Μεσημέρι ντάλα στο πάρκο Ελευθερίας, εκεί πάνω απ’ το τούνελ της Ευελπίδων. Παιδιά διάφορα, άλλα νεαρά κι άλλα πιο μεγάλα δούλευαν, ετοίμαζαν το φεστιβάλ, κάπου εκεί στα δύο χιλιάδες τόσο. Κουβαλούσα κι εγώ από καμιά καρέκλα αγκομαχώντας. Ένιωθα κάπως ξώφαλτση, όπως παντού και πάντα άλλωστε, πόσο μάλλον που ήταν τότε που έλειπα χρόνια έξω, ερχόμουνα μόνο καλοκαίρια και γιορτές κι οι φιλίες και διασυνδέσεις μου είχαν, όσο να ’ναι, πάει κατά διαβόλου. Μετά οι κουβαλητές μαζεύτηκαν στη σκιά κάτω από από ένα μεγαλούτσικο πεύκο -νομίζω- για να τσιμπήσουν και να πιούνε κάτι. Τους είχε βαρέσει όλους η ζέστη, αγόρια και κορίτσια, κι η μεσημεριανή αποχαύνωση, και δεν έλεγαν να σηκωθούν απ’ τη σκιά. Και μετά λέει ο Νίκος «άντε, αδέρφια, πάμε». Και σιγά-σιγά άρχισαν να σηκώνονται για να συνεχίσουν μες στη λαύρα.
Τότε σα να το κατάλαβα ξαφνικά, ότι αυτά ήταν εμένα τ’ αδέρφια μου. Κι από τότε έτσι έμεινε, κι όταν επέστρεψα για τα καλά οίκαδε, κι άρχισα να τρέχω μαζί τους σε δρόμους, πλατείες, συναντήσεις, πορείες και φεστιβάλ.
Από τότε εκείνο το «αδέρφια» το ’χω ξανακούσει πολλές φορές, και πάντα χαμογελάω όταν τ’ ακούω. Και πάντα στις ετοιμασίες για το φεστιβάλ όλο και κάνω καμιά βάρδια, ψευτοκουβαλάω τίποτα εύκολο, προσέχοντας μη φάω καμιά σούπα στην ηλικία που είμαι, και παριστάνοντας τάχα μου πως βοηθάω κι εγώ.