to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ευρώ – Ελλάδα – κρίση χρέους. Υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο;

Πολύς λόγος γίνεται για τις πραγματικές επιλογές που τελικά έχει και η σημερινή κυβέρνηση, πολύ δε περισσότερο μια νέα κυβέρνηση με κορμό το ΣυΡιζΑ. Το τί ισχύει και δεσμεύει την Ελλάδα από τη συμμετοχή της στη ζώνη του Ευρώ, δυστυχώς αν και με τέσσερα έτη εντός Μνημονίων, δεν έχει γίνει σαφές όχι απλά στους πολίτες αλλά πιθανόν και σε πολιτικά κόμματα και στελέχη.


Η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που ισχύει από 1/1/2013, σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ορίζει το πλαίσιο στο οποίο θα επέλθει η ενίσχυση της νομισματικής ένωσης στην Ε.Ε. Αυτό δεν είναι άλλο από τον αυστηρό έλεγχο των δημοσιονομικών δεδομένων της κάθε χώρας-μέλους της ζώνης του ευρώ. Με βάση το προοίμιο της Συνθήκης για τη Σταθερότητα δίνεται μια σαφής εικόνα της κατεύθυνσης που έχει επιλεγεί από τις χώρες του ευρώ για την περαιτέρω κοινή πορεία τους και ακόμη ζητείται η ενσωμάτωση των προτάσεων αυτής στις Συνθήκες της Ε.Ε. ώστε να αποτελούν πλέον κοινή βάση ακόμα και για τις χώρες-μέλη εκτός ευρωζώνης.

Πρόκειται δηλαδή για μια κατεύθυνση όπου κάθε κράτος-μέλος καλείται να εξετάσει κατά πόσον μπορεί να αντεπεξέλθει στις δεσμεύσεις αυτές ή κατά πόσον αυτές το οδηγούν να επιλέξει, εκτός των Συνθηκών, μια αυτόνομη νομισματική πορεία. Όμως και αυτή η συμφωνία οφείλει να συμβαδίζει με το Δίκαιο της Ε.Ε. και με τα όσα οι Θεμελιώδεις Συνθήκες της Ε.Ε. ορίζουν, κάτι που προκύπτει σαφώς από το άρθρο 2 της Συνθήκης για τη Σταθερότητα (Συνοχή και σχέση με το Δίκαιο της Ένωσης).

Αυτό δηλαδή που τίθεται πλέον ως κυρίαρχο ζήτημα είναι η σχέση του Δικαίου των Συνθηκών της Ε.Ε. με τις αποφάσεις για τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ. Πώς και σε ποια βάση οι χώρες που συνιστούν και την Ε.Ε. και την ευρωζώνη αποφασίζουν σύμφωνα με τις καταστατικές Συνθήκες και κατά πόσον θεσμοθετείται ένας αυτοματισμός της ισχύος αποφάσεων συγκεκριμένης κατεύθυνσης για την ακολουθούμενη πολιτική των κρατών-μελών.

Σήμερα, με δεκάδες σενάρια να έχουν διατυπωθεί, πιο επωφελές για την Ελλάδα, μοιάζει αυτό της αναθεώρησης των Συνθηκών της Ε.Ε. σε μια κατεύθυνση χαλάρωσης της δημοσιονομικής αυστηρότητας και ενίσχυσης της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών, πέρα από τη λογική του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. Μια αναθεώρηση όπου τα ζητήματα ελλειμμάτων και χρέους θα αντιμετωπίζονται σαν ένα ακόμα κοινωνικό θέμα που η Ε.Ε. καλείται να λύσει πάνω στον άξονα της πολιτικής της συνοχής, όπως κάνει για όλα τα επιμέρους ζητήματα άσκησης πολιτικών.

Αυτή η προοπτική αν και δεν πρέπει να θεωρείται ξεγραμμένη, έχει πλέον ελάχιστες πιθανότητες εφαρμογής κάτι που προκύπτει και από τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών. Αν και η δύναμη των ευρωσκεπτικιστών (αριστερών και δεξιών) αυξήθηκε, οι κυρίαρχες δυνάμεις των χριστιανοδημοκρατών, των σοσιαλιστών, και των φιλελευθέρων παρέμειναν στη δυναμική που είχαν και προ Κρίσης. Το να περιμένουμε μεταστροφή στη χάραξη πολιτικών και πολύ δε περισσότερο Αναθεώρηση Συνθήκης της Ε.Ε και των Συνθηκών που διέπουν την Ευρωζώνη, μάλλον δεν είναι εφικτό.

Εξ ου και οι συζητήσεις ακόμα και στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης για τις προοπτικές χαλάρωσης των πολιτικών λιτότητας, τείνουν στην διατύπωση εναλλακτικών σχεδίων με βάση την τεκμηρίωση της αποτυχίας εκπλήρωσης των ίδιων των στόχων που έχει θέσει η ΟΝΕ και η ΕΚΤ. Δηλαδή με μοχλό τις οικονομικές αναλύσεις και την κοινωνική κατάσταση, ιδίως στις χώρες που εφαρμόστηκαν Μνημόνια και ιδίως στην Ελλάδα επιδιώκεται η ήττα των υφιστάμενων πολιτικών.

Όμως κάθε χώρα δικαιούται όπως και η ίδια η ΕΚΤ να επεξεργάζεται εναλλακτικά σχέδια. Για την Ελλάδα το Plan B, δεν σημαίνει αυτομάτως και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, αλλά την έναρξη μιας μεγάλης συζήτησης εντός της ΟΝΕ για το τί μέλλει γενέσθαι με ένα κράτος-μέλος της που παρά τα προγράμματα συνεργασίας και οικονομικής βοήθειας δυσκολεύεται τρομερά να προχωρήσει μπροστά. Η έναρξη και το αποτέλεσμα αυτής της διπλωματικής, πολιτικής, οικονομικής διαπραγμάτευσης εξ αρχής είναι μια εναλλακτική επιλογή σε σχέση με τη σημερινή κατά βάση τήρηση των υπογεγραμμένων δεσμεύσεων.

Το εναλλακτικό σχέδιο δεν οδηγεί αυτομάτως σε έξοδο από την Ευρωζώνη, αλλά σημαίνει αθέτηση αν όχι όλων, τουλάχιστον των περισσότερων δεσμεύσεων που συνεπάγεται η συμμετοχή σε αυτήν. Η άρνηση της χώρας θα οδηγούσε την ΕΚΤ να την βγάλει εκτός των προγραμματισμών της, κατ αρχήν. Από αυτό το σημείο μέχρι την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα ξεκινούσε ένας τεράστιος γύρος διπλωματικών επαφών που δε σημαίνει απαραίτητα την αποχώρηση της Ελλάδας από την ΟΝΕ.

Μπορεί να σημαίνει και μια ειδική σχέση σε ένα χρονοδιάγραμμα ανάκαμψης με ταυτόχρονη μείωση του χρέους, μπορεί να σημαίνει όμως και την πόρτα της εξόδου από την κοινή πορεία του ευρώ και τη θέσπιση μιας ειδικής σχέσης σύνδεσης ανάλογης με αυτήν που χρειάζεται να επιτύχει μια χώρα-μέλος της ΕΕ για να ενταχθεί στην ΟΝΕ.

Ο ''εκβιασμός'' της χώρας προς την ΟΝΕ για μια διαφορετική πορεία θα είχε πιθανότητες επιτυχίας μόνον αν έδειχνε η χώρα ότι έχει μπει σε τροχιά εφαρμογής αυστηρών δημοσιονομικών πολιτικών για τα ελλείμματα και για το δημόσιο χρέος, που θα οδηγούσε τους εταίρους σε μια γενναία πράξη κουρέματος άνω του 50%. Όμως αυτές οι κινήσεις προϋποθέτουν ότι υπάρχει μια πλειοψηφική πρόταση εντός της χώρας, που πέραν από την όποια εκλογική διαδικασία θα προϋπέθετε τη διενέργεια ενός δημοψηφίσματος μετά από τον βασικό γύρο διαπραγματεύσεων της νέας κυβέρνησης.

Δηλαδή η μη εξασφάλιση της σύμπνοιας μεγάλου μέρους της κοινωνίας θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερες ταραχές και δυσλειτουργίες στη δημοκρατία από ό,τι την περίοδο ψήφισης των Μνημονίων. Και αν και εφόσον υπάρχει ρητή λαϊκή εντολή ώστε η όποια κυβέρνηση να προχωρήσει εκτός των προγραμματισμών της Ευρωζώνης, τότε τον δρόμο της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα και τη χάραξη αυτόνομης δημοσιονομικής πολιτικής θα έκοβε μόνον η στάση της ΕΚΤ, της ΟΝΕ και της ΕΕ.

Αν δηλαδή θα δεχόταν τον ''εκβιασμό'' που θα σήμαινε και αναπροσαρμογή των προγραμματισμών της, αν θα επιδίωκε μια ειδική σχέση με την Ελλάδα, αν θα έθετε το πλαίσιο για μια σχέση σύνδεσης ανάλογη με τα κράτη που επιδιώκουν τη συμμετοχή στην ΟΝΕ και στο τέλος αν θα δήλωνε ρητή άρνηση στην ελληνική αντιπρόταση.

Οπότε αν θέλουμε να μιλάμε ειλικρινά ούτε ΝΑΙ σε όλα υπάρχει, ούτε και ΟΧΙ σε όλα. Πάντως ένα πολωμένο πολιτικό σύστημα και η εξάρτηση της όποιας απόφασης από την εξυπηρέτηση κομματικών και άλλων συμφερόντων δεν καθιστούν την όποια κυβέρνηση, στην καλύτερη θέση διαπραγμάτευσης. Εν κατακλείδι η απάντηση της χώρας σε μια ενδεχόμενη άρνηση της Ευρωζώνης θα πρέπει να εξαρτηθεί από την λαϊκή ετυμηγορία μιας και ο λαός θα πρέπει αφού πληροφορηθεί τα πραγματικά δεδομένα να έχει τον τελικό λόγο, ώστε κανείς να μην έχει να πει ότι δεν ήξερε, δεν τον ρώτησαν κλπ κλπ.

Τασιόπουλος Σταύρος

Noμικός, LLM Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)