η εθνική σύνταξη είναι χαρακτηριστικό όχι των «Βισµαρκιανών» συστημάτων, όπως αυτά που χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από τις ασφαλιστικές εισφορές, εθνικές συντάξεις δίνουν τα «Μπεβεριτζιανά» συστήματα δεδομένου ότι χρηματοδοτούν την εθνική αυτή σύνταξη αποκλειστικά από τη φορολογία.

Γιατί το κάνουν αυτό; Διότι η φορολογία είναι το βασικό εργαλείο κοινωνικής αναδιανομής και οι εθνικές συντάξεις έχουν ακριβώς ως χαρακτήρα αφ' ενός να δώσουν μια ελάχιστη προστασία αντίστοιχη από την προστασία από τη φτώχεια σε όλους, με μια flat rate ίδια για όλους σύνταξη και αφ' ετέρου επιτελούν ένα χαρακτηριστικό αναδιανομής ακριβώς γιατί δίνουν αυτή την παροχή σε όλους, ευνοώντας εξ αντικειμένου του πιο αδύναμους.

Χαρακτηριστικό είναι ότι αυτή η παροχή δίνεται χωρίς έλεγχο εισοδημάτων, ακριβώς για να ανταποκρίνεται στο βασικό της χαρακτηριστικό, χωρίς να μετατρέπεται σε προνοιακή παροχή. Αυτό ήταν από τα βασικά ζητήματα της διαπραγμάτευσης που είχαμε να αντιμετωπίσουμε με τους εταίρους μας.

Πως ορίζεται αυτή η εθνική σύνταξη; Ορίζεται στο ύψος που η Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζει το όριο της φτώχειας, 60% του ενδιαμέσου εισοδήματος. Άρα είναι πράγματι πολύ χαμηλή αντικειμενικά 384 € αλλά αυτή είναι η εικόνα της οικονομίας μας, αυτή είναι η φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.

Έχει συνδεθεί όμως με ρήτρα ανάπτυξης, με την αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος άρα αν την υπολογίζαμε με όρους εισοδήματος του ’10 θα ήταν στα 500 € με όρους εισοδήματος του ’08 που ήταν το πικ που είχαμε φτάσει ως χώρα, θα ήταν 600 €.

Επομένως, όχι μόνο έχουμε ένα σύστημα του οποίου οι αρχές είναι ορθολογικές, ανταποκρίνονται στην ισότητα και στην κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά είναι κι ένα σύστημα που δίνει ελπίδα γιατί συνδέει τις συντάξεις με την άνοδο της οικονομίας και αντιστρόφως μειώνοντας σχετικά τα ελλείμματα –αν και παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα η ύπαρξή τους- δίνουμε τη δυνατότητα στην οικονομία να ανακάμψει. Γιατί χωρίς ανάκαμψη της οικονομίας, με ανεργία στο 25% και με συνεχείς πτωτικές τάσεις, είναι προφανές ότι και το ιδανικό σύστημα ασφαλιστικό να είχαμε, θα κατέρρεε.

Εξασφαλίσαμε όμως τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας όχι μόνο με τη γενικότερη πολιτική και το τέλος της αβεβαιότητας που συνεπάγεται η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup αλλά και με τις συγκεκριμένες δομικές θεσμικές αλλαγές, που επιφέραμε στο σύστημα της ασφάλισης.

Δεν θα ήθελα να καταχραστώ άλλο του χρόνου, να σας πω όμως ότι δεν ήταν εύκολη επιτυχία να έχουμε μια μεταρρύθμιση ελληνική, στην πραγματικότητα αντίθετη με το γενικότερο ρεύμα των μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη, ακόμη και σε χώρες που δεν είχαν Μνημόνια. Μια μεταρρύθμιση που κράτησε τα χαρακτηριστικά του αναδιανεμητικού συστήματος προκαθορισμένων παροχών και αντιστάθηκε στην εισαγωγή είτε κεφαλαιοποιητικού συστήματος, είτε του συστήματος των λεγόμενων ατομικών μερίδων το περίφημο NDC.

Ένα σύστημα που διατήρησε το δημόσιο χαρακτήρα του και δεν εισήγαγε στοιχεία ιδιωτικής ασφάλισης που σας είπα και προηγουμένως, δεν τα θεωρώ ασύμβατα με το δημόσιο χαρακτήρα της ασφάλισης, αρκεί ο δημόσιος χαρακτήρας της ασφάλισης να εξασφαλίζει το ρόλο του, δηλαδή αξιοπρεπείς υψηλές παροχές προς όλους.

Τέλος, είναι προφανές ότι η μεταρρύθμιση έθιξε στρώματα, ειδικά στο χώρο το δικό μου των ελεύθερων επαγγελματιών επιστημόνων, αντιστοιχίζοντας τις εισφορές με το πραγματικό εισόδημα οι πλουσιότεροι από τα μεσαία στρώματα θα πληρώνουν το ίδιο ποσοστό με τους άλλους, ούτε καν μεγαλύτερο ποσοστό προοδευτικό. Αυτό δεν αποτελεί προφανώς ανισότητα, αποτελεί κατ' εξοχήν εφαρμογή της αρχής της ισότητας, μολονότι κατηγορηθήκαμε για ταξικό μίσος λόγω της εισαγωγής μας αυτής.

Εξ αντικειμένου τι σημαίνει αυτό; Στο παρελθόν ένας δικηγόρος που είχε 100.000 € εισόδημα και ένας δικηγόρος που είχε 10.000 € εισόδημα, πλήρωναν και οι δύο 5.000 € ασφάλιση. Για τον ένα αυτό σήμαινε το 50% του εισοδήματός του,  για τον άλλο σήμαινε το 5%.

Με τη μεταρρύθμισή μας και οι δύο θα πληρώνουν το 20% του πραγματικού τους εισοδήματος. Αυτό και στοιχείο Δικαιοσύνης είναι και εξασφαλίζει πληρέστερα τη χρηματοδότηση των Ταμείων. Βεβαίως και στους τρεις χώρους των ελεύθερων επαγγελματιών επιστημόνων (δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί) οι εισφορές είναι πολύ υψηλές διότι στο 20% της σύνταξης και στο 7% της υγείας που πληρώνουμε όλοι οι Έλληνες, προστίθεται και ένα 10% για το εφ' άπαξ και την επικουρική παροχή.

Εκεί από την αρχή τους είχα πει να σκεφτούν το ενδεχόμενο δημιουργίας ασφαλιστικού φορέα του δεύτερου πυλώνα, δηλαδή οι νομικοί, οι γιατροί, οι μηχανικοί να δημιουργήσουν ένα επαγγελματικό Ταμείο το οποίο θα δίνει επικουρική σύνταξη και εφ' άπαξ ούτως ώστε να μην είναι 38% η υποχρεωτική εισφορά στο δημόσιο σύστημα, αλλά 27%.

Την πρόταση αυτή μου την έκαναν οι Σύνδεσμοι αυτοί, ο Σύλλογος ο Δικηγορικός λίγο πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή. Είναι ανοιχτό πεδίο για διαπραγμάτευση, μαζί τους κατ’ αρχήν ώστε να δούμε τη μορφή οργάνωσης της ασφάλισης που συμφέρει αυτούς ανταποκρίνεται και στο δημόσιο συμφέρον. Και προφανώς μετά θα είναι αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης με τους θεσμούς.

Είπα στους εκπροσώπους των φορέων αυτών ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος, αν δεν είχαν αποχωρήσει από το διάλογο με το Υπουργείο τους οποίους είχα καλέσει εξ αρχής και που ξεκίνησε με σχετικά καλούς οιωνούς, θα είχαμε ήδη τελειώσει και δεν θα ήταν ένα ανοιχτό θέμα.

Ούτως ή άλλως κλείνοντας σας λέω ότι έχουμε ένα σύστημα δημόσιας ασφάλισης που εξασφαλίζει τα υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τα χαμηλά και για τα μεσαία εισοδήματα σε όλη την Ευρώπη. Συγκρίνω πάντα με τα δημόσια συστήματα ασφάλισης, όχι με τα επαγγελματικά. Πρακτικά όποιος έχει 1.000 ευρώ μηνιαίο εισόδημα και κάτω, που δυστυχώς στη φτωχοποιημένη ελληνική κοινωνία είναι η πλειονότητα και χαμηλότερες εισφορές θα πληρώνει, αν είναι εργαζόμενος και υψηλότερη σύνταξη θα πάρει σε σχέση με το παλαιό σύστημα.

Και όσο η οικονομία ανεβαίνει, τόσο και οι συντάξεις θα ανεβαίνουν. Νομίζω ότι μετά από πολύ καιρό, ουσιαστικά 10ετίες, έχουμε ένα σύστημα το οποίο έχει την ορθολογική οργάνωση και την θεσμική θωράκιση να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών, να επιτρέψει στην οικονομία να ξεκινήσει ξανά  και να εγγυηθεί το καλύτερο δυνατό που μπορούσαμε στη συγκυρία να δώσουμε στους συνταξιούχους.

Όχι νέες μειώσεις, όχι μια 12η μείωση, συντάξεις που δεν είναι υψηλές, αλλά είναι αυτές που μπορούμε να δώσουμε αυτή τη στιγμή σε μια χώρα που έχει χάσει το ¼ του εθνικού της πλούτου σε σχέση με το 2010 και κυρίως να δώσουμε και την ελπίδα. Την ελπίδα ότι με την ανάκαμψη της οικονομίας, η ανάπτυξη δεν θα περιοριστεί. Τα κέρδη της ανάπτυξης δεν θα περιοριστούν σε λίγους, θα μοιραστούν προς τα κάτω με όσο το δυνατόν πιο ισόρροπο τρόπο.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)